Σελίδες

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Η καταγωγή των Βούλγαρων




 Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ – Η ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ


Ασπαρούχ( Βούλγαρος χαγάνος (ηγεμόνας))


«Μόνο οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι καταβάλλουν φροντίδας διά την πολεμικήν ισχυροποίησιν αυτών και μάχονται υπό ένα διοικητήν και κατά τρόπον σθεναρότερον απ΄ ότι τα έθνη των Σκυθών».

΄Τακτικά΄ Λέοντος ΣΤ΄ Σοφού, Βιβλίο ΙΙΙ, κεφάλαιο Δ΄, παράγραφος 43.

Ένα από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα, το οποίο όπως απέδειξε αργότερα η εξέλιξη της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και την πορεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν και το φαινόμενο που συντελέσθηκε μέσα σε μια περίοδο αιώνων, από τον 1ο αι. ως τον 8ο αι. μ.Χ. της «Μεγάλης Μετανάστευσης» των λαών.
Από τον 1ο αι. ως τον 4ο αι. μ.Χ. συννικά φύλα προερχόμενα από τη νότια Σιβηρία και τα Αλτάια υψώματα παρέσυραν στο πέρασμα τους πληθυσμούς προκαλώντας τη μεγάλη μετανάστευση των λαών. Κατά το διάστημα 370-376 κάποια από τα φύλα αυτά πέρασαν δυτικά του Βόλγα και εγκαταστάθηκαν εκατέρωθεν του ποταμού Δνείστερου. Στα ανατολικά μεταξύ των ποταμών Δνείπερου και Δνείστερου, εγκαταστάθηκαν οι Οστρογότθοι και στα δυτικά, μεταξύ των ποταμών Δνείστερου και Δούναβη, οι Βησιγότθοι. Αυτοί οι λαοί κατά την κάθοδό τους προς τα δυτικά παρέσυραν και σλαβικά φύλα.
Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική αποτελούσαν ένα σύνολο από φυλές και γένη που συνενώνονταν, μόνιμα ή προσωρινά, σε μεγαλύτερες ομάδες υπό την ηγεσία ενός ζουπάνου (αρχηγού της φατρίας), για πολεμικούς κυρίως, σκοπούς.
Τυπικά σε κάθε περίοδο όλοι οι Σλάβοι ήταν πολεμιστές. Ήταν οπλισμένοι κυρίως με δόρατα, ακόντια, ορθογώνιες ξύλινες ασπίδες, πελέκεις και τόξα με δηλητηριασμένα βέλη. Οι αρχηγοί τους έφεραν αλυσιδωτούς θώρακες και ξίφη. Προτιμούσαν τις ενέδρες σε ορεινά και δασωμένα περάσματα ή τις αψιμαχίες σε ανώμαλα εδάφη. Κάθε φορά που αναγκάζονταν να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως ορμούσαν με κραυγές εναντίον των εχθρών. Σε περίπτωση που οι τελευταίοι διατηρούσαν τις θέσεις τους οι Σλάβοι υποχωρούσαν στους πρόποδες των λόφων ή στις παρυφές των βουνών και από εκεί αμύνονταν.
Η τακτική αυτή δεν μπορούσε να προκαλέσει πρόβλημα στον οργανωμένο βυζαντινό στρατό.
Πολύ γρήγορα όμως η εμφάνιση του πολεμικού λαού των Βουλγάρων και η υποταγή των Σλάβων σε αυτόν μετέτρεψε τις παλαιές σλαβικές ενοχλήσεις σε θανάσιμο κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
(* χρησιμοποιούμε το δυτικό όρο ΄Βυζαντινή΄ αυτοκρατορία συμβατικά για να γίνουμε κατανοητοί. Ενώ ο σωστός όρος ιστορικά είναι Ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία).

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ     

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ

Οι πρώτες πληροφορίες των βυζαντινών πηγών για τα βουλγαρικά φύλα (Ογούροι, Ονόγουροι, Κουτρίγουροι κτλ.) σχετίζονται με τις εξελίξεις στην κεντρική Ασία, χώρο προέλευσης των Βουλγάρων, στα μέσα του 5ου αιώνα. Γύρω στο έτος 460, οι επιθέσεις των Αβάρων που ζούσαν στην περιοχή γύρω από την έρημο Γκόμπι, προκάλεσαν ένα κύμα μετανάστευσης λαών προς τα δυτικά. Η επίθεση των Αβάρων προσέβαλε πρώτα τους Σαβείρους Ούννους, που ζούσαν στο δυτικά Τιεν-Σαν και την περιοχή του ποταμού Ιλι. Οι Σαβείροι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν προς τα δυτικά, στην καζακική στέπα και εκδίωξαν μέρος των ογουρικών φυλών που ζούσαν εκεί. Οι ογουρικές και ονογουρικές φυλές μετανάστευσαν δυτικότερα και αφού διέσχισαν τον Βόλγα και τις στέπες γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην κεντρική Ευρώπη, όπου λίγο καιρό πριν υπήρχε το συννικό βασίλειο του Αττίλα. Μετά τη διάλυση του συννικού βασιλείου, τα βουλγαρικά φύλα διέφυγαν στην περιοχή βόρεια του Καυκάσου. Το 557 οι Αβάροι, ακολουθώντας τα βήματα των Ονογούρων και των Σαβείρων, ήλθαν και αυτοί στην Ευρώπη. Οι απεσταλμένοι τους πέρασαν τον Καύκασο και εμφανίσθηκαν στο Βυζάντιο στις αρχές του 558. ως σύμμαχοι των Βυζαντινών, υπέταξαν τους νομάδες που ζούσαν μεταξύ του Βόλγα και του Καυκάσου, ανάμεσά τους οι Ονογούροι και οι Σαβείροι. Μια δεκαετία αργότερα, το 567, οι Τούρκοι εχθροί των Αβάρων, μετανάστευσαν προς την περιοχή τους. Οι Αβάροι πέρασαν τον ποταμό Ντον και μετέβησαν δυτικά όπου ήλπιζαν να βρουν καταφύγιο απέναντι στην επικείμενη απειλή. Οι λαοί της στέπας που ζούσαν ανάμεσα στο Βόλγα, τον Ντον και τον Καύκασο πέρασαν υπό την τουρκική κυριαρχία. Κάποιοι από αυτούς, όπως οι Ογούροι, είχαν υποταγεί εκουσίως στους Τούρκους, ενώ άλλοι, όπως οι Ονογούροι και οι Αλανοί, υποτάχθηκαν με τη βία.
Η πρώτη επαφή του Βυζαντίου με μια συγκροτημένη βουλγαρική ηγεμονία σχετίζεται με την εξέγερση του Κουβράτου εναντίον των Αβάρων ή κατά μία άλλη εκδοχή, των δυτικών Τούρκων, γύρω στο 635. Η επιτυχία της εξέγερσης οδήγησε στη σύσταση της λεγόμενης «Μεγάλης Βουλγαρίας», η οποία είχε ως κέντρο τις περιοχές γύρω από την Αζοφική Θάλασσα και εκτεινόταν στις στέπες που περικλείουν οι ποταμοί Δνείπερος, Ντον και Κουμπάν μέχρι το Δέλτα του Δούναβη, ένας χώρος στενά συνδεδεμένος με τα βυζαντινά γεωπολιτικά συμφέροντα βόρεια του Καυκάσου.
Η περιοχή του Καυκάσου είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τη βυζαντινή διπλωματία, καθώς παρείχε στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να παρακολουθεί και να αντιμετωπίζει έγκαιρα τις κινήσεις των ασιατικών λαών εναντίον της και να προστατεύει αποτελεσματικά τα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά της συμφέροντα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, το Βυζάντιο δημιούργησε μια αλυσίδα συμμάχων ή υποτελών κρατών στον χώρο του Καυκάσου, του κάτω Βόλγα και της Αζοφικής θάλασσας, κυρίως χάρη στη διπλωματική δραστηριότητα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄. Σε αυτή τη γεωγραφική έκταση, η αυτοκρατορία προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις στέπες ανάμεσα στον κάτω Βόλγα και την Αζοφική θάλασσα, οι οποίες παρείχαν εύκολη πρόσβαση στους νομάδες εισβολείς από την κεντρική Ασία προς την Ευρώπη. Από τις σχέσεις που θα είχαν οι κάτοικοι των νοτιορωσικών στεπών με το Βυζάντιο, εξαρτάτο το εάν θα προστάτευαν αυτόν τον χώρο για λογαριασμό της αυτοκρατορίας και κατ΄ επέκταση εάν θα βοηθούσαν στη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων κατά μήκος του βορείου μετώπου της.
Από τα τέλη του 5ου αιώνα, στην περιοχή βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, της Αζοφικής και του κάτω Ντον, γνωστή μετέπειτα ως «Μεγάλη Βουλγαρία», κατοικούσαν βουλγαρικά φύλα (οι Κουτρίγουροι στα δυτικά και οι Ουτίγουροι με τους Ονο΄γούρους στα ανατολικά), τα οποία κατά καιρούς επέδραμαν στα εδάφη της αυτοκρατορίας ή περιέρχονταν στη σφαίρα επιρροής της. Στα μέσα του 6ου αιώνα, ολόκληρη η περιοχή περιήλθε υπό τον έλεγχο των Αβάρων, οι οποίοι παρένειναν εκεί για μικρό χρονικό διάστημα, έως τη μετανάστευσή τους στο λεκανοπέδιο των Καρπαθίων.
Στις αρχές του 7ου αιώνα, η εξασφάλιση της ειρήνης στα βόρεια σύνορα του Βυζαντίου αποτέλεσε για την Κωνσταντινούπολη επιτακτική ανάγκη εξαιτίας του νέου κινδύνου που είχε να αντιμετωπίσει στην Ανατολή, τους Άραβες, καθώς και των προβλημάτων που δημιούργησε η εγκατάσταση διαφόρων σλαβικών φυλών στα βυζαντινά εδάφη της Βαλκανικής. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Πατριάρχη Νικηφόρου και του Ιωάννη Νικίου, ο ηγεμόνας των Ονογούρων Ορχάν επισκέφθηκε μαζί με το νεαρό ανιψιό του Κούβρατο την Κωνσταντινούπολη το 619 και κατά την εκεί παραμονή τους βαπτίστηκαν χριστιανοί. Ο Οχράν απέκτησε τον τίτλο του πατρικίου ενώ ο Κούβρατος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη για μεγαλύτερο διάστημα μετά την αποχώρηση του Οχράν.
Πιθανότατα το 635, αφού πρώτα είχε κατορθώσει να απελευθερώσει τον λαό του, ο Κούβρατος έστειλε πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος,  που εκείνη την εποχή βρισκόταν στη Συρία, αποδέχθηκε την πιθανή πρόταση συμμαχίας του Κούβρατου και μεταξύ των δύο ηγεμόνων υπογράφθηκε συνθήκη η οποία, σύμφωνα με τον Νικηφόρο, διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατο του Ηρακλείου το 641. στον ηγεμόνα των Ονογούρων Βουλγάρων εστάλησαν πλούσια δώρα και του απονεμήθηκε από τον αυτοκράτορα ο τίτλος του πατρικίου. Αν και ο Νικηφόρος, η μοναδική πηγή που αναφέρει την πρεσβεία του Κουβράτου στην Κωνσταντινούπολη, δεν παρέχει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες όσον αφορά το περιεχόμενο της συνθήκης με τον αυτοκράτορα Ηράκλειο. Εντούτοις η συνθήκη αυτή πρέπει να ήταν αρκετά σημαντική, καθώς τα πλούσια δώρα και ιδιαίτερα ο βυζαντινός τίτλος του πατρικίου είναι στοιχεία που φανερώνουν τις στενές σχέσεις του Ονογούρου ηγεμόνα προς το Βυζάντιο. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στη σταθεροποίηση της πολιτικής θέσης του Κουβράτου στο εσωτερικό της χώρας του και ενίσχυσε το γόητρό του εκτός των ορίων της ηγεμονίας του. Αν μάλιστα δεχθούμε την περιγραφή του Ιωάννη Νικίου, οι σχέσεις του με τον Ηράκλειο ήταν τόσο ισχυρές, ώστε μετά το θάνατο του αυτοκράτορα αναμείχθηκε στην έριδα της διαδοχής, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα της χήρας του Ηρακλείου Μαρτίνας και του γιού της Ηρακλωνά εναντίον του Κωνσταντίνου Γ΄ . Έχοντας πλέον ισχυροποιήσει τη θέση του, ο Κούβρατος πέτυχε σταδιακά να ενώσει κάτω από την εξουσία του όλα τα βουλγαρικά φύλα που ζούσαν βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, της Αζοφικής και του Καυκάσου και να δημιουργήσει τη λεγόμενη «Μεγάλη ή παλαια Βουλγαρία». Το Χαγανάτο της Μεγάλης Βουλγαρίας διαλύθηκε λίγο μετά το θάνατο του Κούβρατου, ο οποίος χρονολογείται την εποχή του αυτοκράτορα Κώνσταντος Β΄ (641-668), από εσωτερικές έριδες αλλά και την προέλευση των Χαζάρων. Ο Κούβρατος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ΄δορυφόρου ηγεμόνα΄  και φύλακα των συμφερόντων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στον ζωτικής σημασίας για αυτή χώρο βόρεια του Καυκάσου. Η προσέγγισή του με την Κωνσταντινούπολη αποτελεί σημαντικό επίτευγμα της βυζαντινής διπλωματίας, αφού η αυτοκρατορία απέκτησε έναν ισχυρό και έμπιστο σύμμαχο, ο οποίος προστάτευε τα συμφέροντά της σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή.

Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

Παρά τις παραινέσεις και τις συμβουλές του Κουβράτου προς τους πέντε γιούς του να παραμείνουν ενωμένοι και να διατηρήσουν την ισχύ και την ανεξαρτησία της χώρας τους, η διχόνοια που ξέσπασε ανάμεσα στους διαδόχους του λόγο μετά το θάνατο του Κουβράτου, αλλά και η προέλαση των Χαζάρων στο χώρο της Μαύρης Θάλασσας, διέλυσαν τη ΄Μεγάλη Βουλγαρία΄. Ο τρίτος γιός του Κουβράτου, ο Ασπαρούχ, (635/640-περ. 700), ακολουθούμενος από ένα μέρος του λαού της, εγκατέλειψε τα εδάφη της και αφού πέρασε τους ποταμούς Δνείπερο και Δνείστερο, εγκαταστάθηκε στη σημερινή κάτω Βεσσαραβία (η περιοχή του Ογλου) πιθανότατα μεταξύ του 670-680, απ΄ όπου και διενεργούσε επιδρομές στη βαλκανική ενδοχώρα.
Η απειλητική εμφάνιση του Ασπαρούχ ανάγκασε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ τον Πωγωνάτο (668-685) να κινηθεί με το στρατό του το 680 για να αποτρέψει την εγκατάσταση του Ασπαρούχ μέσα στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο Βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης περιγράφει ως εξής την πρώτη σύγκρουση του Βυζαντίου με τους Βουλγάρους: « Ο αυτοκράτορας όταν έμαθε πως ένας λαός ρυπαρός και ακάθαρτος εγκαταστάθηκε ξαφνικά βόρεια του Δούναβη, στην περιοχή του Ογλου και κάνει επιδρομές και λεηλασίες στις περιοχές κοντά στον Δούναβη, οργίστηκε και διέταξε να διαπεραιωθούν τα στρατεύματα όλων των θεμάτων στη Θράκη. Αφού προετοίμασε και τον στόλο του ξεκίνησε την εκστρατεία του από ξηρά και θάλασσα προκειμένου να τους διώξει. Ο στρατός έφθασε στον χ΄βρο μεταξύ του Ογλου και του Δούναβη, ενώ ο στόλος βρισκόταν στα κοντινά παράλια. Οι Βούλγαροι όταν ήδαν τον πολυάριθμο στρατό οχυρώθηκαν στις ελώδεις περιοχές του Δέλτα του Δούναβη. Για τέσσερις μέρες παρέμειναν εκεί ενώ οι Βυζαντινοί δεν κινήθηκαν εναντίον τους με δικαιολογία τα έλη της περιοχής. Το γεγονός αυτό έδωσε θάρρος στους Βουλγάρους. Ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε κάποια ασθένεια με τα πόδια του και βιαζόταν να επιστρέψει στη Μεσημβρία για τα αναγκαία λουτρά. Αφού έφυγε με πέντε πλοία και την ακολουθία του έδωσε εντολή στους στρατηγούς του να τους πολεμήσουν εάν οι Βούλγαροι αποφασίσουν να εξέλθουν. Το ιππικό όμως θεώρησε ότι ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης και έφυγαν και αυτοί με τη σειρά τους δίχως να τους καταδιώκει κανείς. Βλέποντας αυτή την εξέλιξη οι Βούλγαροιτους επιτέθηκαν και τους περισσότερους τους εξόντωσαν ενώ τραυμάτισαν επίσης πολλούς. Και αφού τους καταδίωξαν μέχρι τον Δούναβη και πέρασαν τον ποταμό έφτασαν μέχρι τη Βάρνα και τα εκεί παράλια. Τότε είδαν ότι η περιοχή τους παρείχε αρκετή ασφάλεια, καθώς είχαν πίσω τους τον Δούναβη ενώ μπροστά και στα πλευρά τους τις κλεισούρες του Αίμου και τη Μαύρη Θάλασσα. Στη συνέχεια υπέταξαν τους γειτονικούς Σλάβους (τις λεγόμενες επτά γενεές), εγκατέστησαν τους Σεβέρεις προς τα ανατολικά ενώ στα νότια και στα δυτικά, μέχρι τα σύνορα με τους Αβάρους, εγκατέστησαν ως υποτελείς, τις υπόλοιπες επτά γενεές. Η επέκταση αυτή τους έκανε πολύ τολμηρούς και άρχισαν να επιτίθενται και να αιχμαλωτίζουν σε βυζαντινά κάστρα και οικισμούς. Έτσι ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη μαζί τους δίνοντάς τους ετήσιες χρηματικές χορηγίες ».
Σύμφωνα με τον Θεοφάνη, η νίκη των Βουλγάρων στην πρώτη τους σύγκρουση με τον βυζαντινό στρατό οφειλόταν στην ξαφνική φυγή του αυτοκράτορα από το πεδίο της μάχης, γεγονός που επέτρεψε στους Βουλγάρους να εκμεταλλευτούν τον πανικό των Βυζαντινών και να τους νικήσουν. Με τη συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε το 681, το Βυζάντιο αποδέχθηκε την εγκατάστασή τους βόρεια της οροσειράς του Αίμου. Το βουλγαρικό χαγανάτο του Ασπαρούχ εκτεινόταν από τις εκβολές του Δνείσπερου ως τον Αίμο. Περιλάμβανε τη Βεσσαράβια, τμήμα της πεδιάδας της Βλαχίας, τη Δοβρουτσά και την παλαιά επαρχία της κάτω Μυσίας, ανάμεσα στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας και του ποταμού Ισκου (αργότερα έως τον Τιμόκ). Το πολιτικό και οικονομικό κέντρο του νέου χαγανάτου βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα, καθώς εκεί ο Ασπαρούχ εγκατέστησε την πρωτεύουσά του Πλίσκα. Η Πλίσκα δημιουργήθηκε στη στρατηγική θέση της ρωμαϊκής Μαρκιανούπολης, αφού ήλεγχε την πρόσβαση από τον Νότο προς τη Δοβρουτσά καθώς και το νότιο τμήμα της οδού που συνέδεε τον Δούναβη με την Αγχίαλο και την Κωνσταντινούπολη μέσα από τα περάσματα του Αίμου.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της ΄Αρμενικής Γεωγραφίας΄ προκύπτει ότι υπήρξε πόλεμος και ανάμεσα στον Ασπαρούχ με τους Αβάρους, πιθανόν μεταξύ του 680-685, με αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να επεκταθούν και προς τα δυτικά. Οι Αβάροι εκδιώχθηκαν από τον χώρο του κάτω Δούναβη και απελευθερώθηκαν από την κυριαρχία τους οι Σλάβοι Τιμοτσάνοι που ζούσαν εκατέρωθεν του ποταμού. Τα δυτικά όρια των Βουλγάρων έφθασαν μέχρι τις Σιδηρές Πύλες (ανατολικά του Βελιγραδίου), περιορίζοντας έτσι την ισχύ του αβαρικού χαγανάτου. Στον χώρο που κατέλαβαν οι Πρωτοβούλγαροι είχε εγκατασταθεί νωρίτερα πολυπληθέστερο σλαβικό στοιχείο, το οποίο έμελλε να συμβιώσει με τους επήλυδες και να τους αφομοιώσει σταδιακά. Αυτό ήταν το πλαίσιο της βουλγαρικής εθνογένεσης. Σχετικά με τους Σλάβους, ο Θεοφάνης πληροφορεί ότι οι Βούλγαροι τους χρησιμοποίησαν για την ασφάλεια των συνόρων τους αφού εγκατέστησαν τους Σεβέρεις ανατολικά, στα νέα σύνορά τους με το Βυζάντιο, κοντά στα ορεινά περάσματα της Βερεγάβα (σημ. Ρις, ανατολικά του Αίμου), ενώ μετακίνησαν επίσης τις λεγόμενες ΄επτά γενεές΄ (φυλές) στα νότια και δυτικά τους όρια, όπου συνόρευαν με το αβαρικό χαγανάτο. Η εγκατάσταση του Ασπαρούχ νότια του Δούναβη, η οποία επισημοποιήθηκε με τη συνθήκη του 681, αποτελεί την απαρχή του ιστορικού βίου για το σημερινό βουλγαρικό κράτος. Ταυτόχρονα, ολοκληρώθηκε για τα Βαλκάνια η εποχή των μεταναστεύσεων, αφού είχε προηγηθεί τόσο η εγκατάσταση των Κροατών και των Σέρβων όσο και η αποχώρηση παλαιότερα των γερμανικών φυλών προς τα δυτικά. Έτσι, στα τέλη του 7ου αιώνα, διαμορφώθηκε από τις μεταναστεύσεις των παραπάνω λαών μια κατάσταση στη Βαλκανική η οποία διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Σε ό,τι αφορά τιε σχέσεις του Βυζαντίου με τους Βουλγάρους την εποχή του Κωνσταντίνου του Δ΄ (γύρω στο 678-680), στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου αναφέρεται το λεγόμενο επεισόδιο του Κούβερ, ο οποίος μετανάστευσε με το λαό του από τον χώρο του αβαρικού χαγανάτου προς την περιοχή της ΠΓΔΜ. Ο λαός του Κούβερ καταγόταν από πολυάριθμους Βυζαντινούς αιχμαλώτους που είχαν μεταφερθεί στην κάτω Παννονία, στην ευρύτερη περιοχή του Σιρμίου, στα τέλη του 6ου και τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, καθώς και από άλλους πληθυσμούς που συμβίωναν μαζί τους στο αβαρικό χαγανάτο. Ο Κούβερ ήταν πιθανότατα ο τέταρτος γιός του Κουβράτου, που μετά τη διάλυση της Μεγάλης Βουλγαρίας κατέφυγε στην Παννονία με ένα τμήμα Βουλγάρων. Σύμφωνα με τα Θαύματα, ο Κούβερ συγκρούστηκε με τους Αβάρους και αφού τους νίκησε σε πέντε ή έξι συγκρούσεις κατευθύνθηκε με έναν μικτό εθνολογικά λαό προς τα νότια. Μέρος αυτού του λαού κατονομάζεται ως ΄Ρωμαίοι΄, οι οποίοι επιθυμούσαν την επιστροφή στα εδάφη των προγόνων τους. Ο λαός του Κούβερ εγκαταστλαθηκε στον Κεραμήσιο κάμπο, μεταξύ του Μοναστηρίου (Βίτολα) και της Πρίλαπου. Τότε οι ΄Ρωμαίοι΄, που είχαν αναμιχθεί με βουλγαρικά, αβαρικά και άλλα στοιχεία, ζήτησαν να φύγουν προς τις πατρικές τους περιοχές, αίτημα το οποίο δεν αποδέχτηκε ο Κούβερ. Ο ίδιος έστειλε πρεσβεία προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος δεν κατονομάζεται, ζητώντας να παραμείνει με το λαό του στον Κεραμήσιο κάμπο και να ανεφοδιάζεται από το σλαβικό φύλο των Δρογουβιτών. Όταν οι ΄Ρωμαίοι΄ πληροφορήθηκαν από τους Δρογουβίτες ότι η Θεσσαλονίκη δεν βρισκόταν μακριά διέφυγαν σε αυτήν και στη συνέχεια οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κούβερ σχεδίασε τότε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και έστειλε μέσα στην πόλη τον υπαρχηγό του Μαύρο. Ο αυτοκράτορας αντέδρασε γρήγορα και διέταξε τον στρατηγό του θέματος των Καραβισιάνων Σισσίνιο να σπεύσει με τον στόλο του στη Θεσσαλονίκη. Η επέμβαση του στόλου ματαίωσε τα σχέδια του Κούβερ και ο Μαύρος έπεσε στα χέρια των Βυζαντινών.
Ο Κωνσταντίνος Δ΄ δεν επιχείρησε στο υπόλοιπο της βασιλείας του κάποια εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων, ενώ οι τελευταίοι έμειναν πιστοί στη συνθήκη του 681. η διακοπή των ειρηνικών σχέσεων επήλθε μετά την άνοδο στον θρόνο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (685-695 και 705-711), του επονομαζόμενου και Ρινότμητου. Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του (688), αφού παραβίασε τη συνθήκη ειρήνης, εκστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων και των Σλάβων. Για την εκστρατεία του χρησιμοποίησε μεγάλο αριθμό ιππέων, αφού μετέφερε στη Θράκη τα ΄καβαλλαρικά θέματα΄ της Μικράς Ασίας. Ο αυτοκράτορας εκμεταλλεύθηκε το γεγονός της ειρήνης στα ανατολικά σύνορα μετά τη νίκη του Κωνσταντίνου Δ΄ εναντίον των Αβάρων το 678 καθώς και την ανανέωση της συνθήκης ειρήνης με τους Άραβες το 685, σύμφωνα με την οποία οι Άραβες υποχρεώθηκαν να αυξήσουν τον ετήσιο φόρο προς το Βυζάντιο και ταυτόχρονα να παραχωρήσουν τους μισούς από τους φόρους της Κύπρου, της Αρμενίας και της Ιβηρίας. Η αύξηση των εσόδων της αυτοκρατορίας μετά τη νέα νίκη εναντίον των Αράβων το 686, δημιούργησε ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάληψη μιας εκστρατείας στα Βαλκάνια, προκειμένου να ανατραπεί το status quo του 681.
Από τις αποσπασματικές πληροφορίες που διαθέτουμε, δεν γνωρίζουμε την πορεία των βυζαντινών στρατευμάτων εναντίον των Βουλγάρων και των Σλάβων. Πιθανότατα, εφόσον τα στρατεύματα του Ιουστινιανού συγκεντρώθηκαν στη Θράκη το ορμητήριο του αυτοκράτορα ήταν η Ανδριανούπολη, από την οποία προχώρησε προς τα βόρεια. Για την πρώτη σύγκρουση γνωρίζουμε ότι «απώθησε τους αντιπάλους του», δίχως προφανώς να πετύχει μία αποφασιστικής σημασίας νίκη. Στη συνέχεια στράφηκε δυτικότερα, προς τη Θεσσαλονίκη και στην πορεία του υπέταξε κάποια σλαβικά φύλα ενώ κάποια άλλα παραδόθηκαν στον αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιανός μετέφερε μεγάλο μέρος των Σλάβων στη Μικρά Ασία, στο θέμα του Οψικίου, μέσω της Αβύδου. Αυτοί οι Σλάβοι συγκρότησαν μια στρατιωτική μονάδα με δικό τους αρχηγό και εντάχθηκαν στην υπηρεσία του βυζαντινού στρατού.
Οι αιτίες της αλλαγής πορείας του Ιουστινιανού από τα βουλγαρικά εδάφη προς τη Θεσσαλονίκη σχετίζονταν πιθανότατα με τις συνθήκες του πολέμου που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όπως φάνηκε από τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου Δ΄ με τον Ασπαρούχ το 680, οι Βούλγαροι απέφευγαν ακόμη τις κατά μέτωπο συγκρούσεις με τον βυζαντινό στρατό και ακολουθούσαν τακτική ανταρτοπόλεμου. Προτιμούσαν να επιτίθενται αιφνιδιαστικά και να αποσύρονται γρήγορα. Αυτή η τακτική είχε αποδιοργανώσει τους Βυζαντινούς το 680, όταν παρασύρθηκαν μέσα στο ελώδες Δέλτα του Δούναβη, ηττήθηκαν και τελικά υποχώρησαν. Για να αποφύγει ίσως μια παρόμοια εξέλιξη εάν συνέχιζε την πορεία του βαθύτερα στα βουλγαρικά εδάφη, ο Ιουστινιανός προτίμησε να κινηθεί εναντίον των σλαβικών φύλων, καθώς η αντιμετώπισή τους από στρατιωτικής πλευράς ήταν ευκολότερη. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε εναντίον των Σλάβων του Στρυμόνα από τα βόρεια, αφου ο Ιουστινιανός κατευθύνθηκε εκεί μέσω των σημερινών πόλεων Φιλιππούπολης, Μπέλοβο, Γιακορούντα, Μπελίτσα, Ραζλόγκ και Σιμιτλί. Η μεταφορά των ηττημένων Σλάβων στη Μικρά Ασία συνέβαλε και στη μείωση της παρουσίας τους στο χώρο της ανατολικής Μακεδονίας, όπου ο βυζαντινός έλεγχος φαίνεται ότι εδραιώθηκε με την εκστρατεία του 688. Όταν ο αυτοκράτορας εισήλθε ως νικητής στη Θεσσαλονίκη, δώρισε με διάταγμα μία αλυκή στον ναό του αγίου Δημητρίου, στον οποίο απέδωσε την επιτυχία του. Ανάμνηση αυτής της επιτυχίας αποτελεί και μία πολύ μεταγενέστερη επιγραφή της εποχής των Παλαιολόγων, στην οποία ο Ιουστινιανός ζητά τη βοήθεια του Θεού μέσω του αγίου Δημητρίου για να υποτάξει τους εχθρούς του.
Η νίκη του Ιουστινιανού επί των Σλάβων μετριάστηκε από το πλήγμα που δέχθηκε ο αυτοκρατορικός στρατός κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, όταν έπεσε σε βουλγαρική ενέδρα και υπέστη βαριές απώλειες. Η ακριβής θέση της τοποθεσίας δεν είναι γνωστή και υπάρχουν διάφορες υποθέσεις για την ταύτιση του γεγονότος με κάποιο σημείο, όπως η εκβολή του ποταμού Ρεντίνα στην Εγνατία οδό, τα στενά του Ακοντίσματος, μεταξύ Νέστου και Καβάλας, τα στενά του Στρυμόνα (Ρούπελ) ή της Κρέσνας. Πιθανότατα, ο αυτοκράτορας ακολούθησε τον ίδιο δρόμο στην επιστροφή του και δέχθηκε τη βουλγαρική επίθεση στα ορεινά περάσματα της Φιλιππούπολης.
Το 695 ο Ιουστινιανός Β΄ έχασε το θρόνο του και εξορίστηκε στη Χερσώνα της Κριμαίας, αφού πρώτα ρινοκοπήθηκε. Στο Βυζάντιο ακολούθησε περίοδος αστάθειας μα συχνές εναλλαγές στο θρόνο μέχρι το 705, όταν ο αποφασιστικός Ιουστινιανός επέστρεψε. Αφού δραπέτευσε από τον τόπο της εξορίας του στην Χερσώνα και αφού επέζησε μιας μεγάλης τρικυμίας κοντά στις εκβολές του Δνείπερου και του Δνείστερου, έφτασε στον Δούναβη. Από εκεί έστειλε έναν έμπιστό του, τον Στέφανο, προς τον Βούλγαρο χαγάνο Τέρβελι ζητώντας τη βοήθειά του. Ως αντάλλαγμα του πρόσφερε πολλά δώρα και μια κόρη του ως γυναίκα. Ο Τέρβελις δέχθηκε και αφού συγκρότησε ένα ισχυρό στράτευμα από Βουλγάρους και Σλάβους έφθασε την επόμενη χρονιά έξω από την Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός, θέλοντας να καταλάβει την πόλη, στρατοπέδευσε με τον Τέρβελι και τους Βουλγάρους του στην πύλη του Χαρσίου και παρέταξαν τις δυνάμεις τους μέχρι τις Βλαχέρνες. Για τρείς μέρες δέχονταν τις ύβρεις των κατοίκων, οι οποίοι δεν δέχονταν να τους ακούσουν. Τελικά, ο Ιουστινιανός με λίγους Βυζαντινούς κατάφερε αναίμακτα και αθόρυβα να εισέλθει μέσα από έναν αγωγό στην πόλη και να την καταλάβει. Στη συνέχεια έμεινε για λίγο στο παλάτι των Βλαχερνών. Ως έκφραση ευγνωμοσύνης για την βοήθεια του Τέρβελι προκειμένου να καταλάβει τον βυζαντινό θρόνο, απένειμε στον βούλγαρο χαγάνο το 705 τον τίτλο του καίσαρα, δεύτερο στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα. Σε μία κίνηση δίχως προηγούμενο, κάλεσε τον Τέρβελι στο παλάτι, του έδωσε μία αυτοκρατορική χλαμύδα και ζήτησε από τη σύγκλητο να οφείλει υπακοή σε αυτόν. Οι φιλικές σχέσεις του Τέρβελι με τον αυτοκράτορα αύξησαν το κύρος του νεοσύστατου βουλγαρικού χαγανάτου και επέτρεψαν στον Βούλγαρο χαγάνο να επέμβει αργότερα, το 718, σε βοήθεια άλλου αυτοκράτορα, του Λέοντα Γ΄ του Ισαυρου.
Οι καλές σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν πάντοτε σταθερές. Το 708 ο Ιουστινιανός παραβίασε την ειρήνη με τους Βουλγάρους και αφού διαπεραίωσε στη Θράκη το ιππικό των θεμάτων και ετοίμασε στόλο επιτέθηκε εναντίον του Τέρβελι. Όταν κατέβαλε την Αγχίαλο άφησε τον στόλο μπροστά από τις παράκτιες οχυρώσεις και διέταξε το ιππικό να στρατοπεδεύσει άφοβα στις πεδιάδες έξω από την πόλη. Όταν όμως οι στρατιώτες διασκορπίστηκαν για τη συλλογή χόρτου, που ήταν τροφή για τα άλογα, οι κατάσκοποι των Βουλγάρων αντιλήφθηκαν από τα γύρω βουνά την χαλάρωση του στρατεύματος. Αφού συγκεντρώθηκαν έπεσαν επάνω τους «σαν τα θηρία», σκότωσαν πολλούς Βυζαντινούς, συνέλαβαν αρκετούς αιχμαλώτους και αποκόμισαν τα άλογα και τον οπλισμό όσων σκότωσαν. Ο Ιουστινιανός κατέφυγε με όσους διασώθηκαν μέσα στο οχυρό και έμεινε εκεί για τρείς μέρες. Βλέποντας ότι οι Βούλγαροι εξακολουθούσαν να παραμένουν έξω από την πόλη, θανάτωσε το άλογό του και διέταξε τους πάντες να πράξουν το ίδιο. Τη νύχτα επιβιβάστηκαν στα πλοία και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.
Εξαιτίας της παρέμβασής του στις βυζαντινές έριδες, ο Τέρβελις έγινε αρκετά «αγαπητός» στους βυζαντινούς ιστορικούς. Κάποια γεγονότα της βυζαντινής ιστορίας σχετίζονται με αυτόν, στα οποία όμως η ιστορική αλήθεια εμπλέκεται με τους μύθους.
Στις αρχές του 8ου αιώνα το βουλγαρικό κράτος άρχισε να ισχυροποιείται στο εσωτερικό αλλά και τον περίγυρό του. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε και η εσωτερική αστάθεια στο Βυζάντιο με τις συνεχείς εναλλαγές στο θρόνο. Το 718 πιθανότατα ο Τέρβελις δεν βρισκόταν στην εξουσία και λανθασμένα αναφέρεται ότι ο Αναστάσιος Β΄ που είχε εκθρονιστεί, ζήτησε τη βοήθειά του για να ανατρέψει τον Λέοντα Γ΄. είναι άγνωστο το μέχρι πότε ήταν ηγεμόνας ο Τέρβελις, καθώς δεν υπάρχουν αξιόπιστες μαρτυρίες για αυτόν μετά το 711. διάδοχός του ήταν ο Κορμέσιος, τουλάχιστον από το 716. Έτσι, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστη η μαρτυρία του Θεοφάνη που εμπλέκει τον Τέρβελι στη συνομωσία που οργάνωσε το 718 στη Θεσσαλονίκη ο εξόριστος Αρτέμιος, αυτοκράτορας κατά την περίοδο 713-715 (Αναστάσιος Β΄). Ο Θεοφάνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτό το έτος ο Νικήτας ο Ξιλινίτης έγραψε στον Αρτέμιο, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, να πάει στον Τέρβελι και με την βοήθεια των Βουλγάρων να κινηθεί εναντίον του Λέοντα. Αυτός τον άκουσε και πήγε στον Τέρβελι, που του έδωσε στρατιώτες και 50 κεντηνάρια χρυσού. Έχοντας αυτά στη διάθεσή του, ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Επειδή όμως η πόλη δεν τον δέχθηκε, οι Βούλγαροι τον παρέδωσαν στον Λέοντα και αφού αμείφθηκαν, αποσύρθηκαν. Ο αυτοκράτορας τον θανάτωσε μαζί με τον Ξιλινίτη, του οποίου δήμευσε την μεγάλη περιουσία, καθώς ήταν μάγιστρος. Οι Βούλγαροι επίσης εκτέλεσαν τον πατρίκιο Σισίνιο, που ονομαζόταν Ρενδάκις, ως συνεργάτη του Αρτέμιου. Παρέδωσαν επίσης στον αυτοκράτορα τον αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης, που εκτελέστηκε μαζί με τον Αρτέμιο».
Τον χειμώνα του 717-718 το Βυζάντιο έδινε έναν σκληρό αγώνα εναντίον των Αράβων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα. Ο Λέοντας Γ΄(717-741) στράφηκε προς τους Βουλγάρους για να ζητήσει βοήθεια. Όλες οι πηγές αναφέρουν μόνο το όνομα των Βουλγάρων, όχι όμως και του χαγάνου τους. Σύμφωνα με τον Θεοφάνη, «οι Βούλγαροι επίσης πήραν μέρος στη μάχη και έσφαξαν 22.000 χιλιάδες Άραβες». Ο πολύ μεταγενέστερος Ζωναράς πληροφορεί ότι «οι Βούλγαροι επιτέθηκαν στους Άραβες και έσφαξαν πολλές χιλιάδες». Μεγαλύτερους αριθμούς φονευθέντων Αράβων από τους Βουλγάρους αναφέρουν δυτικές πηγές (30 και 32.000) ενώ, όπως και στις βυζαντινές πηγές, δεν γίνεται καμία αναφορά στο όνομα του Τέρβελι.                            




ΜΙΧΑΗΛ Σ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΘ. ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ SBS ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ



Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Η καταγωγή των Σλάβων

Η επιστημονική απάντηση της Παμμακεδονικής Ένωσης Μακεδονικού Αγώνα Ελλάδος - Αυστραλίας στις ψυχωτικές ψευτο-επιστημονικές και νευρωτικές δηλώσεις περί αφρικανικής καταγωγής των Ελλήνων και άρρειας φυλής των ψευτο-μακεδόνων.

πηγή: http://taxalia.blogspot.gr/2014/02/blog-post_553.html



Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΚΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ

Θεότητες των Σλάβων


  

                       Veles



 Chernobog (Μαύρος θεός)                                           Svarog(ολοκέρατος)


ΤΟ ΕΘΝΩΝΥΜΙΟ «ΣΛΑΒΟΣ»

Σήμερα όσοι προέρχονται από σλαβικές φυλές αποκαλούνται με ένα συγκεκριμένο όνομα: Σλάβοι. Αυτή η ονομασία εμφανίστηκε σχετικά αργά στην ιστορία, αλλά εκτόπισε όλες τις προϋπάρχουσες. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, χρησιμοποιήθηκε στα γραπτά κείμενα κατά τον 6ο  αιώνα και μάλιστα μετά τον εκχριστιανισμό τους. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί πολλές θεωρίες σχετικά με την έννοια και την ετυμολογία του όρου «Σλάβος», που κατέστη ο εθνικός χαρακτηρισμός μιας πολυπληθούς ομοεθνίας κατανεμημένης σε διάφορα κράτη και κρατίδια, τα οποία καταλαμβάνουν σήμερα την ευρύτερη περιοχή της λεγόμενης ευρωπαϊκής Ασίας καθώς και της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης.
Ωστόσο η καταγωγή του όρου «Σλάβος» παραμένει αμφισβητούμενη. Πρώτη φορά γίνεται λόγος για τους Σλάβους από τον Ψευδο-Καισάριο της Ναζιανζού, του οποίου το έργο συγγράφεται στις αρχές του 6ο  αιώνα, ενώ στα μέσα του ίδιου αιώνα οι ιστορικοί Ιορδάνης και Προκόπιος δίνουν πλήρεις περιγραφές τους. Ακόμη και στις πιο πρώιμες πηγές το όνομά τους εμφανίζεται με δύο μορφές. Οι παλαιές σλαβονικές πηγές το αναφέρουν ως Σλοβήνοι (πληθυντικός αριθμός του Σλόβηνιν), η χώρα τους καλείται Slovensko, η γλώσσα τους  slovenesk jazyk και ο λαός slovensk narod. Στις ελληνικές πηγές αναφέρονται ως Σουβήνοι, αλλά οι συγγραφείς του 6ου  αιώνα χρησιμοποιούν επίσης τους όρους Σιδαβήνοι, Σκλαυήνοι, Σκλαβίνοι και Σκλαυίνοι. Οι Δυτικοευρωπαίοι χρησιμοποίησαν τους λατινικούς όρους Sclaueni, Sclauini, Sclauenia, Sclauinia. Άλλοι μεταγενέστεροι συγγραφείς, χρησιμοποίησαν τους όρους Sthlabenoi, Sthlabinoi  ή και Sthlaueni, Sthlauini. Στο βίο του αγίου Κλήμεντα εμφανίζεται ο τύπος Sthlabenoi, ενώ άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τους όρους Εσκλαβήνοι, Ασκλαβήνοι, Σκλαβινιοί και Σκλαβένιοι αντίστοιχα sclavaniscus, sclavinicus, sclauanicus. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται και συντετμημένες μορφές του ονόματός τους: σκλάβοι, σθλάβοι, sclavi, schlavi, sclavania, κ.ά. Πιο σποραδικά εμφανίζονται οι μορφές Sclauani, Sclauones (Sklabonoi, Esthlabesianoi, Ethlabogeneis). Ο Αρμένιος Μωυσής του Choren αναφέρεται σε αυτούς με τον όρο Sklavajin, ενώ ο χρονογράφος Μιχαήλ ο Σύριος χρησιμοποιεί την έκφραση Sglau ή Sglou. Οι Άραβες χρησιμοποίησαν το «Σκλαβ», αλλά επειδή φωνητικά δεν ταίριαζε στη γλώσσα τους το μετέτρεψαν σε Saklab, Sakalib και αργότερα σε Slavije, Slavijun. Τέλος ένας ανώνυμος Πέρσης γεωγράφος του 10ου αιώνα χρησιμοποιεί τον όρο Seljabe.
Για την ερμηνεία του ονόματος έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, οι οποίες σχετίζονται με τη μορφή του ονόματος στην οποία έχουν βασισθεί. Από τον 13ο αιώνα, η μορφή «Σλάβος» εκλήφθηκε ως η αυθεντικότερη έκφραση. Το όνομα των Σλάβων θεωρείτο ότι προερχόταν από τη λέξη slava, που σημαίνει «τιμή», «δόξα», «φήμη», και συνεπώς το όνομα αυτό απέδιδε τον χαρακτηρισμό «ένδοξοι» και «αινετοί». Εντούτοις, από την αρχή του 14ου αιώνα και μετά, το όνομα των Σλάβων προφέρεται στην εκτεταμένη μορφή του με τον τύπο Slovenin (ο φθόγγος « ο » αντικαθιστά τον « α »). Αυτή η μορφή έχει τη ρίζα της στη λέξη slovo, που σημαίνει «λέξη», «ομιλία», επομένως Σλάβοι είναι «οι ομιλούντες», οι βερμπαλιστές, οι ομόγλωσσοι, θεωρία η οποία παραμένει αποδεκτή μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι Γερμανοί, λαός την γλώσσα του οποίου δεν κατανοούσαν οι Σλάβοι, αποκλήθηκαν από αυτούς Nemts, λέξη που σημαίνει «άφωνος». Άλλες ερμηνείες ή διευκρινήσεις που έχουν δοθεί για το όνομα «Σλάβος», σύμφωνα με τις οποίες προέρχεται από το clovek (άνθρωπος), από το  skala (βράχος), από το selo (αποικία), από το slati (στέλνει), από το solovej (αηδόνι), δεν έχουν καμία επιστημονική βάση.
Υπάρχουν όμως, ακόμη περισσότεροι λόγοι για τους οποίους οι σλαβολόγοι επιμένουν στην παραγωγή της λέξης «Σλάβος» από τη λέξη slovo (λέξη). Η κατάληξη –en ή –an του τύπου Slovenin υποδεικνύει ότι προέρχεται από έναν τοπογραφικό προσδιορισμό ο οποίος ενδέχεται να μην είναι μια εντελώς φανταστική τοποθεσία (Slovy) αλλά να προέρχεται από την σλοβακική λέξη slovenin , τη λιθουανική saliva και τη λεττονική  sala απ΄ όπου προέρχεται η πολωνική zulawa, που σημαίνει «νήσος», δηλαδή ένα ξερό σημείο σε μια βαλτώδη περιοχή. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η λέξη Σλάβος θα πρέπει να δηλώνει τον κάτοικο κάποιας νήσου, ή γενικότερα τον κάτοικο κάποιας ελώδους περιοχής. Ο Γερμανός λόγιος Γκρίμ ταύτισε ή μάλλον διατήρησε την ταύτιση των Σλάβων με τους Σουηβούς (Suevi) και υποστήριξε ότι το όνομά τους προέρχεται από τις λέξεις sloba, svoba που σημαίνουν «ελευθερία.
Η πιθανότερη ερμηνεία είναι εκείνη που θέλει το όνομα να προέρχεται από τη λέξη slovo, που σημαίνει «λέξη». Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται από την ονομασία που εκείνοι έδωσαν στους αλλόφωνους Γερμανούς Nemci (οι άλαλοι). Οι ίδιοι οι Σλάβοι αυτοαποκαλούνται Slovani, που σημαίνει «οι ομιλούντες», δηλαδή εκείνοι που γνωρίζουν τις λέξεις και αποκαλούν τους γείτονές τους Γερμανούς. Κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου των πολέμων μεταξύ Γερμανών και Σλάβων, η οποία διήρκησε μέχρι τον 10ο αιώνα, οι σλαβικές περιοχές στον βορρά και στα βορειοανατολικά της Ευρώπης εφοδίασαν τους Γερμανούς με μεγάλους αριθμούς σκλάβων. Η Βενετία καθώς και άλλες παράκτιες ιταλικές πόλεις και λιμάνια, συνέλαβαν πολλούς Σλάβους αιχμαλώτους από τις απέναντι ακτές της Αδριατικής, τους οποίους μεταπώλησαν σε άλλα μέρη. Οι Σλάβοι συχνά πωλούνται ως δούλοι μακριά από τις χώρες τους. Οι Ναρετάνοι, ένα πειρατικό σλαβικό φύλο που ζούσε στη Νότια Δαλματία, είχε γίνει πασίγνωστο για το εμπόριο σκλάβων στο οποίο επιδίδετο. Αλλά και οι Ρώσοι πρίγκιπες εξήγαγαν μεγάλους αριθμούς σκλάβων από τις χώρες τους. Ως αποτέλεσμα ήταν από το όνομα Σλάβος να προέλθει η λέξη «σκλάβος» (αγγλ. slave) στο λεξιλόγιο των κατοίκων της δυτικής Ευρώπης.
Το ερώτημα που παραμένει είναι εάν η λέξη «Σλάβος» προσδιόριζε εξ αρχής όλες τις σλαβικές φυλές ή μόνο μερικές από αυτές. Οι Βυζαντινοί του 6ου αιώνα αναφέρονται μόνο στους νότιους Σλάβους και περιστασιακά επίσης στους Ρώσους οι οποίοι ζούσαν στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Για εκείνους, ο όρος δήλωνε μόνο τους νότιους Σλάβους. Ο ιστορικός Ιορδάνης στα «Γετικά» του (34,35) διαχωρίζει το σύνολο των Σλάβων σε τρείς ομάδες: στους Βενετούς, τους Σλάβους και τους Αντες. Αυτή η διάκριση ενδεχομένως αντιστοιχεί στη σημερινή διαίρεση σε δυτικούς, νότιους και ανατολικούς Σλάβους. Εντούτοις, αυτή η αναφορά φαίνεται να αποτελεί έναν αυθαίρετο συνδυασμό. Σε ένα άλλο σημείο δηλώνει τους ανατολικούς Σλάβους με το όνομα «Βένετοι». Είναι πιθανόν να είχε βρεί τον όρο αυτόν σε κάποιους παλαιούς συγγραφείς και να είχε μάθει ο ίδιος προσωπικά τα ονόματα «Σλάβοι» και «Αντες». Με αυτόν τον τρόπο προέκυψε η  τριπλή διαίρεση.
Όλα τα επίσημα κείμενα του 7ου αιώνα αποκαλούν όλες τις σλαβικές φυλές, συλλήβδην τους νότιους και τους δυτικούς Σλάβους που υπάγονταν στο βασίλειο του πρίγκιπα Σάμο, απλώς «Σλάβους». Αν και ο Σάμο καλείται «κυβερνήτης των Σλάβων», ο λαός του αποκαλείται «οι Σλάβοι που ονομάζονται Βίντοι» (Sclavi cognomento Winadi). Τον 8ο και 9ο αιώνα οι Τσέχοι και οι Σλάβοι του Ελβα καλούνται γενικά «Σλάβοι» (επίσης Wens/Βενδοι), από τους Γερμανούς και τους Λατίνους χρονογράφους. Κατά τον ίδιο τρόπο, την περίοδο που έδρασαν οι ιεραπόστολοι των Σλάβων, Κύριλλος και Μεθόδιος, όλα τα κράτη δίνουν το όνομα «Σλάβος» χωρίς καμιά διάκριση για τους νότιους και τους δυτικούς Σλάβους. Όσον αφορά τους ανατολικούς Σλάβους ή Ρώσους, ο Ιορδάνης σημειώνει ότι στην αρχή της μετανάστευσής τους οι Γότθοι βρίσκονταν σε πόλεμο με το «έθνος των Σλάβων» (μάλλον πρόκειται για το έθνος που κατοικούσε στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως νότια Ρωσία). Το «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό», το οποίο λανθασμένα αποδίδεται στο μοναχό Νέστορα, τους αποκαλεί πάντοτε συλλήβδην «Σλάβους». Όταν αρχίζει να διηγείται την ιστορία της Ρωσίας, αναφέρεται στους Ρώσους, στους οποίους δεν αποδίδει ποτέ τον χαρακτηρισμό του Σλάβου. Επίσης αναφέρεται σε «Σλάβους της νότιας Ρωσίας», σε «Σλάβους του Νόβγκοροντ» και σε άλλους. Οι φυλές οι οποίες είχαν ήδη ενσωματωθεί στο ρωσικό βασίλειο αποκαλούνται απλώς ρωσικές φυλές, ενώ οι Σλάβοι της βόρειας Ρωσίας, που διατήρησαν κατά κάποια έννοια την ανεξαρτησία τους, χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο «Σλάβοι».
Συνεπώς, από τον 6ο αιώνα η έκφραση «Σλάβος» αποτελούσε γενικό προσδιορισμό όλων των σλαβικών φυλών. Οπουδήποτε μια σλαβική φυλή αποκτούσε μεγαλύτερη πολιτική σημασία και ίδρυε δικό της βασίλειο, το όνομά της γινόταν περισσότερο γνωστό ως προσδιορισμός, απωθώντας το γενικότερο όνομα «Σλάβοι». Όπου, όμως, οι Σλάβοι δεν επέτυχαν να αποκτήσουν δική τους πολιτική οντότητα αλλά παρέμεναν κάτω από την διακυβέρνηση ξένων κυβερνητών, διατήρησαν τον εθνικό προσδιορισμό «Σλάβοι». Μεταξύ των φυλών που κατάφεραν να διακριθούν, να αποκτήσουν αυτονομία και να κυριαρχήσουν σε μια περιοχή σχηματίζοντας δικό τους ανεξάρτητο βασίλειο και αποκτώντας ιδιαίτερο όνομα, ήταν οι Ρώσοι, οι Πολωνοί, οι Τσέχοι, οι Κροάτες και το εκσλαβισμένο τουρανικό φύλο των Βουλγάρων. Η παλαιότερη ονομασία «Σλάβοι» επιβίωσε στους Σλοβένους στους Σλοβάκου, στην επαρχία της Σλαβονίας μεταξύ της Κροατίας και της Ουγγαρίας, στους κατοίκους της τους Σλαβόνους και στους Σλοβίντσι (Slovinci) της Πρωσίας. Έως τους πιο πρόσφατους χρόνους, το όνομα αυτό ήταν συνηθισμένο μεταξύ των κατοίκων της περίφημης Δημοκρατίας του Ντουμπρόβνικ (Ραγούσας). Μέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα διατηρήθηκε από τους Σλάβους του Νόβγκοροντ στη βόρεια Ρωσία και από τους Σλάβους στον νότο τη Χερσονήσου του Αίμου. Το παλαιότερο έντυπο που είναι γραμμένο στα παλαιά Σλαβικά και χρονολογείται από τον 9ο αιώνα χρησιμοποιεί τη λέξη Slovene. (Σημειώνουμε εδώ ότι το πρώτο φωνήεν είναι « ο » και όχι « α », όπως στα Ελληνικά και τα Λατινικά).
Οι Σλάβοι κατάγονται από λαούς της ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας. Παρά το γεγονός ότι έχουν κοινή καταγωγή, δεν έχουν ισχυρή φυλετική ενότητα, λόγω της μακραίωνης ανάμειξης τους με πολλούς άλλους λαούς, όπως οι Τούρκοι, οι Τάταροι, τα φιννικά φύλα, οι Μογγόλοι, οι Γερμανοί κ.ά. επιπλέον, υπάρχουν εκσλαβισμένοι λαοί οι οποίοι έχουν εντελώς διαφορετική καταγωγή, όπως οι Βούλγαροι. Γενικά θεωρούντο γεωργικοί και ειρηνικοί λαοί, αν και οι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν αποδέχονται ότι οι Σλάβοι είναι ειρηνόφιλοι διότι έγιναν μισθοφόροι, όπως οι Σκύθες, οι Σαρμάτες, οι Γότθοι, οι Ούνοι, οι Αλανοί και οι Αβαροι. Η αμφισβητούμενη καταγωγή των Σλάβων έχει γίνει αιτία εμφάνισης πολλών θεωριών σχετικά με τον τόπο καταγωγής τους. Μία από αυτές παρουσιάζει ως τόπο προέλευσής τους τις ελώδεις περιοχές του Polesie στη Γαλικία. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, πρόγονοι των Σλάβων ήταν νεολιθικές φυλές που κατέλαβαν την περιοχή λίγους αιώνες πριν από τη χριστιανική εποχή. Οι ομοιότητες αυτών των «πρωτοσλάβων» με τους «πρωτοβαλτικούς» πληθυσμούς οδήγησε στη γένεση της θεωρίας περί μιας « πρωτοβαλτικής – σλαβικής περιόδου ». όλες αυτές οι απόψεις δεν είναι δυνατόν να τεκμηριωθούν επιστημονικά και επομένως παραμένουν απλώς εικασίες.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ

Όσον αφορά την αρχική κοιτίδα των Σλάβων, έχουν διατυπωθεί δύο βασικές θεωρίες οι οποίες αλληλοσυγκρούονται. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι κοιτίδα τους ήταν η περιοχή του Δούναβη απ΄ όπου διεσπάρησαν κινούμενοι βορειοανατολικά, διασχίζοντας τα Καρπάθια, τον ποταμό Βόλγα, την λίμνη Ιλμεν και την Κασπία θάλασσα. Η δεύτερη θεωρία πρεσβεύει ότι πρωταρχική τους αφετηρία είναι οι περιοχές μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Δνείπερου, απ΄ όπου μετακινήθηκαν πέρα από τα Καρπάθια, στη Βαλκανική χερσόνησο και τις Άλπεις και από εκεί μέχρι τον Οντερ και τον Ελβα. Το «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό» είναι η αρχαιότερη πηγή στην οποία αναφέρεται ότι κοιτίδα των Σλάβων ήταν πιθανότατα η περιοχή του ποταμού Δούναβη. Σε αυτό το χρονικό περιγράφεται με λεπτομέρειες πώς οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν από τον κάτω ρου του Δούναβη όπου βρίσκονταν σε όλες τις περιοχές που καταλαμβάνουν μέχρι σήμερα.
Οι κάτοικοι του Νορικού (σημερινής Αυστρίας) και οι Ιλλυριοί θεωρούνται Σλάβοι. Ο απόστολος Παύλος θεωρείται ιεραπόστολος των Σλάβων. Αυτή η άποψη διατυπώθηκε από μεταγενέστερους χρονογράφους και ιστορικούς συγγραφείς όλων των σλαβικών λαών όπως οι Pole Kadlubek (1206), Boguchwal (πεθ. 1253), Dlugos, Matej Miechowa, Decius, κ.ά. Μεταξύ των Τσέχων, αυτή η θεωρία υποστηρίχθηκε από τον Kozmaz (πεθ.1125), Dalimir (πεθ.1324), Johann Marignola (1355-1362), Pribik Pulkava (1374), V. Hajek (1541). Οι Ρώσοι επίσης υιοθέτησαν αυτές τις θεωρίες στηριζόμενοι στους πρώτους χρονογράφους τους, ενώ ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης που έζησε τον 15ο αιώνα δεν τις αποδέχθηκε. Οι νότιοι Σλάβοι έχουν υιοθετήσει αυτές τις θέσεις με προφανή πρόθεση να βασίσουν σε αυτές τις αξιώσεις τους για μια Σλαβική εκκλησία με τελετουργίες στη σλαβική γλώσσα. Σε μια πρώιμη περίοδο, σε επιστολή του πάπα Ιωάννη Ι΄ (914-29) προς τον Κροάτη πρίγκιπα (μπάνο) Tomislav και κάποιον τοπικό ηγεμόνα με το όνομα Michael, αναφέρεται μία παράδοση με βάση την οποία ο Άγιος Ιερώνυμος εφηύρε το σλαβονικό αλφάβητο. Αυτή η εικασία επιβίωσε μέσω των αιώνων και βρίσκει μέχρι σήμερα υποστηρικτές ακόμη και πέρα από αυτές τις χώρες αλλά και στην ίδια τη Ρώμη. Συνεπώς, εάν θα έπρεπε να ακολουθήσουμε αυστηρά τις γραπτές πηγές, ορισμένες από τις οποίες είναι άκρως αξιόπιστες, θα έπρεπε να υποστηρίξουμε τη θεωρία ότι το αρχικό λίκνο των Σλάβων ήταν η περιοχή κατά μήκος του Δούναβη και οι ακτές της Αδριατικής.
Ωστόσο, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η περιοχή απ΄ όπου αρχικά μετανάστευσαν είναι η λεκάνη του ποταμού Δνείπερου και η περιοχή που εκτείνεται από εκεί μέχρι τα Καρπάθια και τον ποταμό Βιστούλα. Είναι εύκολο να εξηγηθεί η προέλευση αυτής της άποψης. Κατά τις απαρχές της παλαιάς σλαβικής φιλολογίας, μεταφράσθηκαν στη Σλαβική στο πρώτο βασίλειο των Βουλγάρων τα βυζαντινά χρονικά του Γεωργίου Μοναχού ή Αμαρτωλού και Μαλάλα, τα οποία είχαν πολύ μικρή ιστορική αξία. Αυτά περιέχουν περιγραφές για τις μεταναστεύσεις των εθνών από την περιοχή του Σενάρ μετά τον κατακλυσμό. Σύμφωνα με αυτές τις αφηγήσεις, οι Ευρωπαίοι είναι απόγονοι του Ιαπετού, που ταξίδευσε από το Σενάρ μέσω της Μικράς Ασίας στα Βαλκάνια. Κατόπιν διαιρέθηκαν σε διάφορα έθνη και ακολούθησαν διάφορες κατευθύνσεις. Συνεπώς, ο Σλάβος αναγνώστης αυτών των χρονικών θα πίστευε ότι το αφετηριακό σημείο των μεταναστεύσεων των Σλάβων ήταν τα Βαλκάνια και η περιοχή του κάτω ρου του Δούναβη. Καθώς οι ιστορικοί κύρους τοποθετούν τα αρχαία φύλα των Ιλλυρίων σε αυτή τη περιοχή, ήταν απαραίτητο να τοποθετηθούν σε αυτήν και τα σλαβικά φύλα. Κατά τους ύστερους αγώνες που έδωσαν οι Σλάβοι για να διατηρηθεί η χρήση της γλώσσας τους στην Θεία Λειτουργία, αυτή η θεωρία ήταν πολύ πρόσφορη, δεδομένου ότι η έκκλησή τους έγινε με επίκληση της αυθεντικότητας των υποτιθέμενων σλαβονικών κειμένων του αγίου Ιερωνύμου και του αποστόλου Παύλου ακόμη. Οι απόψεις αυτές, οι οποίες είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένες μεταξύ του σλαβικού κόσμου, δεν αντιστοιχούν στα γεγονότα, αν και συχνά υιοθετούνται από ιστορικούς συγγραφείς. Μεταξύ των σλαβολόγων που υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία συγκαταλέγονται οι Kopitar, August Schloetzer, Safarik, N. Arcybasef, Fr. Racki, Bielowski, M. Drinov, L. Stur, Ivan P. Filevic, Dm. Samaokvasov, M. Leopardov, N. Zakoski και J. Pic. Εδώ έχουμε την καταγραφή μιας παράδοσης η οποία είναι έντονα ριζωμένη και εκτείνεται σε βάθος πολλών αιώνων, ευρισκόμενη ταυτόχρονα σε όλες τις πρωταρχικές ιστορικές αφηγήσεις-χρονικά και η οποία δεν συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα.
Σήμερα, οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στην άποψη ότι η πρωταρχική εστία των Σλάβων στην νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν η περιοχή μεταξύ του Βιστούλα και του Δνείπερου. Οι λόγοι για τους οποίους υποστηρίζουν αυτή τη θέση είναι η εξής: Πρώτον, οι μαρτυρίες των παλαιότερων αφηγήσεων περί των Σλάβων, οι οποίες υπάρχουν στα έργα των Πλινίου, Τάκιτου και Πτολεμαίου. Δεύτερον, οι στενές σχέσεις μεταξύ των σλαβικών και των λεττονικών φυλών, με αφετηρία το γεγονός ότι αρχικά οι Σλάβοι ζούσαν πολύ κοντά στους Λεττονούς και τους Λιθουανούς. Τρίτον, κάποιες ενδείξεις που αποδεικνύουν ότι οι Σλάβοι πιθανότατα να γειτνίαζαν αρχικά με τις φιννικές και τουρανικές φυλές. Παράλληλα, οι ιστορικές έρευνες έχουν τεκμηριώσει ότι οι θρακοϊλλυρικές φυλές δεν υπήρξαν πρόγονοι των Σλάβων, αλλά αποτελούσαν ανεξάρτητες φυλετικές οικογένειες, οι οποίες σχετίζονταν περισσότερο με τους Έλληνες.
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι στην περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου και κατά μήκος του ποταμού Δούναβη έζησαν Σλάβοι πριν από τον 1ο αιώνα. Από την άλλη πλευρά, ανασκαφές στην περιοχή του Δνείπερου και αρχαιολογικές ανακαλύψεις έφεραν στο φώς μόνο ίχνη των Θρακών. Επιπλέον, η κατεύθυνση της γενικής πορείας των μεταναστεύσεων των εθνών ήταν πάντοτε από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά και ποτέ προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκείνοι που υποστηρίζουν και συντηρούν τη θεωρία ότι οι Σλάβοι ήρθαν από την περιοχή του Δούναβη, επιδίωξαν να ενισχύσουν τις απόψεις τους χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα τα ονόματα διαφόρων τοποθεσιών που βρίσκονται στις συγκεκριμένες περιοχές και υποδεικνύουν πιθανή σλαβική καταγωγή. Εντούτοις, η ετυμολογία αυτών των ονομάτων δεν είναι απολύτως σωστή ή βέβαιη. Αφενός, κάποια σλαβικά ονόματα δόθηκαν σε αυτές τις περιοχές πολλούς αιώνες αργότερα. Αφετέρου, μια ονομασία δεν αποδεικνύει εκ των πραγμάτων σλαβική κατοχή της περιοχής σε κάποια περίοδο.
Επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η πιο βεβαία γεωγραφική κοιτίδα των Σλάβων βρισκόταν στην περιοχή κατά μήκος του Δνείπερου, εκτεινόμενη βορειοδυτικά έως τον Βιστούλα. Από αυτές τις εκτάσεις μετακινήθηκαν και διεσπάρησαν δυτικά και νοτιοδυτικά. Επιπλέον, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η μετανάστευση πιθανώς πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα απ΄ ότι γενικώς εικάζεται. Ενδεχομένως, να συντελέσθηκε με αργούς ρυθμούς και βαθμιαία. Η μία φυλή ωθούσε την άλλη και όλες μαζί κατά κύματα συνωθούντο προς τις ευρείες κοιλάδες μεταξύ της Βόρειας θάλασσας, της Αδριατικής και του Αιγαίου πελάγους. Σε ορισμένες περιόδους σημειώθηκαν αναταραχές κατά τη μετακίνηση των Σλάβων λόγω της διείσδυσης ασιατικών λαών, όπως οι Σκύθες, οι Σαρμάτες, οι Αβαροι, οι Βούλγαροι και οι Μαγυάροι, καθώς και εξαιτίας της γερμανικής μετανάστευσης από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Αυτές οι εισβολές-διεισδύσεις χώρισαν συγγενικές φυλές ή εισήγαγαν νέα στοιχεία μεταξύ τους. Εντούτοις, εάν αυτή η εγκατάσταση ιδωθεί συνολικά, θα παρατηρήσουμε ότι δεν διαταράχθηκε τόσο πολύ η συμβίωση αφού σε γενικές γραμμές οι συγγενικές φυλές συνταξίδεψαν και κατοίκησαν η μία κοντά στην άλλη στις νέες περιοχές, κατά τρόπον ώστε και σήμερα ολόκληρη η σλαβική ομοεθνία να παρουσιάζει μια φυσιολογική αλληλουχία ως προς τις επιμέρους φυλές της. Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα κάποιες μεμονωμένες σλαβικές φυλές φαίνεται ότι είχαν διασχίσει τα όρια της πρωταρχικής τους κοιτίδας και εγκαταστάθηκαν κατά περιόδους μεταξύ ξένων φυλών σε μια μεγάλη απόσταση από το λίκνο τους. Κάποιες περιόδους πάλι, αυτές οι «προφυλακές» αναγκάζονταν λόγω των περιστάσεων να επιστρέψουν στην αρχική τους εστία και να ενσωματωθούν και πάλι στο έθνος τους, μέχρι τη στιγμή που θα έβρισκαν μια μία ευκαιρία να υπερβούν και πάλι τα όριά του. 
Η κεντρική Ευρώπη είχε κατοικηθεί πιθανότατα κατά ένα μεγάλο μέρος από τους Σλάβους από την εποχή του Ατίλλα ή των μεταναστεύσεων των γερμανικών φυλών των Γότθων, των Λομβάρδων κ.ά. Αυτοί οι λαοί συγκρότησαν πολεμοχαρείς κάστες και στρατιωτικούς οργανισμούς οι οποίοι διακρίθηκαν στην Ιστορία λόγω των μαχών που έδωσαν. Επομένως, έχουν αφήσει πολύ περισσότερα ιστορικά ίχνη από αυτά που κατέγραψαν οι ιστοριογράφοι. Εντούτοις, οι Σλάβοι αποτέλεσαν τα χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού της κεντρικής Ευρώπης. Οι μεταναστεύσεις των άλλων φυλών τους άφησαν ανεπηρέαστους και όταν οι χρόνοι έγιναν ειρηνικότεροι, οι Σλάβοι επανεμφανίστηκαν στην επιφάνεια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί η παρουσία μεγάλου αριθμού Σλάβων σε αυτή την περιοχή αμέσως μετά το τέλος της περιόδου των μεταναστεύσεων και χωρίς κάποια συγκεκριμένη ιστορική αναφορά που να καταγράφει από πού ήλθαν, πότε ήλθαν και ποια ήταν η αφετηρία της αποδημίας τους.
Ως προς τον υλικό πολιτισμό τους και ειδικότερα τον στρατιωτικο-πολιτικό τομέα, είχαν επηρεασθεί πάρα πολύ από τους Γότθους. Είναι πολύ πιθανόν να υπήρξε κάποια πρωτοσλαβική γλώσσα. Μάλλον επρόκειτο για έναν συνδυασμό φυλετικών διαλέκτων οι οποίες με την πάροδο του χρόνου προέκυψαν ως διαφοροποιημένες σλαβικές γλώσσες. Παρά τις διαφορές, το κυρίως ενοποιητικό στοιχείο των Σλάβων σήμερα είναι η γλώσσα. Αν και είναι πολυπληθείς λαοί, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ενιαίο κράτος. Καθόλη την ιστορική τους διαδρομή έζησαν χωρισμένοι σε πολυάριθμες φυλές και κάθε φυλή περιελάμβανε πολλά κοινά στοιχεία με τις άλλες. Σε περίπτωση πολέμου, συνασπίζονταν αυτές οι φυλές σε συμμαχίες, οι οποίες όμως δεν φημίζονταν ούτε για τη σταθερότητα ούτε για τη διάρκειά τους, γεγονός που εξηγεί την ασθενή αντίστασή τους στις διάφορες εισβολές.
Στηριζόμενοι στα παραπάνω και συνοψίζοντας, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα: Οι Σλάβοι ήταν μέλη μιας αγροτοποιμενικής κοινωνίας και ζούσαν σε αρκετά μεγάλα χωριά που συνήθως περιβάλλονταν από υποτυπώδη τείχη κατασκευασμένα από πασσάλους. Οι μεταναστεύσεις που επιχείρησαν ήταν πολλές και τα εδάφη τα οποία εποίκησαν είχαν κατοικηθεί παλαιότερα από πολλούς άλλους λαούς. Στα μέσα της 1ης χιλιετίας π.Χ. την περιοχή που κατοικούν οι Σλάβοι τη διέσχισαν οι Κέλτες και οι Γερμανοί από τη Δύση, καθώς και οι Σκύθες και οι Σαρμάτες από την Ανατολή, κατά την πορεία τους προς το Δέλτα του ποταμού Δούναβη. Κατά τους επόμενους αιώνες, οι Σλάβοι συμβίωσαν με αυτούς τους λαούς και ανέπτυξαν πολιτιστικές σχέσεις μαζί τους. Τα γερμανικά φύλα εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του άνω ρου του ποταμού Οντερ και του νότιου ρου των ποταμών Βιστούλα και Οντερ χωρίς να ενοχλούνται από τους Σλάβους που ζούσαν εκεί, τους οποίους και υπέταξαν.
Τον 3ο μ.Χ. αιώνα, οι Γότθοι και οι Γέπιδες εγκατέλειψαν την περιοχή του κάτω ρου του Βιστούλα και τον 4ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στον Εύξεινο Πόντο. Εκεί δημιούργησαν ένα νέο κράτος με τη σύμπραξη ενός σλαβικού φύλου. Το 370 μ.Χ. εισέβαλαν σε αυτό οι Ούννοι και υπέταξαν τους Σλάβους και τους Γερμανούς. Η αυτοκρατορία των Ούννων κατέρρευσε και οι νέες μεταναστεύσεις των γερμανικών φυλών προς τη Δύση σηματοδότησε την αρχή της μεγάλης μετανάστευσης των Σλάβων. Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, οι Σλάβοι τέθηκαν διαδοχικά υπό την κυριαρχία των Σκυθών και των Σαμαρτών, των Γότθων, των Ούννων και των Αβάρων, τους οποίους ακολούθησαν ως υποτελείς στην επέκτασή τους προς τα δυτικά. Από τον 6ο αιώνα φέρονται να έχουν εγκατασταθεί σε γερμανικές περιοχές κοντά στον ποταμό Ελβα. Στην Χερσόνησο του Αίμου άρχισαν να κατέρχονται το 576 και ξανά το 746, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές περιοχές.
Η διαφοροποίηση των σλαβικών φύλων ήταν αποτέλεσμα αυτής της μετανάστευσης των Σλάβων. Πλέον, ως γεωργικοί πληθυσμοί με μόνιμη εγκατάσταση, οι Σλάβοι αρχικά υιοθέτησαν μια δημοκρατική οργάνωση του πολιτικού και του κοινωνικού τους βίου.

Η ΣΛΑΒΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ                       

Η πρωτόγονη σλαβική θρησκεία φαίνεται ότι είχε δεχθεί ισχυρές ιρανικές επιδράσεις. Οι Σλάβοι ήταν ανιμιστές και ο ανώτερος θεός τους ήταν ο θεός του κεραυνού. Η θρησκεία των αρχαίων Σλάβων είχε ως βάση προχριστιανικές θρησκευτικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν μεταξύ των Σλάβων της ανατολικής Ευρώπης. Για τους θρύλους και τους μ’ύθους των ειδωλολατρών Σλάβων υπάρχουν μόνο αποσπασματικές και διάσπαρτες πληροφορίες, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να ανακατασκευασθεί το σύστημα της θρησκείας τους ή να καταγραφεί το σλαβικό πάνθεο στο σύνολό του.
Εντούτοις, είναι γνωστές ορισμένες κοινές πεποιθήσεις μεταξύ των περισσοτέρων προχριστιανικών Σλάβων. Σύμφωνα με τη σλαβική μυθολογία, ο Θεός διέταξε τον διάβολο να μεταφέρει μια χούφτα άμμο από τον βυθό της θάλασσας και να δημιουργήσει τη γη με αυτή. Η σλαβική θρησκεία χαρακτηρίζεται συχνά από έναν δυϊσμό, με έναν μαύρο θεό που μνημονεύεται στις κατάρες και έναν λευκό θεό, τον οποίο επικαλούντο για να προστατεύσει ή να ελεήσει. Οι θεοί της αστραπής και της φωτιάς ήταν επίσης κοινοί. Οι αρχαίοι Ρώσοι φαίνεται ότι έστηναν τα είδωλά τους σε υπαίθριους χώρους, αλλά οι Σλάβοι της Βαλτικής έκτιζαν ναούς και στέγαζαν τους ιερούς χώρους όπου τελούσαν τις εορτές τους με θυσίες ζώων και ανθρώπων. Τέτοιες τελετές περιελάμβαναν συχνά και κοινοτικά συμπόσια στα οποία καταναλωνόταν η σάρκα των θυσιασμένων ζώων.
Γενικά, θεωρείται ότι οι πιο πρώιμες σλαβικές θρησκευτικές πεποιθήσεις βασίσθηκαν στην αποδοχή ότι ολόκληρος ο φυσικός κόσμος κατοικείται και διευθύνεται από πνεύματα και μυστηριώδεις δυνάμεις. Αργότερα, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου οι Σλάβοι απέκτησαν οργανωμένη πολιτιστική ζωή και αναμείχθηκαν με άλλους λαούς, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους έγιναν λιγότερο ανιμιστικές. Τα ασαφή πνεύματα της φύσης «ενανθρωπίστηκαν» μετατρεπόμενα σε θεότητες με ειδικές δυνάμεις και υποχρεώσεις. Ο ανώτατος θεός των ανατολικών και νότιων Σλάβων ήταν ο Περούν (Perun), θεός της αστραπής και του κεραυνού. Επειδή ήλεγχε τα στοιχεία της φύσης, την προστασία του επικαλούντο κυρίως σε εποχές συγκομιδής και σιτοδείας. Ένα άγαλμα του Περούν υπήρξε στο Κίεβο μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα. Ο Σβάρογκ (Svarog), ένας άλλος θεός ο οποίος ήταν γνωστός στους περισσότερους σλαβικούς λαούς, θεωρείτο πατέρας των θεών και βασιλιάς των ουρανίων υπάρξεων. Μεταξύ των γιών του συμπεριλαμβάνονταν ο Μπαζμπόγκ (Dazhbog), θεός του ήλιου και ο Σβάραζιτς (Svarazic), θεός της φωτιάς. Δύο άλλοι σημαντικοί θεοί της σλαβικής θρησκείας ήταν οι Μπιέλομπογκ (Byelobog, ο «λευκός θεός») και ο Τσέρνομπογκ (Chernobog, ο «μαύρος θεός»). Αυτοί οι δύο θεοί αντιπροσώπευαν της αντιμαχόμενες δυνάμεις του Καλού και του Κακού και αντικατόπτριζαν τη σλαβική πίστη σε έναν φυσικό δυϊσμό του σύμπαντος. Εντούτοις, διάφοροι μύθοι και τελετουργικά στοιχεία αποκαλύπτουν τη λατρεία και πολλών άλλων θεών συμπεριλαμβανομένης της λατρείας των γήινων θεοτήτων.
Οι Σλάβοι της Βαλτικής είχαν μια ιδιαίτερα πλούσια παράδοση και μια καλά οργανωμένη θρησκευτική ζωή. Τα θρησκευτικά τους κέντρα, οι ναοί, τα μαντεία και το ιερατείο τους, δημιουργήθηκαν κάτω από την επιρροή άλλων θρησκειών και ιδιαιτέρως των σκανδιναβικών. Οι θεοί των Σλάβων της Βαλτικής επινοήθηκαν αργότερα από εκείνους των άλλων Σλάβων, εξυπηρετώντας πολιτικούς σκοπούς. Πιθανώς η πιο ισχυρή σλαβική λατρεία της Βαλτικής ήταν εκείνη του Ραντογκόστ-Σβάραζιτς, η οποία συνέβαλε στη διατήρηση της συνοχής πολλών σλαβικών φυλών. Όταν τον 12ο αιώνα η Αρκόνα έγινε το σημαντικότερο σλαβικό πολιτικό κέντρο, ο θεός της Σβάντοβιτ (Svantovit) έγινε ο κυρίαρχος σλαβικός θεός και η σημαντικότερη ηλιακή θεότητα. Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού, οι μεγάλες θεότητες των Σλάβων εξαφανίσθηκαν, αν και πολλά στοιχεία τους επιβίωσαν στη λαϊκή παράδοση, με αποτέλεσμα οι ειδωλολατρικές ιεροτελεστίες να γίνουν αναπόσπαστο μέρος των θρησκευτικών τελετών των Χριστιανών πλέον Σλάβων.
Η σλαβική μυθολογία και θρησκεία εξελίχθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια των ετών. Μερικοί Σλάβοι εξερευνητές υποθέτουν ότι ορισμένα στοιχεία τους προέρχονται από τη νεολιθική ή πιθανώς και από τη μεσολιθική εποχή. Η σλαβική θρησκεία έχει πολυάριθμα κοινά γνωρίσματα με άλλες, η προέλευση των οποίων ανάγεται πρωτοϊνδοευρωπαϊκή θρησκεία. Πολλές γενεές Σλάβων καλλιτεχνών έχουν εμπνευσθεί από αυτή. Σε αντίθεση με την ελληνική ή την αιγυπτιακή μυθολογία, δεν υπάρχει κανένα αυθεντικά πρωτότυπο αρχείο ή αναφορά για τη σλαβική μυθολογία, διότι δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα ότι οι Σλάβοι είχαν οποιοδήποτε σύστημα γραφής πριν από τον εκχριστιανισμό τους. Επομένως, όλες οι αρχικές θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι παραδόσεις τους είναι πιθανόν ότι μεταδόθηκαν προφορικά από γενεά σε γενεά και πιθανώς λησμονήθηκαν με την πάροδο των αιώνων, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Πριν από τον εκχριστιανισμό τους, τα διάσπαρτα αρχεία της σλαβικής θρησκείας καταγράφηκαν από μη Σλάβους χριστιανούς ιεραποστόλους, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την ακρίβεια των στοιχείων που περιελάμβαναν στο έργο τους, ούτε υπήρξαν αντικειμενικοί στις καταγραφές των ειδωλολατρικών πεποιθήσεων.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα των αρχαίων σλαβικών ειδώλων και λαρνακών που έχουν αποκαλυφθεί, δεν μας παρέχουν αρκετά στοιχεία. Κατάλοιπα των παλαιών μυθολογικών πεποιθήσεων και των ειδωλολατρικών τελετών επιβιώνουν μέχρι τις ημέρες μας σε λαϊκά έθιμα, τραγούδια και ιστορίες όλων των σλαβικών εθνών. Η ανασύσταση των αρχαίων μύθων από τα υπολείμματα που επιβίωσαν στη λαογραφία κατά τη διάρκεια 1.000 ετών είναι ένας σύνθετος και δύσκολος στόχος που ενδέχεται να οδηγήσει τους ερευνητές σε παρεκβάσεις, και κατ΄ επέκταση, σε παρερμηνείες, συγχύσεις ή ακόμη και σε σαφείς παραποιήσεις και επινοήσεις.

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΗΓΕΣ     

Όπως ήδη ειπώθηκε, δεν υπάρχουν γραπτές πηγές σχετικά με τη σλαβική μυθολογία που να προηγούνται του κατακερματισμού της ενιαίας πρωτοσλαβικής ομοεθνίας σε δυτικούς, ανατολικούς και νότιους Σλάβους. Μια πιθανή εξαίρεση αποτελεί πιθανώς μια σύντομη σημείωση στο ιστορικό έργο του Ηροδότου, που αναφέρει μια φυλή των Νεύρων στον μακρινό Βορρά, για τους οποίους αναφέρει ότι μεταμορφώνονταν σε λύκους για ορισμένες ημέρες του χρόνου. Κάποιοι ερευνητές έχουν συνδυάσει αυτή την αναφορά με τη σλαβική δοξασία για τους λυκανθρώπους, ωστόσο είναι μάλλον απίθανο ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός να αναφέρεται σε κάποια σλαβική φυλή.
Η πρώτη καθοριστική γραπτή αναφορά στους Σλάβους και στη μυθολογία τους γίνεται από τον Βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο, ο οποίος στο έργο του De Bello Gothico παραθέτει τις δοξασίες ορισμένων νοτιοσλαβικών φυλών που διέσχιζαν τον Δούναβη πραγματοποιώντας διήμερες επιδρομές. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, αυτοί οι Σλάβοι λάτρευαν έναν μόνο θεό, Κύριο των πάντων, ο οποίος δρούσε με όργανα την αστραπή και τον κεραυνό. Αν και ο ιστορικός δεν αναφέρει ρητά το όνομα της θεότητας , μπορεί να υποτεθεί ότι κάνει λόγο για τον θεό που αποκαλείται Περούν σε μεταγενέστερες ιστορικές πηγές, αφού σε πολλές σλαβικές διαλέκτους μέχρι σήμερα Περούν σημαίνει «αστραπή» ή «βροντή». Ο Προκόπιος καταγράφει επίσης την πίστη τους σε διάφορους δαίμονες και νύμφες, αλλά δεν αναφέρει ονόματα.
Το «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό» είναι ένα σημαντικό έργο με πολλές αξιόλογες αναφορές στην ιδεολογία των ανατολικών Σλάβων. Το χρονικό εξιστορεί κατά γράμμα την ιστορία του ανατολικού σλαβικού κράτους. Αν και το χειρόγραφο συντάχθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα, περιέχει αντιγραφές από παλαιότερα κείμενα και περιγράφει τα γεγονότα που προηγούνται του εκχριστιανισμού των Ρώσων του Κιέβου. Δύο θεοί, οι Περούν και Βέλες/Βόλος (Veles/Volos), αναφέρονται σε κείμενα του 10ου αιώνα, σε συνθήκες ειρήνης μεταξύ ειδωλολατρών ηγεμόνων των ανατολικών Σλάβων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Αργότερα, ο χρονογράφος Νέστωρ περιγράφει το πάνθεο το οποίο εισήχθη από τον πρίγκιπα Βλαδίμηρο στο Κίεβο το 980. το πάνθεο του Βλαδίμηρου περιλαμβάνει τους Περούν, Χορς, Νταζμπογκ, Στριμπόγκ, Σιμάργκλ και Mokosh.
Ο Υπατιανός Κώδικας του «Παλαιού Ρωσικού Χρονικού» μνημονεύει τον Svarog, συγκρίνοντάς τον με τον ελληνικό θεό Ήφαιστο. Επίσης, είναι πολύ σημαντικά τα χωρία στο ανατολικό σλαβικό έπος με τίτλο «Ιστορία της εκστρατείας του Ιγκόρ», στο οποίο καταγράφονται οι θεοί Βέλες, Νταζμπόγκ και Χορς. Το «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό» χρονολογείται περί τα τέλη του 12ου αιώνα, μολονότι η αυθεντικότητα αυτού του έργου είναι συζητήσιμη. Τα περισσότερα και πλουσιότερα γραπτά αρχεία αφορούν τη δυτική σλαβική ειδωλολατρία και ιδιαίτερα τις φυλές των Βένδων και των Πολάβιων, οι οποίες κατέστη δυνατόν να εκχριστιανισθούν μόλις κατά το τέλος του 12ου αιώνα. Οι Γερμανοί ιερείς και ιεραπόστολοι, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στις ειδωλολατρικές δοξασίες, μας κληροδότησαν εκτενείς αναφορές σχετικά με τα παλαιά μυθολογικά συστήματα τα οποία αγωνίσθηκαν να εξαλείψουν. Ωστόσο, αυτοαναιρούνται από τα «ευσεβή ψέματα» που χρησιμοποιούν προκειμένου να παρουσιάσουν τους ειδωλολάτρες Σλάβους ως αιμοδιψείς βαρβάρους. Δεδομένου ότι κανένας από εκείνους τους ιεραποστόλους δεν έμαθε τη σλαβική γλώσσα, τα γραπτά τους αποτελούν ένα μείγμα πολύτιμων πληροφοριών, λαθών, σύγχυσης, καθώς και εκτεταμένης υπερβολής.
Σημαντικές πληροφορίες περιλαμβάνει ένα χρονικό με συγγραφές τον Τίτμαρ του Μέρσεμπουργκ των αρχών του 11ου αιώνα, ο οποίος περιγράφει έναν ναό στην πόλη Ρίντεγκοστ ή Ράνταγκαστ όπου λατρευόταν ο μεγάλος θεός Ζουαράσιτς (Σβάρογιτς). Σύμφωνα με τον Τίτμαρ, αυτό ήταν το πιο ιερό μέρος στη γη των παγανιστών Σλάβων και για αυτούς ο θεός Σβάρογιτς ήταν μια από τις πιο σημαντικές θεότητες.
Ένα άλλο πολύτιμο έγγραφο είναι το Chronica Slavorum, γραμμένο προς τα τέλη του 12ου αιώνα από τον Helmold, έναν Γερμανό ιερέα. Αυτός αναφέρει τον «δαίμονα» Zerneboh (Crnobog), τον θεό Porenut, τη θεά Siwa, μερικές απροσδιόριστες θεότητες των οποίων τα αγάλματα είχαν πολλά κεφάλια. Τέλος, αναφέρει τον μεγάλο θεό Σβάντεβιτ, που λατρευόταν στη νήσο Ruegen και που ήταν, σύμφωνα με τον Helmod, ο πιο σημαντικός θεός όλων των δυτικών Σλάβων. Το τρίτο αναμφισβήτητα σημαντικό αρχείο προέρχεται από τον Δανό χρονογράφο Saxo Grammaticus, ο οποίος στο έργο του Gesta Danorum περιέγραψε τον πόλεμο που διεξήγαγε το 1168 ο Δανός βασιλιάς Βάλντεμαρ εναντίον των Βένδων του Ruegen, την κατάκτηση της πόλης τους στο ακρωτήριο Arcona και την καταστροφή του μεγάλου ναού του Σβάντεβιτ που υπήρχε εκεί. Ο Saxo περιέγραψε σχολαστικά τη λατρεία του Σβάντεβιτ, τα έθιμα που τη συνόδευαν, καθώς και το υψηλό, τετρακέφαλο άγαλμα του θεού. Επίσης ανέφερε τα πολυκέφαλα αγάλματα των θεών των άλλων σλαβικών φυλών και Rugievit, Porewit και Porentius.
Η τέταρτη σημαντική πηγή είναι τρείς βιογραφίες του Γερμανού πολεμιστή-επισκόπου αγίου Οττο, ο οποίος στις αρχές του 12ου αιώνα ηγήθηκε πολλών στρατιωτικο-ιεραποστολικών εκστρατειών στις περιοχές όπου ζούσαν τα σλαβικά φύλα της Βαλτικής θάλασσας. Σύμφωνα με αυτά τα χειρόγραφα, ο πιο σημαντικός σλαβικός θεός ήταν ο Triglav, του οποίου οι ναοί στο Στετίνο ήταν σεβαστά μαντεία. Σε ορισμένες πόλεις λατρευόταν ο πολεμικός θεός Gerovits (πιθανή παραφθορά του Jarovit), μια σλαβική θεότητα πιθανώς ταυτισμένη με τον Jarilo της ανατολικής σλαβικής παράδοσης.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ        

Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φώς πολλά αγάλματα προχριστιανικών σλαβικών θεών. Το 1848 στις όχθες του ποταμού Zbruch της Σλοβενίας βρέθηκε ένα υψηλό λίθινο άγαλμα, με τέσσερα πρόσωπα καλυμμένα από έναν λίθινο πίλο. Λόγω της ομοιότητάς του με την περιγραφεί που δίνει ο Saxo για το μεγάλο είδωλο που βρισκόταν στο ναό του Ruegen, το άγαλμα αυτό ταυτίσθηκε με μια αναπαράσταση του Svantevit, μολονότι δεν είναι βέβαιο ότι πρόκειται για το γνήσιο Svantevit του Ruegen. Ανακαλύφθηκαν και αλλού διάφορα πολυκέφαλα αγάλματα. Ένα μικροσκοπικό τετρακέφαλο άγαλμα του 10ου αιώνα, χαραγμένο επάνω σε οστό, ανακαλύφθηκε στα ερείπια της Πρεσθλάβας, πρωτεύουσας των μεσαιωνικών Βουλγάρων τσάρων. Ένα σχέδιο δικεφάλου ανθρώπου σε καθιστή στάση, εγχάρακτο σε ξύλο, ανακαλύφθηκε σε ένα νησί στη λίμνη Tollensesee κοντά στο Neubrandenburg. Κατά τον Μεσαίωνας σ΄ αυτή την περιοχή κατοικούσε η σλαβική φυλή Dolenain, της οποίας το όνομα επέζησε ως ονομασία για την ομώνυμη λίμνη. Επιπλέον, ένα τρικέφαλο άγαλμα ανακαλύφθηκε στη Δαλματία σε έναν λόφο που έφερε το όνομα Suvid, όχι μακριά από την κορυφή του όρους Dinara (Troglav).
Εκτός των άλλων, έχουν ανακαλυφθεί υπολείμματα διαφόρων σλαβικών λαρνακών. Αρχαιολογικές ανασκαφές στο ακρωτήριο Arcona της νήσου Ruegen έχουν ανακαλύψει τα ερείπια ενός μεγάλου ναού και μιας πόλης, η οποία ταυτίζεται με εκείνην που περιγράφει ο Saxo. Στο Νοβγκοροντ, στην αρχαία «σκήτη» του Περούν, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα απομεινάρια μιας λάρνακας η οποία πιθανότατα ήταν αφιερωμένη στον Περούν. Η λάρνακα αποτελείται από μια ευρεία κυκλική πλατφόρμα στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ένα άγαλμα. Η πλατφόρμα περιβάλλεται από μία τάφρο, στην οποία περιέχονται τα ερείπια θυσιαστικών βωμών. Τα απομεινάρια μιας ακρόπολης με παρόμοια αρχιτεκτονική ανακαλύφθηκαν σε μια τοποθεσία με το δηλωτικό όνομα Pohansko (Paganic), κοντά στη Πεσθλάβα.
Τα πολυκέφαλα αγάλματα και τα υπολείμματα των λαρνακών με τα πολλαπλά θυσιαστήρια επιβεβαιώνουν τις γραπτές αναφορές των Χριστιανών ιεραποστόλων σχετικά με τη λατρεία των πολυκέφαλων σλαβικών θεοτήτων και μαρτυρούν ότι η αρχαία σλαβική μυθολογία έδινε μεγάλη έμφαση στη λατρεία τέτοιας μορφής. Τέλος, σημαντικά είναι και τα θραύσματα διαφόρων αγγείων, δείγματα του πολιτισμού της Ρωσίας, τα οποία κατασκευάσθηκαν τον 4ο αιώνα. Ο Ρώσος αρχαιολόγος Μπόρις Ρυμπάκωφ (Boris Rybakov) ερμήνευσε ορισμένα σύμβολα που είναι χαραγμένα επάνω τους ως ντοκουμέντα του αρχαίου σλαβικού ημερολογίου.   


ΜΙΧΑΗΛ Σ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΘ. ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ SBS ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ


βιβλιογραφία: Όλη Ελληνική και ξενόγλωσση σχετική με το παρών θέμα



Ασπαρούχ( Βούλγαρος ηγεμόνας (χαν))


Στην επόμενη ανάρτηση : Η εθνοτική καταγωγή των βουλγάρων