Σελίδες

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΥΡΙΝΗΣ 2017

Παναγία Γοργοϋπήκοος, Ι.Μ. Δοχειαρίου Άγιον Όρος

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ
              Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου


Εἶπεν ὁ Κύριος· «Ὅταν δὲ νηστεύητε…» (Ματθ. 6,16)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ τελευταία ἡμέρα καταλύσεως. Αὔριο εἶνε ἡ ἀρχὴ μι­ᾶς νέας περιόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, περι­ό­δου ἱερῶν ἀγώνων, πνευματικῆς περισυλλο­γῆς καὶ καλλιεργείας. Ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἂν εἶχα ἕνα πίνα­κα, θὰ ἔ­­γραφα· Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἴσον – τί; Πολ­λὰ ὡραῖα πράγματα καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα νηστεία.
Νηστεία; Μόλις ἀκούσουν τὴ λέξι νηστεία, μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸ μοντέρνο, κοροϊδεύ­ουν. Στὸν αἰῶνα αὐτόν, λένε, ἔρχεστε καὶ μι­λᾶτε γιὰ νηστεία;… Προσπαθοῦν νὰ πείσουν ὅλους, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε διάταξις τῶν παπάδων· τὴν ἔκαναν, λένε, οἱ παπᾶδες, γιὰ νὰ τρομοκρατοῦν καὶ νὰ ἐκμεταλλεύωνται τὸ λαό. Τί ἔχουμε νὰ τοὺς ἀ­παντήσουμε;
* * *
Ἡ νηστεία δὲν εἶνε διαταγὴ τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων, δὲν εἶνε διαταγὴ ἀνθρώ­πων· εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ ἐδόθη στὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἀνοίξετε τὴν ἁ­γία Γραφή, θὰ δῆτε στὴν ἀρχὴ τῆς Γενέσεως, ὅτι ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν πρῶτο ἄν­θρω­πο σ᾿ ἕνα ἐκλεκτὸ περιβάλλον, μέσα στὸν παρά­δεισο, καὶ ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ τοῦ ἔδωσε ποιά ἦταν· Εἶστε ἐλεύθεροι νὰ κόβετε καρποὺς ἀπ᾿ ὅλα τὰ δέντρα, τὰ μυριάδες δέντρα· σὲ ἕνα ὅμως δέντρο δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ πλησιάσετε· γιατὶ ἂν φᾶτε ἀπὸ τὸ δέντρο αὐτό, «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2,17). Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐντολή. Ἦταν δύσκολη; Εὔκολη, πολὺ εὔκολη ἦταν· αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὸ κάνῃ ὁ Ἀδάμ. Ἐν τούτοις δὲν ἄκουσε τὸ Θεό, παρέ­βη τὴν ἐντολή του, καὶ ὡς συνέπεια ἦρθε ἡ γνωστὴ συμφορὰ στὴν ἀνθρωπότητα.
Πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ τοῦ κακοῦ ἄρχισαν ἔπειτα νὰ τηροῦν τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ νηστεύουν ὅσοι ἦταν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Νήστεψε ὁ θεόπτης Μωυσῆς ποὺ ἀξιώ­θη­κε νὰ λάβῃ τὶς δέ­κα ἐντολὲς στὸ Σινά, νή­στεψε ὁ Δαυῒδ ὁ προ­φήτης καὶ βασιλεύς, νήστεψε ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ Τρεῖς Παῖδες ἐν κα­μίνῳ, νήστεψε ὁ Ἠ­λίας, νήστεψε ὁ ᾿Ιωάν­νης ὁ Πρόδρομος ποὺ ζοῦσε μὲ ἄγριο μέλι καὶ ἀκρίδες, νήστεψαν ὅλοι.
Ἡ νηστεία συναντᾶται καὶ ἐκτὸς τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δὲ νήστευαν μό­νο οἱ ᾿Ιουδαῖοι. Νήστευαν κι ἄλλα ἔθνη· καὶ Ἀσ­σύ­ριοι, καὶ Βαβυλώνιοι κ.ἄ.. Μποροῦμε νὰ ποῦ­με ὅτι ἡ νηστεία εἶ­νε ἕνας παγκόσμιος θεσμός.
Περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὅμως νήστεψε­ ­­– ποιός; Ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Σα­ράντα μέρες στὴν ἔρημο οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤ­πιε. Καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου καὶ μίμησιν τῆς νηστείας του ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε τὴ νηστεία αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Πέρα τώρα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ἡ νηστεία συνιστᾶται καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς, ἀπὸ τὴν ἰ­ατρικὴ ἐπιστήμη. Ἐπιστήμονες διεθνοῦς κύ­ρους σὲ ἰατρικὰ συνέδρια διεκήρυξαν, ὅτι τὴν ὑ­γεία βλάπτει ἡ πολυφαγία καὶ μά­λιστα ἡ κρεοφαγία. Κρεοφάγοι ἔγιναν τώρα οἱ ἄν­θρω­­ποι. Τόν­νοι κρέατος καταναλίσκονται. Ὑ­πάρχει ὑ­ποψία, ὅτι καὶ ὁ καρκίνος ἔχει σχέσι μὲ τὴν κρεοφα­γία. Κι ἄλλες ἀσθένειες αἰ­τία ἔ­χουν τὴν πολυ­φαγία. Ὅπως εἶπαν, ὁ λαίμαργος καὶ κοιλιόδουλος «σκάβει τὸ λάκκο του μὲ τὸ πιρούνι καὶ τὸ κουτάλι του».
Τόσο σχετίζεται μὲ τὴν ἐπιβίωσι τοῦ ὀργανι­σμοῦ ἡ νηστεία, ὥστε κάποτε νηστεύουν καὶ ζῷα ἀ­κόμα. Ἂν ἐπισκεφθῆτε ἕνα ζωολογι­κὸ κῆπο τὸ χειμῶνα, μπορεῖ νὰ δῆτε λ.χ. τὴν ἀρ­κούδα νὰ μὴν τρώῃ· πέφτει σὲ χειμερία νάρκη γιὰ τρεῖς – τέσσερις μῆνες. Φαίνεται, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε ὠφέλιμη, καθαρίζει τὸ πεπτικὸ σύστημα, ἀναπαύει κι ἀνανεώνει τὸν ὀργανισμὸ τοῦ ζῴου, γιὰ νὰ ξυπνήσῃ πάλι τὴν ἄνοιξι μὲ τὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδόνων.
Ἡ νηστεία λοιπὸν συνιστᾶται ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἀπὸ τὴ φύσι καὶ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ νηστεία τέλος εἶνε καὶ ἕνα μέσο οἰκονομίας. Ζοῦμε σὲ δύσκολες ἐποχές· ὅλοι φωνάζουν οἰκονομία οἰκονομία. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, στὸ χωριό μου ἀλλὰ καὶ στὴ Μακεδονία, κρέ­ας ἔτρωγαν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· ἦταν νηστευταί. Τώρα γίναμε κρεοφάγοι· τόσο πολύ, ποὺ οὔτε Τετάρτη οὔτε Παρασκευὴ οὔ­τε Μεγά­λη Παρασκευὴ σταματοῦμε. Γέμισε ὁ τόπος ψησταριές. Ὅπως λέω, καὶ τὰ χορτάρια νὰ γί­νουν μοσχάρια, δὲ φτά­νουν νὰ μᾶς θρέψουν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγουμε συνεχῶς κρέατα, τὸ συν­άλ­λαγμα φεύγει ἔξω καὶ πλουτίζουμε ἄλλους.
Καὶ τὸ κράτος μας λέει ψέματα. Φωνάζουν «λιτότης» καὶ «οἰκονομία» καὶ ἐπιβάλλουν φο­ρολογίες βαρειές. Ἀλλά, γιὰ νὰ εἴ­μεθα συνεπεῖς, πρέπει πρῶτα νὰ περικοποῦν ὅλα τὰ περιττὰ ἔ­ξοδα, τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρί­ων ποὺ πετοῦν οἱ διάφοροι δῆμοι (τῶν Πατρέ­ων, τῶν Ἀθηναίων κ.ἄ.) γιὰ τὸν καρνάβαλο…
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ σβή­σουν μὲ τὴ γομμολάστιχα τοῦ διαβόλου ἀπὸ τὸ λεξικὸ τῆς ἀνθρωπότητος τὴ λέξι νηστεία.
* * *
Ἡ νηστεία εἶνε θεσμὸς ἱερός, ἔχει βαθειὲς ῥί­ζες, εἶνε ἀναγκαία ἀπὸ κάθε πλευρά. Ἀλλὰ ποιά νηστεία; Νὰ κάνουμε διάκρισι. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία λέῃ νηστεία, δὲν ἐννοεῖ ν’ ἀπέχῃ μό­νο τὸ λαρύγγι, τὸ στομάχι καὶ ἡ κοιλιὰ ἀπὸ τὰ λεγόμενα τερψιλαρύγγια φαγητά. Δὲν ἀρκεῖ αὐτό. Τί ἄλλο χρειάζεται; Τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ νηστέψῃ ὅλος ὁ ἄνθρωπος.
 Νὰ νηστέψῃ ἀπὸ ἁμαρτήματα σαρ­κικῶν ἀ­πολαύσεων. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια —μὴ παρεξη­γηθῶ ποὺ τὸ λέω—, ἔμπαινε νηστεία; τὰ ἀν­τρό­γυνα δὲν πλησίαζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἅ­για ἀντρόγυνα. Τώρα σμί­γουν καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, τίποτα δὲ σέβονται. Ἀλκοολικοί, κοιμοῦνται μεθυσμέ­νοι μὲ τὶς γυναῖκες τους κ’ ἔπειτα γεννοῦν ἀνάπηρα παιδιά. Τότε νή­στευ­αν ὄχι μόνο ἀπὸ φαγη­τὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κά­θε σαρκικὴ ἐπαφή, καὶ ζοῦ­σαν καὶ γεννοῦ­σαν γερὰ παιδιά. Τὸ νὰ ἀπέχῃ ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸν ἄντρα ἕνα διάστημα δημιουργεῖ πιὸ εὔ­ρω­στη νέα γενεά. Τώρα γίνονται πράγματα κτηνώδη. Περάσαμε καὶ τὰ ζῷα· αὐ­τὰ εἶνε πιὸ πειθαρχημένα, ἔχουν ὡρισμένη περίοδο ποὺ πλη­σι­άζει τὸ ἀρσενικὸ τὸ θηλυκὸ καὶ μετὰ ἠ­ρε­μοῦν. Νήστεψε λοιπόν, ἐσὺ ἀντρόγυνο, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, περί­μενε τὸ Πάσχα, νὰ κοινω­νήσῃς τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ μετὰ ἐπανέρχεσθε στὰ συζυγικά.


 Νὰ νηστέψουν τὰ πόδια. Νὰ μὴν πηγαίνουν σὲ κέντρα ἁμαρτίας, πορνείας καὶ μοιχείας· νὰ πηγαίνουν στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ λέμε «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκη­νώ­ματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,1).
 Νὰ νηστέψουν τὰ χέρια ἀπὸ κλο­πές, ἁρ­παγές, ψευδορκίες καὶ κάθε εἴδους ἀτιμία.
 Νὰ νηστέψουν τὰ μάτια ἀπ’ τὰ αἰσχρὰ θεάματα. Πόσο δύσκολη ἡ νηστεία αὐτή! Ἂν δὲν τρῶς κρέας, ἀλλὰ «τρῶς» γυμνὲς σάρκες, δὲ νηστεύεις. Σαράν­τα μέρες κλεῖσε τὴν τηλεό­ρασι. Ἂν πρόκειται νὰ εἶσαι ὧρες κάθε βράδυ στὴν ὀθόνη, προτι­μότερο νὰ μὴν εἶχες μάτια. Αὐτὸ εἶνε ὀφθαλ­μοπορνεία – ὀφθαλμομοιχεία.
 Νὰ νηστέψουν τὰ αὐτιὰ ἀπὸ αἰ­σχρὰ λόγια καὶ τραγούδια. Δὲ μᾶς τά ᾿δωσε ὁ Θεὸς γι’ αὐ­τό· μᾶς τά ᾽δωσε γιὰ ν’ ἀκοῦμε τὰ λόγια του.
 Νὰ νηστέψῃ ἀκόμη – ποιός; Ἡ γλῶσσα ἀπὸ τὸ ψέμα, τὴ διαβολή, τὴ συκοφαντία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴ βλασφημία. Νά ἁγία νηστεία.
 Καὶ τώρα ἡ πιὸ δύσκολη νηστεία – στὸ Ἅγιο Ὄρος τὴν κάνουν οἱ ἀσκηταί. Ποιά εἶνε; Νὰ νηστέψῃς ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς· ἀπὸ λογισμοὺς πορνείας, μοιχείας, ἐκδικήσεως, μί­σους, ὑπερηφανείας, γαστριμαργίας, κ.λπ..
Αὐτὴ εἶνε ἀληθινὴ νηστεία· νὰ νηστεύῃ ὁ ὅ­λος ἄνθρωπος, σῶμα καὶ ψυχή. Ἡ νηστεία τῶν τροφῶν μόνο δὲν ἀρκεῖ. Ἀπ’ αὐ­τῆς τῆς πλευρᾶς ὁ διάβολος εἶνε ὁ μεγαλύ­τερος νηστευτής! ὡς πνεῦμα ποὺ εἶνε, δὲν τρώει τί­ποτε. Τί νὰ τὸ κάνῃς ὅμως; Ἔχει ὅλη τὴν κακία, καὶ γι’ αὐτὸ εἶνε στὴν κόλασι.
* * *
Τελειώνοντας, θὰ συστήσω κάτι πιὸ συγκεκριμένο. Στοὺς ἄντρες λέω· νηστέψτε ἀπὸ τσι­γάρο. Καλὰ ἔκαναν αὐτοὶ ποὺ δι­έ­ταξαν, πάνω στὰ πακέττα νὰ ζωγραφίζεται ἕνας καρκίνος. Κάπνισε, σοῦ λέει, ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρῃς θὰ πά­θῃς καρκίνο. Καὶ στὶς γυναῖκες λέω· νηστέψτε ἀπὸ κα­τάκρισι. Ἅμα συναν­τη­θοῦν δυὸ γυναῖκες, ἀρχίζει τὸ κοτσομπολιό. Μπρὸς λοιπόν! γιὰ νὰ δῶ τί χριστιανοὶ εἶ­στε· καὶ θὰ χα­ρῶ πολύ, ἂν μάθω ὅτι ἀγωνίζεσθε.
Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἀληθινὴ νηστεία. Ὡς πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς βεβαίως ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἐπιεικής. Ὅταν κανεὶς εἶνε ἄρρωστος, τοῦ ἐπιτρέπει καὶ Μεγάλη Ἑβδομά­δα νὰ φάῃ. Εἶνε μά­να, ἔχει ἀγάπη καὶ στορ­γή. Γιὰ τὸν ἄρ­ρωστο, τὸ γάλα, τὸ βούτυρο, τὸ κρέας εἶνε φάρ­μακο. Χίλιες φορὲς νά ’νε γερὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ νηστεύῃ· ὅ­ταν ὅμως ἀσθενῇ, ἂς καταλύσῃ· στοὺς ἀρρώ­στους ἐπιτρέπεται.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι, μικροὶ – με­γάλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ἂς τηρήσουμε τὴ νηστεία ὅ­πως τὴν περιέγραψα, «καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης» θὰ εἶνε μεθ᾿ ἡμῶν (Β΄ Κορ. 13,11)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἡ ἐλεημοσύνη

Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου



Θὰ σᾶς μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου, καὶ θὰ παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχή.Ἤθελα σήμερα, ἂν μποροῦσα, νὰ κάνω τὰχέρια σας χρυσᾶ, νὰ τὰ κάνω χέρια ἁγίων καὶ ἀγγέλων –τί χαρὰ θὰ ἦταν αὐτὸ καὶ γιὰ μένα! Μὰ πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ γίνῃ; Προσέξτε.


Ἀπὸ αὔριο ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή,ποὺ χαρακτηρίζεται βέβαια ἀπὸ νηστεία. Ἀλλὰ ἡ νηστεία πρέπει νὰ συνοδεύεται κι ἀπὸ ἄλλες ἀρετές, καὶ κυρίως ἀπὸ τὴ συγχώρησι καὶ τὴν ἐλεημοσύνη. Γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη μίλησε σήμερα ὁ Κύριος στὸ εὐαγγέλιο. Ἀπὸ ἀρνητικῆς πλευρᾶς εἶπε· «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς  ἐπὶ  τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου  κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι»· καὶ ἀπὸθετικῆς πλευρᾶς εἶπε·«θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν  θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις  ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν» (Ματθ. 6,19-20). Θὰ προσπαθήσω λοιπὸννὰ ζωγραφίσω μπροστά σας τὴν ἐλεημοσύνη ὅπως τὴ διδάσκει τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο.

Κατ᾽ ἀρχήν, ἀγαπητοί μου, νὰ ξεκαθαρίσο με τὸ ἔδαφος. Διότι ἡ ἐλεημοσύνη σήμερα ἔχει ἐχθρούς, φανατικοὺς θεωρητικοὺς ἐχθρούς. Εἶνε, λένε, μιὰ ἀνάξια πρᾶξι καὶ πρέπει νὰ σβηστῇ ἀπ᾽ τὸ λεξικό· εἶνε ἀρετὴ τῶν ἀφεντάδων, ἀπομεινάρι τοῦ φεουδαρχισμοῦ· δὲν ἔχει θέσι στὸ σύγχρονο κόσμο. Ἐμεῖς θέλουμε, λένε, νὰ φτειάξουμε μιὰ κοινωνία στὴν ὁποία δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἀνάγκη ἐλεημοσύνης, γιατὶ ἁπλούστατα δὲν θὰ ὑπάρχουν φτωχοί.

Σύνθημά τους εἶνε· «Γιὰ ὅλους ψωμί, ροῦχο, φάρμακο, ἄνεσις». Ἀλλ᾽ ἐὰν αὐτὸ τὸ λένε αὐτοὶ μιὰ φορά, ἐμεῖς τὸ λέμε χίλιες. Πόθος κάθε Χριστιανοῦ εἶνε νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας· γι᾽ αὐτὸ λέμε στὸν οὐράνιο Πατέρα «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (Ματθ. 6,10· καὶ θ. Λειτ.) . Πρέπει ὅμως νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι τὰ μεγαλεπήβολα προγράματα ποὺ ὑπόσχονται παγκόσμια εὐτυχία ὥστε ἡ ἐλεημοσύνη νὰ περιττεύῃ, προσκρούουν σὲ ἕνα θλιβερὸ παράγοντα ποὺ τὰ ματαιώνει· κι αὐτὸς εἶνε ἡ ἀνθρώπινη κακία. Ὅπου νὰ πᾶμε, σὲ ὁποοδήποτε καθεστώς, θὰ συναντήσουμε τὸ φτωχό, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ἔτσι ἀποδεικνύεται ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅτι «Οὐ μὴ ἐκλί πῃ ἐνδεὴς ἀπὸ τῆς γῆς σου» (Δευτ. 15,11) ·μπορεῖ νὰ ἐλαττωθῇ ἡ δυστυχία, ἀλλὰ δὲν θὰ λείψῃ τελείως ὁ φτωχὸς πάνω στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι «Τοὺς πτω  χοὺς πάντοτε ἔχετε μεθ᾽ ἑαυτῶν» , πάντα θὰ ὑπάρχουν φτωχοὶ δίπλα σας (Ματθ. 26,11) . Συνεπῶς, ὅσο ὑπάρχουν φτωχοί, ἡ ἐλεημοσύνη θά ᾽νε ὁ ἥλιος ποὺ θερμαίνει τὸν κόσμο.

Ἀλλ᾽ ὅταν λέμε ἐλεημοσύνη δὲν τὴν ἐννοοῦμε ὅπως ὁ κόσμος· τὴν ἐννοοοῦμε ὅπως τὴν ἐννοεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. «Ἐλεεῖτε» (Ἰδ. 22)· ναί, ἀλλὰ ἡ ἐλεημοσύνη πρέπει νὰ εἶνε καθαρή . Ὅπως καὶ μιὰ σταγόνα δηλητήριο μέσα στὸ πιὸ ἐκλεκτὸ φαγητὸ τὸ κάνει ἄχρηστο, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ σταγόνες κακίας, ὅταν πέσουν μέσα στὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἀχρηστεύουν. Ἡ ἐλεημοσύνη πρέπει νὰ εἶνε καθαρὴ πρῶτον ἀπὸ κλοπή, δεύτερον ἀπὸ ἀνηθικότητα, τρίτον ἀπὸ κενοδοξία, καὶ τέταρτον ἀπὸ λύπη.
 Πρῶτον καθαρὴ ἀπὸ κλοπή . Ὑπάρχουν ἄνθρωποι μὲ τεράστιες περιουσίες, ποὺ δὲν τὶς ἀπέκτησαν μὲ τίμια μέσα. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο κανείς δὲν μπορεῖ νὰ πλουτήσῃ. Καὶ τί κάνουν· ἀπὸ τὰ χίλια κλεμμένα, τὰ «νομίμως» κλεμμένα, δίνουν τὸ ἕνα, καὶ ῥίχνουν «στάχτη στὰμάτια» τοῦ λαοῦ. Δὲν εἶνε αὐτὸ ἐλεημοσύνη,εἶνε ὑποκρισία. Δὲν εἶπε ὁ Χριστὸς νὰ γδύσῃςτὸν ἕνα γιὰ νὰ ντύσῃς τὸν ἄλλο. Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας στὴν Ἀκαρνανία, συνάντησα στὴν ἐπαρχία τοῦ Βάλτου κάποιο λῃστή, ποὺ λυμαινόταν τὴν περιφέρεια (εἶχε κλέψει, εἶχε κάψει, εἶχε σκοτώσει), καὶ μετὰ ἔκανε φιλανθρωπίες·ἔχτιζε καμπαναριά, ἀφιέρωνε εἰκόνες, προίκιζε κορίτσια…· ἀπ᾽ τὰ κλεμμένα σκόρπιζε ἕνα μέρος γιὰ ἐλεημοσύνη. Αὐτὴ ἡ ἐλεημοσύνη εἶνε λῃστρική, δὲν εἶνε θεάρεστη. Δὲν μπορεῖς νὰ γδύνῃς τὸ λαό, νὰ παίρνῃς ἑκατομμύρια, μετὰ νὰ ῥίχνῃς στὸ δίσκο τῆς ἐκκλησίας ἕνα χιλιάρικο, καὶ νὰ θέλῃς νὰ σ᾽ ἔχουν γιὰ εὐεργέτη.
 Ἡ ἐλεημοσύνη ἔπειτα πρέπει νά ᾽νε καθαρὴ ἀπὸ ἀνηθικότητα. Κάποιοι ὅλο τὸ χρόνο εἶνε σκληροὶ καὶ ἀπάνθρωποι, καὶ τώρα τὶς ἀπόκριες γίνονται φιλάνθρωποι! Τί κάνουν αὐτοί· διοργανώνουν «φιλανθρωπικοὺς» χορούς· ὑπὲρ τῶν φυματικῶν, ὑπὲρ τῶν ἀναπήρων, ὑπὲρ τοῦ ἄλφα ἀσύλου, ὑπὲρ τοῦ βῆτα ἱδρύματος. Οἱ ἄσπλαχνοι, τώρα λὲς καὶ ἀπέκτησαν φτερὰ ἀγγέλων κ᾽ εἶνε ἕτοιμοι νὰ κάνουν ἐλεημοσύνη… Λάθος! Δὲν ἀπατώμεθα.

Τὸ Εὐαγγέλιο δὲ σοῦ λέει, νὰ μαζέψῃς νέους καὶ νέες καὶ ν᾽ ἀρχίσετε ἐκεῖ χοροὺς ποὺοὔτε οἱ ἄγριοι χορεύουν. Ὄχι, δὲν εἶνε δεκτὰ τὰ χρήματα αὐτά· εἶνε «τριάκονταἀργύρια» ἀτιμίας καὶ διαφθορᾶς. Ἐὰν μία πόρνη ἀμετανόητη –ὄχι μετανοημένη–ἔρθῃστὴν ἐκκλησία καὶ προσφέρῃ ἕνα καντήλι στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἱερεὺς δὲν τὸδέχεται· ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ τὸ χαρακτηρίζει «μίσθωμα  πόρνης» (Δευτ. 23,19· πρβλ.Μιχ. 1,7. Παρ. 19,13)· μακριὰ τέτοιο χρῆμα.
 Ἡ ἐλεημοσύνη ἀκόμα πρέπει νὰ εἶνε καθαρὴ ἀπὸ κενοδοξία . Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· ἡ ἐλεημοσύνη εἶνε πρᾶξις μυστική, μία μυσταγωγία. Ὄχι λοιπὸν ὅταν κάνῃς ἐλεημοσύνη νὰ τρέχῃς ἀμέσως στὴν ἐφημερίδα νὰ γραφῇ στὴ στήλη,ὄχι νὰ γραφῇ τὸ ὄνομά σου στὴν πλάκα ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἢ τὸ ὀρφανοτροφεῖο κ.λπ..

Τὸ Εὐαγγέλιο λέει «νὰ μὴ ξέρῃ τὸ ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τὸ δεξί σου» (Ματθ. 6,3) · οὔτε ἡ γυναί-κα σου νὰ μὴ γνωρίζῃ τὴν ἐλεημοσύνη σου.
Τέλος, ἡ ἐλεημοσύνη νά ᾽νε καθαρὴ ἀπὸ λύπη. Τί θὰ πῇ αὐτό· ὅταν ἐλεῇς νὰ μὴ λυπᾶσαι. «Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ αὐτὸν ποὺ δίνει μὲ χαρούμενο τὸ πρόσωπο» (Β΄ Κορ. 9,7) . Νὰ χαίρεσαι ὅπως ὅταν εἰσπράττεις τὸ μισθό σου καὶ ἀπείρως περισσότερο . Νὰ κάνῃς τὴν ἐλεημοσύνη μὲ χαρά. Ὁ γεωργὸς ὅταν σκορπάει τὸ σπόρο δὲ λυπᾶται· χαρὰ ἔχει, ἐλπίζει ὅτι ἕνα ἔσπειρε - ἑκατὸ θὰ θερίσῃ. Κι ὅποιος καταθέτει στὴν τράπεζα τὸ κεφάλαιό του, δὲ λυπᾶται· γιατὶ τὸ ποσὸ αὐτὸ θὰ τὸ πάρῃ μαζὶ μὲ τόκο. Κ᾽ ἐσὺ γεωργὸς καὶ καταθέτης εἶσαι· χαρὰ νὰ ἔχῃς, γιατὶ αὐτὸ ποὺ δίνεις θὰ αὐξηθῇ. Ὑπάρχουν πολλὲς τράπεζες, ἐγὼ θὰ σᾶς συστήσω μία· εἶνε τράπεζα οὐράνια, δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ χρεωκοπήσῃ ποτέ, καὶ δίνει τὸ μεγαλύτερο ἐπιτόκιο. Εἶνε τράπεζα ἀσφαλισμένη· κι ἂν ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς διαλυθοῦν, αὐτὴ θὰ μείνῃ· εἶνε ἡ τράπεζα τῆς ἐλεημοσύνης καὶ φέρει τὴν ἐπιγραφὴ «Θησαυρίζε τε θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ…»(ἔ.ἀ.). Ἐδῶ ἐμπιστευθῆτε τὶς καταθέσεις σας, καὶ νά ᾽στε βέβαιοι ὅτι μιὰ μέρα θὰ εἰσπράξετε ἑκατονταπλάσια ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δίνετε τώρα. –Αὐτά, παπούλη, νὰ πᾷς νὰ τὰ πῇς στοὺς πλουσίους, ὄχι σ᾽ ἐμᾶς· ἐμεῖς εἴμαστε φτωχοί.Ποιός τὸ λέει αὐτό; ποιός φωνάζει καὶ λέει «Ἐγὼ εἶμαι φτωχός»; Ὅσο φτωχὸς καὶ νά ᾽σαι, δὲν εἶσαι πιὸ φτωχὸς ἀπὸ τὴ χήρα ἐκείνη ποὺ εἶχε ἕνα δίλεπτο καὶ τό ᾽δωσε, καὶ ὁ Χριστὸς εἶ πε ὅτι Ἄλλοι ἔδωσαν ἀπὸ τὸ περίσσευμά τους ἐνῷ αὐτὴ ἔδωσε ἀπὸ τὸ ὑστέρημά της (βλ. Μᾶρκ. 12,42-44. Λουκ. 21,1-4) . Ποιός λέει πὼς εἶνε φτωχός; Ἐγὼ τὸν βλέπω νὰ ἔχῃ τὸ χέρι σφιχτὸ ὅταν πρόκειται νὰ δώσῃ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ στὸ φιλόπτωχο, ἀλλοῦ ὅμως τὸν βλέπω νὰ σκορπάῃ.

Πόσα ξοδεύουν οἱ ἄντρες γιὰ τὰ τσιγάρα τους; οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ πιὸ φτωχιές, γιὰ τὰ καλλυντικά τους; πόσαδίνουν γιὰ διασκεδάσεις, θεάματα, λαχεῖα καὶ τυχερὰ παιχνίδια, γιὰ ματαιότητες; Τεράστια ποσά, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν τόσα καλά. «Εἶμαι φτωχός»; Φτωχοὶ ἦταν καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ἀλλὰ διαβάστε τὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, νὰ δῆτε τί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴ «λογία» (Α΄ Κορ. 16,1-2) . Εἶχαν σύνθημα «Νηστεύσωμεν, ἵνα ἐλεήσωμεν» ! μιὰ μέρα τὸ μῆνα ἢ τὴ βδομάδα ὥριζαν νηστεία,τελεία νηστεία, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ δὲν ἔτρωγαν τίποτα, κι αὐτὰ ποὺ θὰ ξώδευαν γιὰ φαγητὸ τά ᾽διναν γιὰ φιλανθρωπία.Ἄλλοι, μὴ ὀρθόδοξοι, ἐφαρμόζουν τὸ σύνθημα αὐτό· ἐμεῖς, οἱ ἀπόγονοι ἁγίων καὶ μαρτύρων, τί κάνουμε;



Ἡ ἁγία Φιλοθέη π.χ., ποὺ εἶχε τεράστια περιουσία, στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τὰ σκόρπισε ὅλα καὶ ἔσωσε κόσμο ἀπὸτὴ δυστυχία. Ὁ ἄγγελος τῆς Ἑλλάδος σήμερα κλαίει καὶ πενθεῖ· ῥίχνει μιὰ ματιὰ στὴν Ἀθήνα, στὴν Πάτρα, στὸ Βόλο…, καὶ βλέπει ἕνα λαὸ νὰ ὀργιάζῃ, νὰ ξοδεύῃ τεράστια ποσά,νὰ δίνῃ ἑκατομμύρια γιὰ τὸ διάβολο…

Θέλω, ἀδελφοί μου, ὅπως σᾶς εἶπα, ἂν μπορέσω, νὰ κάνω τὰ χέρια σας χρυσᾶ. Καὶ θὰ γίνουν χρυσᾶ, ἂν ἀνοίξουν σὲ ἐλεημοσύνη. Θὰ μ᾽ ἀκούσετε; Ἀλλὰ κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσετε, ἐγὼ τὸ χρέος μου τὸ ἔκανα. Λέει κάπου ἡ Ἀποκάλυψις· Ὅταν φτάσῃ μέρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ βουλώ-σουν τ᾽ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκοῦνε τὸν κήρυκατοῦ εὐαγγελίου, τότε θὰ σαλπίσουν «ἑπτὰ σάλπιγγες» (Ἀπ. 8,6 κ.ἑ.), καὶ τότε θ᾽ ἀνοίξουν ὅλα τ᾽ αὐτιά.Καὶ τώρα βαράει σάλπιγγα στὴν Ἑλλάδα, σαλπίζει ὁ ἀρχάγγελος· καὶ ὅμως «οὐκ ἦν ἀκρόασις» (Γ΄ Βασ. 18,26) οὐδὲ μετάνοια ἀκόμη στὸν κόσμο…

Εὔχομαι νὰ περάσετε τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἐν εἰρήνῃ, μετανοίᾳ, νηστείᾳ καὶ ἐλεημοσύνῃ, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἔνδοξη ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ· ἀμήν

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-

                ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ
           Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13-14)
ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, γνωρίζουμε ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, προτοῦ νά ᾽ρθῃ ὁ Κύρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν κόσμο, οἱ ἄν­θρωποι ἦ­ταν εἰδωλολάτρες.


Τί θὰ πῇ εἰδωλολατρία. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν διάφορα φυσικὰ φαινόμενα καί, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ τους, τὰ φαινόμενα αὐτὰ τὰ θεοποι­οῦσαν. Ἔβλεπαν π.χ. τὸν κεραυνὸ νὰ πέφτῃ καὶ νὰ καίῃ, καὶ εἶπαν· ἡ φωτιὰ εἶνε θεός. Ἔ­βλεπαν τὸν ἥλιο νὰ λάμπῃ, καὶ εἶπαν· ὁ ἥ­λιος εἶνε θεός· καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχουν λαοὶ ποὺ ἔχουν θεὸ τὸν ἥλιο ἢ λατρεύουν ὡς θεὸ τὴ φωτιά, εἶνε πυρολάτρες. Ἄλλοι πάλι ἔ­βλεπαν τὸ νερὸ νὰ πλημμυρίζῃ, νὰ πνίγῃ καὶ νὰ καταστρέφῃ, καὶ εἶπαν ὅτι τὸ νερὸ εἶνε θε­ὸς καὶ θεοποιοῦσαν ποταμούς. Κι ὄχι μόνο φυ­σικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴ δύναμί τους τοὺς ὠνόμα­ζαν θεοὺς ἢ ἡμιθέους. Ὑπῆρχαν ἀκόμα λαοὶ ―θὰ σᾶς φα­νῇ παράξενο― ποὺ λάτρευαν ὡς θεοὺς μεγάλα ἢ καὶ μικρὰ ζῷα (τὸ λιοντάρι, τὸ βόδι, τὰ φίδια, τὶς γάτες, τοὺς σκύλους), καὶ ἄλλοι ―ἀκόμα πιὸ παράξενο―, ποὺ ὡς θεὸ λάτρευαν καρπούς· τὰ σκόρδα, τὰ κρεμμύδια, τὰ πράσα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ κατάντημα εἶχε φτάσει ὁ κόσμος πρὸ Χριστοῦ. Σκοτάδι! Πελεκοῦσαν διάφορα ὑλικὰ καὶ ἔκαναν ὁμοιώματα – εἴδωλα ἀπὸ ξύλο, ἀσήμι ἢ χρυσάφι, τὰ ὠνόμαζαν θεοὺς καὶ τὰ προσκυνοῦσαν. Αὐτὴ ἦταν ἡ πίστι τους.


Ὡς πρὸς τὴ λατρεία, εἶχαν ἑορτὲς σὲ καθωρισμένες ἡμέρες. Τότε λάτρευαν τοὺς θεούς τους. Καὶ πῶς τοὺς λάτρευαν; Σύμφωνα μὲ τὸ χαρακτῆρα τους – καὶ συγχωρῆστε με γι᾽ αὐτὰ ποὺ θ᾽ ἀ­κούσετε τώρα.
Ὑπῆρχε π.χ. μία θεότης ποὺ προστά­τευε – τί; τὰ σαρκι­κὰ πάθη, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία· ἦ­ταν ἡ θεὰ Ἀ­φροδίτη. Πρὸς τιμήν της εἶχαν χτίσει ναὸ στὴν Κόρινθο, τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἐ­κεῖ εἶχαν μαζέψει χίλιες δι­εφθαρμένες γυναῖ­κες, ποὺ ἀσκοῦσαν γιὰ τοὺς λάτρεις τῆς θεᾶς τὴν πορνεία, ὡς λατρεία δηλαδὴ τῆς Ἀφροδίτης. Καὶ ἔτσι, ἀπὸ τὶς ἄνομες ἐκεῖνες εἰσ­πράξεις, πλούτιζε ὁ ναός. Ὑπῆρχε ἄλλη θεότης ποὺ προστάτευε – τί; τὴ μέθη, τοὺς μεθύ­σους καὶ ἀσώτους· θεὸς τῆς μέθης ἦταν ὁ Βάκχος. Καὶ πῶς τὸν ἑώρταζαν; Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του ἔπιναν κρασί, μεθοῦσαν καὶ ἔ­καναν ὄρ­για χωρὶς ἴχνος ντροπῆς. Οἱ γυναῖ­κες ἔβγαζαν τὰ γυναικεῖα ροῦχα καὶ ντύνον­ταν ἀν­τρικά, οἱ ἄντρες ἔβγαζαν τὰ ἀντρικὰ καὶ ντύνον­ταν γυναικεῖα. Πολλοὶ φοροῦσαν προβειὲς ἀπὸ τράγους, κρεμοῦσαν στὸ λαιμὸ τρα­γοκούδουνα, ἔβγαιναν στοὺς δρόμους, χόρευαν ἀνήθικους χορούς.


Ἔτσι ἑώρταζαν οἱ ἀρχαῖοι, σύμφωνα μὲ τοὺς θεοὺς ποὺ εἶχαν. Καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς κατηγορήσῃς. Τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, τέτοιοι ἦταν κι αὐτοί. Αὐτοὶ μάλιστα, μολον­ότι λάτρευαν ψεύτικους θεούς, κανένας τους δὲν τολμοῦσε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Βάκχο ἢ τὴν Ἀφροδίτη ἢ ἄλλο θεό. Τοὺς θεούς τους ἐκεῖνοι τοὺς ἐσέβοντο, ἐνῷ ἐμεῖς…

* * *

Στὴν κατάστασι αὐτὴ ζοῦσε ὁ κόσμος χιλιά­δες χρόνια. Ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους ἦρθε τὸ φῶς, ἦρ­θε ἡ ἡμέρα· ἔφυγε τὸ σκοτάδι, ἦρθε ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἀπεκάλυψε ποιός εἶ­νε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Δίδαξε τὸν κόσμο, ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινὸς δὲν εἶνε πεπερασμένος ὅ­πως τὰ ὑλικὰ δημιουργήματα· δὲν εἶνε ὁ ἥ­λιος, τὸ φεγγάρι, τ᾽ ἀστέρια· δὲν εἶνε τὰ ποτά­μια, τὰ νερά, οἱ λίμνες, ἡ θάλασσα· δὲν εἶνε τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ γατιὰ καὶ τὰ σκόρδα. Ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας καὶ ἄπειρος· ὁ Θεὸς εἶνε «πνεῦ­μα», «καὶ τοὺς προσ­κυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύ­ματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶνε ἀνάλογη μὲ τὴ φύσι τοῦ Θεοῦ.


Συνεπῶς, τὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν ἑορτῶν οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ διασκεδάζουν ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Καὶ ἀκούσαμε σήμε­ρα τί συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος γιὰ τὸ ζήτημα αὐ­τό. Μακριά, λέει, ἀπὸ καρναβαλικὲς μεταμ­φιέσεις καὶ μεθύσια, μακριὰ ἀπὸ πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες, μακριὰ ἀπὸ ἔριδες κι ἀντιζηλίες· ντυ­θῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀφῆ­στε τὴ μέριμνα πῶς νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρ­κικὲς ἐ­πι­­θυμίες (βλ. ῾Ρωμ. 13,13-14). Κατὰ τὸν σημε­ρινὸ ἀπόστολο δηλαδή, δὲν πρέπει ἐ­μεῖς νὰ ἑορτάζου­με σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
* * *
Σήμερα ὅμως, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τί γίνε­ται; Χιλιάδες αὐτοκίνητα τρέχουν στοὺς δη­μο­σίους δρόμους. Ποῦ πᾶνε; στὴν ἐκκλησιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεό; Θεέ μου, πῶς δὲν πέ­φτουν ἀστροπελέκια νὰ κάψουν τὴν ἁ­μαρτωλή μας γῆ! Ἀπὸ χθὲς βράδυ ὅλοι εἶνε μέσα στὰ κέντρα διασκεδάσεως. Καὶ τί κάνουν; Ὅ,τι καὶ οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Μεταμφιέζονται καὶ ὀργιάζουν· οἱ γυναῖ­κες ντύνον­ται ἄν­τρες καὶ οἱ ἄντρες γυναῖκες. Πίνουν, χο­ρεύουν αἰ­σχροὺς χορούς, λένε λόγια καὶ κάνουν πρά­­γματα ποὺ καταδικάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἄνθρωποι λοιπὸν ποὺ ἐκδηλώνονται ἔτσι, εἶ­νε Χριστιανοί; Αὐτοὶ εἶ­νε εἰδωλολάτρες, εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν! Ὅπως ὑ­πῆρχαν πρὸ Χριστοῦ χριστιανοί, ἔτσι σήμερα ὑπάρχουν με­τὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ μιμοῦν­ται τρόπους τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν.

Οἱ ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας δὲν ἔκαναν τέτοια πράγμα­­τα. ῾Ρωτῆστε γέρους, πρόσφυγες ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο, τὴν Ἀνατολικὴ Θρᾴκη, νὰ δῆτε πῶς ἑώρταζε ὁ χριστιανικὸς λαὸς τὶς ἅγιες αὐ­τὲς ἡμέρες. Δὲν ἤξεραν τί θὰ πῇ ταβέρνα. Ἐν συγκρίσει μ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνοι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι.

Τώρα; Ἄνοιξαν κέντρα ψυχαγωγίας ἢ μᾶλ­λον διαφθορᾶς. Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυ­τρώνουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι πάνω στὴν βρωμερὴ κοπριὰ τοῦ μαμωνᾶ φύτρωσαν ἀμέτρητα νυχτερινὰ κέντρα. Καὶ ὅπως στὴν ἀρχαία Κόρινθο οἱ ἱέρειες τῆς ἡδονῆς εἰσέπρατταν τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ πλουτίζῃ ὁ ναὸς τῆς Ἀ­φροδίτης, κατὰ παρόμοιο τρόπο στοὺς σημερι­νοὺς αὐτοὺς «ναοὺς» τῆς Ἀφροδίτης ἔρχον­ται ἀπὸ διάφορα μέρη γυναῖ­κες ποὺ θεωροῦν­ται καλλιτέχνιδες, τραγουδοῦν πορνικὰ τραγούδια, χορεύ­ουν, καὶ διαφθείρουν τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ λαοῦ μας. Οἱ «καλλιτέχνιδες» αὐ­τὲς εἶνε ἀντρο­χωρίστρες, διαλύουν οἰκογένειες. Πλουτίζουν ἀπομυζώντας πολὺ χρῆμα, τὸ ὁποῖο κατα­βάλ­λουν οἱ πελάτες τῶν κέντρων, ποὺ παραπονοῦνται κατόπιν πὼς δὲν ἔχουν νὰ ζήσουν. Καὶ ἡ ἀστυνομία; Δὲν ἐπεμβαίνει. Ἀλλὰ τί φταίει ἡ ἀστυνομία; Τὸ κράτος, μασο­νικὸ καὶ διεφθαρμένο, δὲν θέλει νὰ περι­στεί­λῃ τὸ κακό. Σὲ κανένα γειτονικὸ κράτος, οὔτε στὴ Βουλγαρία οὔτε στὴ Σερβία οὔτε στὴ ῾Ρου­μανία, δὲν συμβαίνουν τέτοια αἴσχη. Ἐδῶ δαπανῶνται ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων γιὰ τὸν ἐκφυλισμὸ τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων.
* * *
Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἂν εἶχα ἐξουσία, μέσα σὲ μιὰ νύχτα θὰ ἔ­κλεινα ὅλα τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς. Καὶ αὐτὲς τὶς ταλαίπωρες γυναῖ­κες, ποὺ σὰν νυχτερίδες ῥουφοῦν τὸ αἷμα τοῦ φτωχοῦ καὶ μαρτυρικοῦ ἀλλὰ ἄφρονος λαοῦ μας, δὲν θέλω νὰ τὶς καταδικάσω. Εἶνε κι αὐτὲς συχνὰ θύματα τοῦ κυκλώματος τῆς ἀνθρωπίνης ἐκμεταλλεύσεως, θύματα τοῦ μα­μωνᾶ τῆς ἀδικίας. Ὅλες τὶς γυναῖκες αὐτὲς θὰ τὶς πήγαινα σ᾽ ἕνα ἐρημονήσι, νὰ πλυθοῦν ἐκεῖ καὶ νὰ καθαριστοῦν, νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ἀτιμία, νὰ γίνουν μητέρες καὶ νοικοκυρές, κι ὄχι νὰ ἔχῃ τώρα ἡ Ἑλ­λάδα μας τόσες πόρνες ὅσες δὲν ἔχουν ὅλα τὰ Βαλκάνια μαζί.

Τὰ σκῆπτρα πάντως τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν κατέχει ἡ Πάτρα. Τί γίνεται ἐκεῖ δὲν περιγράφεται. Μαζεύονται χιλιάδες κόσμος, φοροῦν μάσκες, χορεύουν, μεθοῦν, ὀργιάζουν δημοσίως, κυλιοῦνται στὸ χῶμα… Λὲς καὶ εἶνε ἡ ἐποχὴ τοῦ Βάκχου. Ἑ­ορτάζει ὁ Βάκχος καὶ ὄχι ὁ Χριστός. Μία χρονιὰ ὅμως, τὸ 1978, ἐνῷ ἑώρταζαν τὰ προεόρτια τοῦ Βάκχου τὴν Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεων καὶ ἔ­καναν πρόβες στὸν καρνάβαλό τους, τί ἔ­γινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Σεισμός· σείστηκε ἡ Πάτρα καὶ φώναζαν «Παναγιά!» καὶ «Ἅγιε Ἀν­δρέα!».

Ἔτσι φαίνεται πρέπει νὰ συμβῇ, διότι ξεπεράσαμε πλέον κάθε ὅριο· κινδυνεύουμε νὰ γίνουμε Σόδομα καὶ Γόμορρα! Μὲ ἀστυνομί­ες, μὲ εἰσαγγελεῖς, μὲ νομάρχες, μὲ δεσπο­τά­­δες, μὲ παπᾶδες, κινδυνεύει νὰ σαπίσῃ ὁλό­κληρη ἡ κοινωνία. Κανείς δὲν ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὶς εὐθῦνες γιὰ τὸ κατάντημα αὐτό.

Ταῦτα λέγω, ἀγαπητοί μου, καὶ εὔχομαι ἡ ἁγία αὐτὴ ἡμέρα νὰ περάσῃ ὅπως θέλει ὁ Χριστός, καὶ ὄχι ὅπως θέλει ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ Βάκχος καὶ οἱ ἄλλοι ψεύτικοι θεοί.

Τὸ βράδυ, ποὺ θὰ γίνῃ ὁ κατανυκτικὸς ἑ­σπερινός, ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ δώσουμε καὶ νὰ λάβουμε συγχώρησι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 
Πηγη:KRANOSGR

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου