διδάκτορας Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
«Σύμφωνα με το Σύνταγμα εγώ είμαι ο αρχιστράτηγος, αλλά το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) είναι υπό τον Πρωθυπουργό. Το ίδιο και η Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών (ΜΙΤ). Εγώ έχω μόνο εβδομαδιαίες συναντήσεις μαζί τους». Οι αναφορές αυτές ανήκουν στον Πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν. Έγιναν στις 5 Μαΐου 2016 σε συνάντηση που είχε στο προεδρικό μέγαρο με μια ομάδα βουλευτών του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Περισσότερο από ένα μήνα πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Έρντογαν προσπαθούσε με αυτά τα λόγια να εξηγήσει τη σημασία της κορύφωσης των διεργασιών υιοθέτησης του προεδρικού συστήματος. Κατά τον ίδιο, ήταν μεγάλη η ανάγκη μεταφοράς της ηγεσίας του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών υπό τον πολιτικό έλεγχο του Προέδρου του κράτους εάν επρόκειτο η χώρα να κάνει ακόμα ένα βήμα αλλαγής του πολιτειακού συστήματος.
Στις 28 Ιουλίου 2016, δηλαδή 13 μέρες μετά την πραξικοπηματική απόπειρα, σε συνάντηση που είχε και πάλι με μια ομάδα βουλευτών –αυτή τη φορά από πολλά κοινοβουλευτικά κόμματα– ο Έρντογαν πρότεινε μια ευρεία συνεργασία στην υπόθεση μεταφοράς του ελέγχου της κεντρικής ηγεσίας του στρατού και της ΜΙΤ στον πρόεδρο του κράτους. Παράλληλα πρότεινε τη μεταφορά του ελέγχου των υπόλοιπων σωμάτων του στρατού στο υπουργείο Άμυνας.
Η συγκεκριμένη του πρόταση ήρθε ως συνέχεια του πρώτου κυβερνητικού διατάγματος που εκδόθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και με το οποίο τα σώματα της στρατοχωροφυλακής (Jandarma) και η ακτοφυλακή τέθηκαν υπό τον πολιτικό έλεγχο του υπουργείου Εσωτερικών.
Οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των δύο αυτών «προτροπών» του Έρντογαν σε βουλευτές (πριν και μετά το πραξικόπημα) για την περαιτέρω ενίσχυση των προεδρικών αρμοδιοτήτων σε σχέση με τον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίας έχουν ως εξής: Η πρώτη είναι ότι ο στόχος για προεδρικό σύστημα στην Τουρκία τέθηκε σε ένα πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η δεύτερη και σημαντικότερη είναι ότι μεταξύ των δύο συναντήσεων μεσολάβησε η απόπειρα πραξικοπήματος, η αποτυχία της οποίας τελικά αποτέλεσε κομβικό σημείο στα «αιτήματα» Έρντογαν.
Η αποτυχία της επίδοξης χούντας ήταν, όπως υπογράμμισε ο Έρντογαν τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου 2016, ένα «θέλημα Θεού» αφού δημιούργησε την απαραίτητη νομιμοποιητική βάση μιας ολοκληρωτικής αλλαγής του τουρκικού στρατού. Το κυβερνητικό διάταγμα υπ’ αριθμό 669 του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα του τουρκικού κράτους στις 31 Ιουλίου 2016.
Πρόκειται για το κυβερνητικό διάταγμα που περνά δικαιωματικά στη σύγχρονη ιστορία της χώρας ως το κείμενο εκείνο που άλλαξε ριζικά τη δομή του στρατού της Τουρκίας. Μέσα σε μερικές γραμμές, συμπυκνώθηκε η προσπάθεια πολλών και διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων που για ολόκληρες δεκαετίες «ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν» να μεταρρυθμίσουν τις ένοπλες δυνάμεις.
Χωρίς καμιά απολύτως διαβούλευση, χωρίς καν την άποψη άλλων κομμάτων επί του θέματος, η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε σε συνθήκες ενός καθεστώτος εξαίρεσης, σε όλα αυτά που δεν έκανε σε σχέση με το στρατό τα προηγούμενα 14 χρόνια της διακυβέρνησης της.
Με το συγκεκριμένο τρίτο στη σειρά κυβερνητικό διάταγμα:
1) Άλλαξε η σύνθεση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου. Από 14 στρατιωτικούς και 2 πολιτικά στελέχη που συμμετείχαν, τώρα αποτελείται από 10 πολιτικά πρόσωπα και 4 στρατιωτικούς. Μάλιστα, στις 23 Αυγούστου 2016, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο συνήλθε υπό τη νέα του σύνθεση για δεύτερη φορά μετά τις 15 Ιουλίου.
2) Οι πολεμικές σχολές και τα στρατιωτικά λύκεια έκλεισαν. Στη θέση τους ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας υπό την αιγίδα του αντίστοιχου υπουργείου.
3) Όλα ανεξαιρέτως τα εργοστάσια, εργαστήρια και ναυπηγεία που ήταν στην ιδιοκτησία των Ενόπλων Δυνάμεων, μεταφέρθηκαν στο υπουργείο εθνικής Άμυνας.
4) Μερικές από τις αρμοδιότητες των στρατιωτικών δικαστών μεταφέρθηκαν στο υπουργείο εθνικής Άμυνας, ενώ σχεδιάστηκε ήδη η κατάργηση όλων των στρατιωτικών δικαστηρίων.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό διάταγμα υπ’ αριθμό 671 που ακολούθησε, καταργήθηκε ο όρος ότι ο Αρχηγός των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ) θα πρέπει να επιλέγεται μεταξύ των επικεφαλής των σωμάτων του στρατού. Μέχρι σήμερα ο επικρατέστερος για να ηγηθεί των ενόπλων δυνάμεων ήταν ο επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων της Τουρκίας.
Πλέον όλοι οι αξιωματικοί στη βαθμίδα του στρατηγού είναι υποψήφιοι για να αναλάβουν την αρχηγία των ΤΕΔ, κάτι που θα γίνεται μετά από εισήγηση της κυβέρνησης και έγκριση από τον Πρόεδρο του κράτους.
Στα πλαίσια του ίδιου κυβερνητικού διατάγματος έγινε και μια άλλη σημαντική αλλαγή στις αρμοδιότητες του Αρχηγού των ΤΕΔ.
Αφαιρέθηκε η λέξη «ειρήνη» από τη φράση «είναι ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων σε περίοδο πολέμου και ειρήνης», η οποία καθόριζε το καθεστώς του εν λόγω στρατηγού ακόμα και σε περιόδους ειρήνης. Τώρα με την αλλαγή, τα καθήκοντα του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ σε περιόδους ειρήνης ασκούνται αποκλειστικά στο όνομα του Προέδρου του κράτους. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο των αστραπιαίων κινήσεων για αλλαγή της δομής του στρατού, μπορούν να ιδωθούν και παρόμοιες αλλαγές που ήδη δημοσίευσε η τουρκική κυβέρνηση για το μέλλον των μυστικών υπηρεσιών της χώρας.
Συγκεκριμένα, η ΜΙΤ μπαίνει σε μια πορεία αναδιάρθρωσης στα πρότυπα παρόμοιων υπηρεσιών στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Η δομή της οργάνωσης θα διαχωριστεί σε δύο μεγάλα μέρη, την εσωτερική και εξωτερική υπηρεσία πληροφοριών.
Η πτυχή των πληροφοριών εξωτερικού θα είναι απευθείας συνδεδεμένη με τον Πρόεδρο του κράτους, ενώ η υπηρεσία εσωτερικών πληροφοριών θα μεταφερθεί στην αστυνομία και στη στρατοχωροφυλακή υπό την πολιτική εποπτεία του υπουργείου εσωτερικών. Το κεντρικό σώμα συντονισμού των δύο αυτών υπηρεσιών θα ονομαστεί «μονάδα συντονισμού πληροφοριών» και θα είναι επίσης συνδεδεμένη με το προεδρικό μέγαρο.
Οι νέες στρατιωτικές παραδόσεις
Η κεντρική φιλοσοφία πίσω από τη συνολική αναδιάρθρωση του στρατού είναι η όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιτυχία στην αποκέντρωση της στρατιωτικής εξουσίας και αρμοδιότητας. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, το ΓΕΕΘΑ δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί τη «μία και μοναδική» ιεραρχία.
Ο Αρχηγός ττων ΤΕΔ τίθεται υπό τον πολιτικό έλεγχο του Προέδρου του κράτους, ενώ τα σώματα του στρατού μπαίνουν στην πολιτική εποπτεία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Επομένως η παραδοσιακή «κεμαλική» θέση του ΓΕΕΘΑ ως του μοναδικού κέντρου στρατιωτικής ιεραρχίας αμφισβητείται και μετατρέπεται περισσότερο σε ένα «κέντρο συντονισμού» των ενόπλων δυνάμεων.
Με αυτό τον τρόπο υπολογίζεται ότι μια νέα πιθανή πραξικοπηματική απόπειρα, που θα ξεκινήσει με πρώτο στόχο την κατάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας, θα μπορεί να εμποδιστεί από την αρχή.
Η στρατιωτική εξουσία και επιρροή «διχοτομείται» και διαμοιράζεται ανάμεσα σε μια σειρά πολιτικών και πολιτειακών θεσμών. Οι στρατιωτικές δραστηριότητες, η στρατιωτική δικαιοσύνη, ακόμα και η στρατιωτική εκπαίδευση, μεταφέρονται «κάτω» από το πολιτικό σύστημα και όχι παράλληλα με αυτό.
Έτσι η τουρκική κυβέρνηση επιθυμεί να θέσει «αμυντικά όρια» με μηχανισμούς καλύτερου ελέγχου του στρατού, αλλά και με δομές που θα παρεμποδίζουν τη δημιουργία μονοπωλίων εξουσίας πέραν του επίσημου κράτους.
Προβληματικές πτυχές του συντηρητικού εκδημοκρατισμού
Είναι γεγονός ότι η γενική κατεύθυνση αλλαγής της δομής και του περιορισμού της επιρροής του στρατού κινούνται προς μια «κανονική» κατεύθυνση. Αφήνει όμως πίσω της πολλά ερωτηματικά. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ επέλεξε τη στρατηγική εργαλειοποίηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και της έκδοσης κυβερνητικών διαταγμάτων για να προχωρήσει σε κάποια από τα μέτρα που βρίσκονταν ούτως ή άλλως στο πολιτικό της πρόγραμμα σε περιόδους πλατιάς εκλογικής νομιμοποίησης. Προτίμησε να αμφισβητήσει τις παραδόσεις αιώνων που περιβάλλουν τον τουρκικό στρατό μέσα σε μερικά μόνο εικοσιτετράωρα.
Ο πολιτικός καταιγισμός σε έναν από τους πιο αυταρχικούς, αλλά συνάμα και πιο συγκροτημένους θεσμούς εξουσίας της χώρας, όπως ήταν ο στρατός, δημιουργεί αντιδράσεις και επιπλοκές σε κλίμακες του ίδιου του στρατιωτικού προσωπικού που νιώθει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι χάνει μέρος των προνομίων του.
Παράλληλα ο τρόπος της αλλαγής της δομής του στρατού χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική απουσία ρόλου σε άλλες πολιτικές δυνάμεις. Στο παρόν στάδιο, το συγκεκριμένο στοιχείο δεν προκαλεί ζημιά στην εξουσία Ερντογάν εξαιτίας της πλήρους κοινωνικής απονομιμοποίησης του στρατού μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Όμως κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ότι η μέθοδος των αλλαγών μόνο μέσα από την έκδοση κυβερνητικών διαταγμάτων δεν θα προκαλέσει νέες ρήξεις εντός των δομών εξουσίας με αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων ανταγωνισμών και κρίσεων.
Ως προέκταση των πιο πάνω, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, που αφήνει πίσω της αυτή η προσπάθεια του ΑΚΡ, είναι η επιβολή ενός «κομματικού» ορθολογισμού. Ο στρατός οικοδομείται με τρόπο που μελλοντικά να «ανοίξει» πλήρως προς μια μονοπωλιακή επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογικής και πολιτικής εξουσίας.
Ο νέος τρόπος που υιοθετείται στην πρόσληψη των νέων αξιωματικών, των μεταθέσεων, των προαγωγών και των διορισμών της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας μαρτυρούν μια προσπάθεια, τα επόμενα χρόνια, ο συντηρητικός ιδεολογικός προσανατολισμός και η κομματική αφοσίωση να επικρατήσουν έναντι άλλων κριτηρίων. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η νέα δομή των στρατιωτικών σχολών με τη μορφή του πανεπιστημίου εθνικής άμυνας.
Η βασική θεώρηση του ΑΚΡ ήταν ότι το προηγούμενο μοντέλο εκπαίδευσης αξιωματικών ήταν αποκομμένο από το «πραγματικό έθνος» της Τουρκίας. Οι στρατιωτικές σχολές λειτουργούσαν ως κλειστές κεμαλικές-κοσμικές κοινωνίες και επομένως ανάθρεφαν προσωπικότητες μιας «ξένης ελίτ» που δεν είχε καμιά σχέση με τις παραδοσιακές αξίες μιας θρησκευόμενης κοινωνίας.
Όπως λέει ο Σιερέφ Μάλκοτς, σύμβουλος του Προέδρου Ερντογάν, «η κλειστή τους εκπαίδευση παρήγαγε πραξικοπηματίες και συμμορίτες, ενώ τώρα θα μορφώνονται με τρόπο που να μην είναι αποκομμένοι από την κοινωνία και το έθνος». Επομένως, εάν τελικά εφαρμοστούν πλήρως και χωρίς προβλήματα οι προαναφερθείσες πολιτικές αλλαγές, ο προσανατολισμός που θα επιδιωχθεί δεν θα είναι μια απλή «κανονικοποίηση» της θέσης του τουρκικού στρατού στο πολιτικό σύστημα.
Αντίθετα, ο στόχος είναι μακροπρόθεσμος και αφορά στη δημιουργία ενός νέου στρατιωτικού συνόλου, πλήρως προσαρμοσμένου στην παρούσα ιδεολογική ηγεμονία, ο οποίος με την ύπαρξή του να πιστοποιεί και το είδος της νέας συλλογικής ταυτότητας της χώρας. Είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο άλλωστε που το εγχείρημα του Ερντογάν δεν θα είναι καθόλου εύκολο.
Εξαφανίζεται η αυτονομία του τουρκικού στρατού Η μεγαλύτερη ιδεολογικο-πολιτική αλλαγή που προετοιμάζεται στην Τουρκία σε σχέση με τον στρατό κατά τη μετά της πραξικοπηματικής απόπειρας, περίοδο είναι η «εξαφάνιση» της αυτονομίας του από το πολιτικό σύστημα.
Η δομική αλλαγή μέσα από τα κυβερνητικά διατάγματα επιδιώκει να σταθεροποιήσει ένα νέο σχήμα: Οι ανάγκες του στρατού να μην καθορίζουν πλέον τη δομή και το περιεχόμενο της κρατικής εξουσίας, αλλά αντίθετα οι ανάγκες του κράτους να υπηρετούνται μεταξύ άλλων και από το στρατό. Υπό αυτή την έννοια η ιστορική σημασία των προαναφερθέντων κυβερνητικών διαταγμάτων επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση μιας συγκεκριμένης βαρύτητας της στρατιωτικής αυτονομίας στην Τουρκία.
Με τη δημιουργία του, αλλά πολύ περισσότερο με τις αλλαγές που πετύχαινε προς όφελός του μετά από κάθε πραξικοπηματική επέμβαση, ο στρατός της Τουρκίας οικοδόμησε μια υπερσυγκεντρωτική δομή, η οποία την ίδια στιγμή διέθετε ένα είδος ασυλίας απέναντι στον πολιτικό και δημοκρατικό έλεγχο. Ο στρατός ήταν μια ολοκληρωμένη «παράλληλη δομή», πολλές φορές υπεράνω της πολιτικής εξουσίας που λειτουργούσε με ένα περίβλημα κηδεμονίας της κοινωνίας.
Η συγκεντρωτική δομή του τουρκικού στρατού ιστορικά, καθιστούσε το τουρκικό ΓΕΕΘΑ και τον Αρχηγό του, ως τα μοναδικά και απόλυτα κέντρα εξουσίας σε ολόκληρη την αλυσίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας και των μηχανισμών λήψης αποφάσεων. Από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τις στρατιωτικές μονάδες, από τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς μέχρι και τα ζητήματα πειθαρχίας και στρατηγικής ανάπτυξης, όλες οι δραστηριότητες και αποφάσεις ήταν εξαρτημένες από το ΓΕΣ και τον επικεφαλής του.
Με μια πρώτη ματιά, αυτού του είδους ο συγκεντρωτισμός δεν μπορεί παρά να είναι «φυσιολογικός» για ένα στράτευμα. Όμως ο συνδυασμός του συγκεντρωτισμού με την πολιτική και οικονομική αυτονομία, αλλά και με τις ιστορικές παραδόσεις, δημιουργούσε ανυπέρβλητα προβλήματα στην υπόθεση του εκδημοκρατισμού και της αποδυνάμωσης του καθεστώτος κηδεμονίας.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΣΥΛΙΑ
Επιπλέον, ο συνδυασμός του συγκεντρωτισμού και της ιδιαίτερης ασυλίας της στρατιωτικής ηγεσίας της Τουρκίας, βοηθούσε στη διχοτόμηση του δημόσιου χώρου και της πολιτικής ζωής. Για πολλές δεκαετίες στη χώρα κυριαρχούσε το σχήμα των «στρατιωτικών πεδίων» που ήταν χωριστά και αυτόνομα από τα «πολιτικά πεδία». Τα «στρατιωτικά πεδία» ήταν κλειστά σε κάθε δημοκρατικό έλεγχο και λογοδοσία. Αντίθετα, τα «πολιτικά πεδία» ήταν πάντοτε ανοιχτά στην αξιολόγηση, έλεγχο και παρέμβαση της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας.
Τα «θέματα του στρατού» καθορίζονταν μόνο από τον ίδιο το στρατό, ενώ τα «θέματα των πολιτικών» έπρεπε να καθορίζονται πάντα σε αρμονία με τις ανάγκες των στρατιωτικών. Σε αυτή την ισορροπία η κυρίαρχη αντίληψη ήθελε την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων να ήταν περίπου μια «κάστα ειδικών», ενώ η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία γινόταν αντιληπτή ως επιρρεπής στα λαϊκά (και «λανθασμένα») αιτήματα. Έτσι για πάρα πολλές δεκαετίες η έννοια του καθεστώτος κηδεμονίας με την οποία περιγραφόταν συχνά – πυκνά το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας, ήταν ουσιαστικά ένα στρατιωτικό καθεστώς κηδεμονίας, κάποτε φανερό και κάποτε υπόγειο.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας "Φιλελεύθερος" της Κύπρου
Πηγη:Onalert.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου