Σελίδες

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

''ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΚΟΥΡΕΛΗΔΩΝ''




Γράφει ο Παναγιώτης Κούφας
Επίλαρχος ε.ε
Μια φορά κι έναν καιρό…

Σ΄ ένα βράχο απότομο που τον έλουζε ο ήλιος και μύριζε θυμάρι, τριγυρισμένος από θάλασσα, λες κι ο Θεός τον σκόρπισε πετώντας τον σε χίλια κομματάκια μέσ’ το πέλαγος, ζούσε μια φάρα φτωχών ανθρώπων.

Ένα Γένος, με κληρονομιά τρισχιλιόχρονη κι ένδοξη, από αρχαίους βασιλιάδες και σοφούς ανθρώπους, που στον ξερότοπο τους γέννησαν δόξα και πολιτισμό, που θαύμασε όλος ο κόσμος.


Μοίρα κακιά και ξένο μάτι των ανθρώπων που τους ζήλεψε με φθόνο, τους παράτησε σκλάβους μιας ράτσας πολεμόχαρων από τα βάθη της Ανατολής. Για τετρακόσια τόσα χρόνια, γεννιόταν, ζούσαν και πέθαιναν στο έλεος των ξένων που ποδοπατούσανε τις πέτρες τους, πενθώντας την ομορφότερη Πόλη που έχασαν και προσμένοντας ν΄ αναστηθεί ο μαρμαρωμένος βασιλιάς που την υπερασπίστηκε.


Αγράμματοι και κουρελήδες, μεγάλωναν τα παιδιά τους με τ’ αποφάγια του αφέντη, χαρίζοντάς του ακριβό αντάλλαγμα την ζωή τους. 
Όλα νοικιασμένα ήτανε από το βιός τους, ακόμη και τα παιδιά που γένναγαν, αφού τα ομορφότερα από αυτά τα κλέβανε οι βεζίρηδες και οι πασάδες και τ΄ ανάθρεφαν ορφανά, για να τα κάμουνε κατόπι επίλεκτο στρατό τους, ορκισμένο στην δικιά τους πίστη.

Μόνη παρηγοριά είχανε –κι αυτή κρυφή, φτωχικά ντυμένη και κρυμμένη σε ερείπια- την πίστη τους στο Σταυρωμένο Θεό της Αγάπης, που τόσο μα τόσο τους έμοιαζε στα βάσανα που πέρασε κι Εκείνος, σαν αυτούς.


Μέσα στην τόση φτώχεια και την αλυσοδεμένη τους μιζέρια, εκείνοι οι κουρελήδες, με τον καιρό κατάφεραν να μαλακώσουν την αγριάδα των κατακτητών τους και να τους κάμουν να παραδεχτούν πως ήταν προκομμένοι.

Όχι πως δεν το ξέρανε οι Σουλτάνοι αφεντάδες, όχι πως δεν το καταλάβαιναν οι πασάδες κι αγάδες που διαφέντευαν τον τόπο τους, αλλά τους θέλανε ανήμπορους και άβουλους, να μην αμφισβητούνε το κράτος και την εξουσία τους.

Μα βλέπεις, εκείνοι οι αφεντάδες δεν ήξεραν να λογαριάζουν. 
Και μόλις έβαλαν τα σπαθιά στα θηκάρια τους και στρογγυλοκάθισαν να απολαύσουν την κατάκτησή τους, πείνασαν και δίψασαν.
 
Κι ότι βρήκαν στην αρχή το καταβρόχθισαν. Αλλά, η γη κι η φύση, χαρίζει μόνο σ΄ αυτόν που την ιδρώνει.


Κι αυτοί οι κουρασμένοι πολεμιστές από την γη των Μογγόλων, μήτε ήθελαν να ιδρώσουν, μήτε να σκεφτούν, μήτε να προκόψουν κράτος και πολιτεία. Μόνο να ξαποσταίνουν ήθελαν και να τρώνε από ξένο βιός με το δίκιο της λεπίδας που κάθε τόσο κράδαιναν.

Έτσι, χρόνο στο χρόνο, γενιά στην γενιά, λίγο κρυφά και λίγο φανερά, οι κουρελήδες γίνανε απαραίτητοι στους αφεντάδες.

 
Από κτιστάδες που σήκωναν τα σαράγια τους, από γραμματικούς που γράφανε τα φιρμάνια τους, από ναυτικούς που οργώνανε τις θάλασσες κι έφερναν ψάρια και πραμάτειες απ΄ τα ξένα, μέχρις έμποροι ξακουστοί, δραγουμάνοι στα παλάτια τους, μπιστικοί στα χωράφια τους, κληρικοί που δίκαζαν το μιλέτι των σκλαβωμένων και διαχειρίζονταν το βιός τους, διπλωμάτες και δάσκαλοι, κατάφεραν οι κουρελήδες να προκόψουν και να στείλουν πολλά από τα παιδιά τους στον έξω κόσμο να σπουδάσουν και να γνωρίσουνε άλλους πολιτισμούς κι ιδέες.

Κι έφτασαν τα παιδιά τους, αυτά τα λίγα κι εκλεκτά, να γίνουν άντρες και γυναίκες ψυχωμένοι και γνωστικοί, που έμαθαν για την καταγωγή τους, που γνώρισαν τον θαυμασμό του κόσμου για τη πετρότοπη μα ένδοξη κάποτε πατρίδα τους.

Σαν γύρισαν πίσω στον ρημαγμένο τόπο τους, ορκίστηκαν να κάμουν κάτι μεγάλο, σαν αυτά που τους αφήσανε άγραφο κλήρο –κατάρα συνάμα μα κι ευχή- και να ξαναπαινέψει ο κόσμος την φήμη τους.

Εύκολο δεν ήταν, μιας και οι μεγάλοι του κόσμου, είχαν κι αυτοί στρογγυλοκάτσει στα βασίλειά τους κι απολάμβαναν τα πλούτη απ΄ τους δικούς τους σκλάβους, κι όρεξη δεν είχαν να ξεβολευτούν για να χωρέσει άλλος στον κόσμο που άπλωναν την αρίδα τους.

Όταν οι κουρελήδες αυτοί, βοήθεια ζητήσανε από τρανούς αφέντες που λέγανε πως πίστευαν στον ίδιο Θεό της Αγάπης, άλλοι τους κοροϊδέψανε, άλλοι τους αποπήρανε κι άλλοι τους έκλεψαν και τους ξαπόστειλαν φτωχότερους πίσω.


Όμως, μέσα στην έρμη την πατρίδα τους, φτωχοί, αγράμματοι και φοβισμένοι μεγάλωναν κι άλλοι νέοι, που δεν τολμούσανε μήτε τα μάτια να σηκώσουνε ψηλά, παρά μόνο κρυφά να τρέφουν την ελπίδα στις ψυχές τους.

Είδαν κι απόειδαν οι έρμοι κουρελήδες, άργησαν, μα κατάλαβαν πως μοναχοί τους είναι στον κόσμο και μόνο οι στάχτες από τις καμένες τους καρδιές κρατούσαν λίγη χόβολη από την πίστη τους για λευτεριά και δικαιοσύνη.

Δειλά - δειλά αναθάρρησαν.

Οι λιγοστοί γραμματισμένοι, ψυχώσανε με τη γραφή τους τις πονεμένες τους καρδιές.

Μπροστά τους μπήκανε οι πιο ψυχωμένοι, σάρκα από την σάρκα τους, ψημένα παλληκάρια από χρόνια στα βουνά τους κρατώντας το σπαθί και το τουφέκι.

Αρματολούς και κλέφτες, πειρατές και καπεταναίους, τους ξέρανε οι πασάδες και τους άφηναν να σκοτώνονται αναμεταξύ τους σε βουνά και πέλαγα. 
Όμως αυτοί με τον καιρό, μαθαίνανε στ΄ αδέρφια τους την τέχνη ενός πόλεμου, που δεν έμοιαζε με αυτούς που μέχρι τότε έκαναν στρατοί μεγάλοι μ’ αμέτρητα τουφέκια, άλογα και κανόνια.

Έτσι, σαν πέρασε λίγος καιρός κι αντρώθηκαν τα παλληκάρια, ψυχώθηκαν οι γυναίκες τους και γίνανε μανάδες και συνάμα πολεμίστριες κι αυτές στο πλάι τους, ένιωσαν πως ήρθε η ώρα του ξεσηκωμού.

Στης πρώτης άνοιξης τ΄ ανθίσματα, κοντά στην γιορτή της Μάνας του Σταυρωμένου τους Θεού –που την ένιωθαν πάντα πιο Μάνα κι από αυτή που τους είχε γεννήσει- άστραψαν τα λιγοστά τους σπαθιά στ΄ ασημοκάντηλα των ερειπωμένων τους μοναστηριών κι ορκιστήκαν δακρυσμένοι να λευτερωθούν ή να πεθάνουν.

Κέντησαν μπαϊράκια γαλανόλευκα με τον σταυρό του Θεού τους επάνω, γιομίσανε μπαρούτι τα λιγοστά τους τουφέκια στους νερόμυλους, τυλιγμένα με χαρτί από τα λιγοστά ψαλτήρια και βαγγέλια τους και κίνησαν στον δρόμο των προγόνων τους, μοιραία μόνοι και ξέχωρα γενναίοι.


Οι αφεντάδες που τους σκλάβωναν τρομάξανε, σαν να τους ξύπνησαν απότομα θαρρείς από ‘να βαθύ όνειρο με ουρί του παραδείσου. 
Και πριν προλάβουν ν’ αποκρίνουν τι τους έτρεξε, όλα τα βράχια του έρμου τόπου γεμίσαν γαλανόλευκα μπαϊράκια κι οι ρεματιές κόκκινα φέσια και σπασμένα κορμιά.

Λύσσαξε σαν πληγωμένο θεριό ο Σουλτάνος στο σεράι του, μέσα στην κουρσεμένη Πόλη. Και διέταξε να πνίξουνε στο αίμα τους ρέμπελους, που τόλμησαν ν΄ αντισταθούνε στον γόνο του Προφήτη τους.

Έβγαλε πρωτομάρτυρα της Πόλης το γέροντα δεσπότη και τον λυντσάρανε Αγαρηνοί και τον πετάξανε στην θάλασσα, μαζί με άλλους σκλάβους που μέχρι χθες ξεχώριζαν και ήταν στην δούλεψή του.


Μα, ένας γέρος από το Μοριά, πολεμιστής αρματολός, αντρειωμένος σ’ άγριο βραχότοπο κι αυτός, είχε από καιρό δει ένα όνειρο σημαδιακό: πως ο Θεός του καταχέρισε ανεξίτηλα γραμμένο ένα χαρτί, που χάριζε την λευτεριά στον τόπο τους, ονοματίζοντας τον, στ΄ αρχαίο και ευλογημένο όνομα:  Ε λ λ ά δ α. 


Κι όπου βάζει υπογραφή ο Θεός δεν την τραβάει πίσω.


Μέρες και νύχτες, βδομάδες και μήνες, χρόνο στο χρόνο, οι απελπισμένοι κουρελήδες έχυσαν αίμα πολύ, έκλαψαν παλληκάρια που χάρισαν τα νιάτα τους στης λευτεριάς το δέντρο, κόπιασαν, πείνασαν, στερήθηκαν, πολέμησαν, μα δεν προδώσανε τον όρκο που ομόσανε. Σπιθαμή με σπιθαμή, κάναν δικιά τους κείνη την φλούδα γης με τα θυμαριασμένα βράχια που τα σκαρφαλώνουν μόνο κατσίκια, στοιχειά της θάλασσας κι απόκοσμες νεράιδες.


Ο κόσμος θαύμασε πάλι. 

Εκείνοι οι ραγιάδες, χαμένοι από τα βάθη των μύθων, ανέσυραν μεγαλοσύνης έργα από τ΄ αραχνιασμένα ράφια της ιστορίας του κόσμου, που του ξαναμάθαιναν τι πάει να πει Ελευθερία, τι πάει να πει Δικαιοσύνη, τι πάει να πει Πίστη.


Οι τρανοί αφέντες του κόσμου αναρίγησαν, θαρρείς, και ξύπνησαν από έναν εφιάλτη στ΄ αναπαμένα μέχρι τότε όνειρά τους.

Σαν είδανε καχύποπτα το σμάρι των κουρελήδων να πεισματώνει νικητής πάνω στον βράχο του, με το δίκιο τους φοβήθηκαν, πως κι οι δικοί τους ναρκωμένοι σκλάβοι θ΄ αναθαρρήσουν και θα ζητήσουν μερτικό από τα πλούτη τους.

Έστειλαν του κόσμου οι αφεντάδες, στους ματωμένους κουρελήδες που πολέμαγαν, το πιο επικίνδυνο από τα όπλα που είχαν στα σεντούκια τους κρυμμένο, ένα τέρας παλιό και πανούργο: Τη Διχόνοια. 


Της φόρεσαν μαλάματα, τη στόλισαν πλουμιά και εξουσίες, της φτιάξαν γλώσσα λυγερή, να χαϊδέψει τα στερημένα τους αυτιά και να πλανέψει τις καρδιές τους, της δώσαν κι ένα σκήπτρο της δολερής, να το χαρίζει μια στον έναν κουρελή και μια στον άλλον, μέχρι που τα κατάφερε η σιχαμένη, να τους βάλει να κακιώσουν μεταξύ τους.

Τότες αναθαρρεύοντας ο Σουλτάνος, έστειλε τους πιο σκληρούς Αράπηδες μισθοφόρους για να τους αποτελειώσει, μια και τους βρήκε διαιρεμένους και αποκαμωμένους.

Αλλά, του κόσμου αυτού οι απελπισμένοι, ήταν ακόμη πιο πολλοί κι απ΄ όσους λογάριαζαν όλης της γης οι αφεντάδες, οι βασιλιάδες κι οι Σουλτάνοι, οι αυτοκράτορες κι οι καγκελάριοι.

Κι αυτοί, είχαν προλάβει ν΄ ακούσουν τον αχό της μάχης από πολιορκίες που τους το διηγήθηκε ο λόρδος ποιητής τους και ο δικός μας ποιητής απ’ το νησί του απέναντι.

Έμαθαν απ΄ τους ζωγράφους τους, με πόσο αίμα αθώο πλήρωσαν οι κουρελήδες στην ολόμαυρη ράχη ενός νησιού, το τίμημα της λευτεριάς που λαχτάρησαν.

Όλοι τους υποκλίθηκαν στο σεμνό κουφάρι του παπά, που στάθηκε σε ένα λόφο με τρακόσους, πως ακόμη κι ο φοβερός αιγύπτιος πασάς που τον πολέμησε, το φίλησε με σεβασμό.

Μέσ’ από τα θρυλημένα μοιρολόγια, πως στη στεριά δεν ζει το ψάρι, ένιωσαν τις μάνες που προτίμησαν να σκοτωθούν με τα παιδιά τους πέφτοντας στα φαράγγια, παρά να ζήσουν σκλαβωμένες.


Χιλιάδες, μιλιούνια ξεσηκώθηκαν στον κόσμο.

Κι απαίτησαν από τους βασιλιάδες τους να βοηθήσουν εκείνους τους κουρελήδες που έτρωγαν τις σάρκες τους και πέθαιναν ελεύθεροι με τ΄ όνομά τους: Έ λ λ η ν ε ς.


Έστω και από ανθρωπιά, έστω κι από τον φόβο για τα χειρότερα, υποκλιθήκαν οι αρχοντάδες στους λαούς τους κι έστειλαν στόλο σε θαλάσσια στενά και κατατρόπωσαν των Λιάπηδων τα καράβια, ξαποστέλνοντάς τους στον αγύριστο.

Κι ύστερα κάθισαν σ΄ ένα τραπέζι κι αποφάσισαν πως έστω και μικρό κι αδύναμο, το Έθνος των κουρελήδων μπορεί να έχει πατρίδα ελεύθερη και να την λένε Ελλάδα.

Στείλανε συμβούλους και κηδεμόνες να ορμηνέψουν τους κουρελήδες για να κάμουνε κράτος. Ελέησαν μ΄ απογόνους των βασιλιάδων τους το θρόνο των Ελλήνων, για να τον συγγενέψουν με τα τρανά βασίλειά τους, μην κι αύριο θαρρείς ξεσηκωθούν ενάντια τους και ξεσηκώσουνε και τους δικούς τους σκλάβους ν’ απαιτήσουν μερτικό από τα πλούτη που τους βύζαιναν.


Καιρός πολύς θα πέρασε από τότες….


Τα παλληκάρια κι οι μανάδες, που φτωχοί και κουρελήδες ξεσηκώθηκαν εκείνο τον Μάρτη και με το αίμα τους κατάφεραν να ξεσκλαβώσουνε μιαν άκρη της γης απ’ των θηρίων τα νύχια, γεράσανε, γίνανε παππούδες, συγχωρέθηκαν, τα παιδιά και τα εγγόνια τους το ίδιο, μα με τ΄ όνομά τους «’Έλληνες», κατάφεραν να υπάρχουνε στον κόσμο πάλι σε μια ελεύθερη πατρίδα, την «Ελλάδα».


Χρόνια πολλά παρακάτω, κοντεύουν ίσαμε διακόσια, τα παιδιά των κουρελήδων, χρειάστηκε και πάλι, κάθε λίγο και κάθε τόσο, να αποδείξουνε, πως ήταν άξιοι να κουβαλάνε τ΄ όνομα που πλήρωσαν με αίμα.

Κάθε τόσο έδιναν μάχες, πότιζαν κάθε κομμάτι γης που λευτέρωναν και έκαναν δικιά τους.

Όμως, μαζί με το αίμα τους, πλήρωναν και τα καπρίτσια των βασιλιάδων, που τους ελέησαν με τα προνόμια της ύπαρξής τους στον σύγχρονό τους κόσμο.


Κι αν δεν έβρισκαν, της γης οι ισχυροί, αρκετή την στρίγγλα την Διχόνοια να την στέλνουν κάθε τόσο να τους χωρίζει, εφεύραν άλλα όπλα, στολισμένα με χρυσάφια λαμπερά, για να τους κρατάνε αδύναμους και χρεωμένους.


Γεννήσανε οι τρανοί της γης καλοπληρωμένα συστήματα, για να διαφεντεύουν ολάκερο τον κόσμο και να κάνουν τους απλούς και κουρελήδες να θαυμάζουνε και να ζηλεύουν, να ποθούν και να  ονειρεύονται, να μεθούν και να πλανεύονται, μα να ξυπνούν φτωχότεροι και πικραμένοι, ντροπιασμένοι κι υποταγμένοι.


Μα, όπως είπε κι ο γέροντας πολεμιστής τους,  από μύθο παλιό ένα ξόρκι τους κρατά ζωντανούς ώστε να «τρώνε τρώνε από μας, μα να μένει και μαγιά».


Το παραμύθι αυτό, καιρόν πολύ που άρχισε, μα δεν τελειώνει έτσι……….




Σ αυτή τη τραχιά άκρη της γης, ξεφυτρώνουν μόνον αρχαίες σπασμένες πέτρες από χαλασμένα παλάτια μυθικών βασιλιάδων κι ημίθεων ηρώων, μόνο κατσίκια σκαρφαλώνουν, μόνο θυμάρι και μυρτιά σηκώνουνε την μυρωδιά τους στον ήλιο.


Στη πέτρινη φλούδα αυτή, ζούνε μόνο κάτι παράξενα ξωτικά, που ιδρώνουν, γελάνε και μοχθούνε, τα εγγόνια των κουρελήδων, εκείνων που ένα Μάρτη ορκίστηκαν να γεννηθούν και να πεθάνουνε την ίδια μέρα, για να φιλήσουν μια νεράιδα που γέννησε ο τόπος τους, πανέμορφη και σπάνια, την Ελευθερία.


Και κάθε χρόνο τέτοια μέρα σαν ξημερώνει, αντί για δάκρυ και λυγμό για αυτούς που θυσιάστηκαν, τα δισέγγονα στολίζουνε τα σπίτια τους με τις ίδιες γαλανόλευκες σημαίες που σηκώσανε μπαϊράκια οι κουρελήδες προγονοί τους και ψέλνουνε τραγούδια που μιλούν για λεβεντιά.
Μνήμη σεμνή για του Θεού το δώρο να χαρίσει τον Υιό του στην κοιλιά της γλυκύτερης Μάνας, μνήμη ακριβή να Αναστήσει ένα Έθνος από τις στάχτες της Ιστορίας του.


Όσα κι αν έρθουν χρόνια, όσα εγγόνια τρανέψουν παλληκάρια εδώ πέρα, χάραγμα έχουν στην ψυχή τους από γένος αδάμαστο. 
Κατάρα κουβαλάνε απ΄ τη κοιλιά της μάνας τους κι ευχή από τον πατέρα του πατέρα τους.
 

Πως όταν ζυγώνει η ώρα να διαλέξουν αν θα ζήσουν κάτω από ξένο ζυγό, έστω και με μαλάματα ντυμένοι, ή να πεθάνουν μονομιάς, έστω και ματωμένοι κουρελήδες, πολεμώντας όποιον την φλούδα της ξερής τους γης πατήσει, να μην σταθούνε ούτε στιγμή για να αμφιβάλλουν.

Σαν σημάνει η άγια και φοβερή ώρα, χορεύοντας λεβέντικα, τον παλιό τους φίλο στα μαρμαρένια αλώνια θα πάν να συναντήσουν…….


……Γιατί, το μόνο που πραγματικά χρωστάνε, είναι να συνεχίσουνε τούτο εδώ το παραμύθι……

Αυτό που άρχισαν οι πρόγονοί τους, για να’ χουν να πουν πως έζησαν αυτοί καλά, κι υπόσχεση να δώσουνε, πως τα παιδιά τους θα ζήσουνε καλύτερα….


Παραμονή του Ευαγγελισμού,
ένα τρισέγγονο κείνων των κουρελήδων, με σεβασμό στη μνήμη τους.



Πηγη:Kranosgr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου