Διεκδικούμε πολιτισμικά, εθνογραφικά και ιστορικά το Μοναστήρι, Γευγελή, Στρώμνιτσα, Κρούσοβο, Αχρίδα, Πετρίτσι, Άνω Τσουμαγιά, Ανατολική Ρωμυλία,Kωνσταντινούπολη,Μ.Ασία,Πόντο,Κύπρο,Β.Ήπειρο...

24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Η καταγωγή των Σλάβων

Η επιστημονική απάντηση της Παμμακεδονικής Ένωσης Μακεδονικού Αγώνα Ελλάδος - Αυστραλίας στις ψυχωτικές ψευτο-επιστημονικές και νευρωτικές δηλώσεις περί αφρικανικής καταγωγής των Ελλήνων και άρρειας φυλής των ψευτο-μακεδόνων.

πηγή: http://taxalia.blogspot.gr/2014/02/blog-post_553.html



Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΚΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ

Θεότητες των Σλάβων


  

                       Veles



 Chernobog (Μαύρος θεός)                                           Svarog(ολοκέρατος)


ΤΟ ΕΘΝΩΝΥΜΙΟ «ΣΛΑΒΟΣ»

Σήμερα όσοι προέρχονται από σλαβικές φυλές αποκαλούνται με ένα συγκεκριμένο όνομα: Σλάβοι. Αυτή η ονομασία εμφανίστηκε σχετικά αργά στην ιστορία, αλλά εκτόπισε όλες τις προϋπάρχουσες. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, χρησιμοποιήθηκε στα γραπτά κείμενα κατά τον 6ο  αιώνα και μάλιστα μετά τον εκχριστιανισμό τους. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί πολλές θεωρίες σχετικά με την έννοια και την ετυμολογία του όρου «Σλάβος», που κατέστη ο εθνικός χαρακτηρισμός μιας πολυπληθούς ομοεθνίας κατανεμημένης σε διάφορα κράτη και κρατίδια, τα οποία καταλαμβάνουν σήμερα την ευρύτερη περιοχή της λεγόμενης ευρωπαϊκής Ασίας καθώς και της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης.
Ωστόσο η καταγωγή του όρου «Σλάβος» παραμένει αμφισβητούμενη. Πρώτη φορά γίνεται λόγος για τους Σλάβους από τον Ψευδο-Καισάριο της Ναζιανζού, του οποίου το έργο συγγράφεται στις αρχές του 6ο  αιώνα, ενώ στα μέσα του ίδιου αιώνα οι ιστορικοί Ιορδάνης και Προκόπιος δίνουν πλήρεις περιγραφές τους. Ακόμη και στις πιο πρώιμες πηγές το όνομά τους εμφανίζεται με δύο μορφές. Οι παλαιές σλαβονικές πηγές το αναφέρουν ως Σλοβήνοι (πληθυντικός αριθμός του Σλόβηνιν), η χώρα τους καλείται Slovensko, η γλώσσα τους  slovenesk jazyk και ο λαός slovensk narod. Στις ελληνικές πηγές αναφέρονται ως Σουβήνοι, αλλά οι συγγραφείς του 6ου  αιώνα χρησιμοποιούν επίσης τους όρους Σιδαβήνοι, Σκλαυήνοι, Σκλαβίνοι και Σκλαυίνοι. Οι Δυτικοευρωπαίοι χρησιμοποίησαν τους λατινικούς όρους Sclaueni, Sclauini, Sclauenia, Sclauinia. Άλλοι μεταγενέστεροι συγγραφείς, χρησιμοποίησαν τους όρους Sthlabenoi, Sthlabinoi  ή και Sthlaueni, Sthlauini. Στο βίο του αγίου Κλήμεντα εμφανίζεται ο τύπος Sthlabenoi, ενώ άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τους όρους Εσκλαβήνοι, Ασκλαβήνοι, Σκλαβινιοί και Σκλαβένιοι αντίστοιχα sclavaniscus, sclavinicus, sclauanicus. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται και συντετμημένες μορφές του ονόματός τους: σκλάβοι, σθλάβοι, sclavi, schlavi, sclavania, κ.ά. Πιο σποραδικά εμφανίζονται οι μορφές Sclauani, Sclauones (Sklabonoi, Esthlabesianoi, Ethlabogeneis). Ο Αρμένιος Μωυσής του Choren αναφέρεται σε αυτούς με τον όρο Sklavajin, ενώ ο χρονογράφος Μιχαήλ ο Σύριος χρησιμοποιεί την έκφραση Sglau ή Sglou. Οι Άραβες χρησιμοποίησαν το «Σκλαβ», αλλά επειδή φωνητικά δεν ταίριαζε στη γλώσσα τους το μετέτρεψαν σε Saklab, Sakalib και αργότερα σε Slavije, Slavijun. Τέλος ένας ανώνυμος Πέρσης γεωγράφος του 10ου αιώνα χρησιμοποιεί τον όρο Seljabe.
Για την ερμηνεία του ονόματος έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, οι οποίες σχετίζονται με τη μορφή του ονόματος στην οποία έχουν βασισθεί. Από τον 13ο αιώνα, η μορφή «Σλάβος» εκλήφθηκε ως η αυθεντικότερη έκφραση. Το όνομα των Σλάβων θεωρείτο ότι προερχόταν από τη λέξη slava, που σημαίνει «τιμή», «δόξα», «φήμη», και συνεπώς το όνομα αυτό απέδιδε τον χαρακτηρισμό «ένδοξοι» και «αινετοί». Εντούτοις, από την αρχή του 14ου αιώνα και μετά, το όνομα των Σλάβων προφέρεται στην εκτεταμένη μορφή του με τον τύπο Slovenin (ο φθόγγος « ο » αντικαθιστά τον « α »). Αυτή η μορφή έχει τη ρίζα της στη λέξη slovo, που σημαίνει «λέξη», «ομιλία», επομένως Σλάβοι είναι «οι ομιλούντες», οι βερμπαλιστές, οι ομόγλωσσοι, θεωρία η οποία παραμένει αποδεκτή μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι Γερμανοί, λαός την γλώσσα του οποίου δεν κατανοούσαν οι Σλάβοι, αποκλήθηκαν από αυτούς Nemts, λέξη που σημαίνει «άφωνος». Άλλες ερμηνείες ή διευκρινήσεις που έχουν δοθεί για το όνομα «Σλάβος», σύμφωνα με τις οποίες προέρχεται από το clovek (άνθρωπος), από το  skala (βράχος), από το selo (αποικία), από το slati (στέλνει), από το solovej (αηδόνι), δεν έχουν καμία επιστημονική βάση.
Υπάρχουν όμως, ακόμη περισσότεροι λόγοι για τους οποίους οι σλαβολόγοι επιμένουν στην παραγωγή της λέξης «Σλάβος» από τη λέξη slovo (λέξη). Η κατάληξη –en ή –an του τύπου Slovenin υποδεικνύει ότι προέρχεται από έναν τοπογραφικό προσδιορισμό ο οποίος ενδέχεται να μην είναι μια εντελώς φανταστική τοποθεσία (Slovy) αλλά να προέρχεται από την σλοβακική λέξη slovenin , τη λιθουανική saliva και τη λεττονική  sala απ΄ όπου προέρχεται η πολωνική zulawa, που σημαίνει «νήσος», δηλαδή ένα ξερό σημείο σε μια βαλτώδη περιοχή. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η λέξη Σλάβος θα πρέπει να δηλώνει τον κάτοικο κάποιας νήσου, ή γενικότερα τον κάτοικο κάποιας ελώδους περιοχής. Ο Γερμανός λόγιος Γκρίμ ταύτισε ή μάλλον διατήρησε την ταύτιση των Σλάβων με τους Σουηβούς (Suevi) και υποστήριξε ότι το όνομά τους προέρχεται από τις λέξεις sloba, svoba που σημαίνουν «ελευθερία.
Η πιθανότερη ερμηνεία είναι εκείνη που θέλει το όνομα να προέρχεται από τη λέξη slovo, που σημαίνει «λέξη». Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται από την ονομασία που εκείνοι έδωσαν στους αλλόφωνους Γερμανούς Nemci (οι άλαλοι). Οι ίδιοι οι Σλάβοι αυτοαποκαλούνται Slovani, που σημαίνει «οι ομιλούντες», δηλαδή εκείνοι που γνωρίζουν τις λέξεις και αποκαλούν τους γείτονές τους Γερμανούς. Κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου των πολέμων μεταξύ Γερμανών και Σλάβων, η οποία διήρκησε μέχρι τον 10ο αιώνα, οι σλαβικές περιοχές στον βορρά και στα βορειοανατολικά της Ευρώπης εφοδίασαν τους Γερμανούς με μεγάλους αριθμούς σκλάβων. Η Βενετία καθώς και άλλες παράκτιες ιταλικές πόλεις και λιμάνια, συνέλαβαν πολλούς Σλάβους αιχμαλώτους από τις απέναντι ακτές της Αδριατικής, τους οποίους μεταπώλησαν σε άλλα μέρη. Οι Σλάβοι συχνά πωλούνται ως δούλοι μακριά από τις χώρες τους. Οι Ναρετάνοι, ένα πειρατικό σλαβικό φύλο που ζούσε στη Νότια Δαλματία, είχε γίνει πασίγνωστο για το εμπόριο σκλάβων στο οποίο επιδίδετο. Αλλά και οι Ρώσοι πρίγκιπες εξήγαγαν μεγάλους αριθμούς σκλάβων από τις χώρες τους. Ως αποτέλεσμα ήταν από το όνομα Σλάβος να προέλθει η λέξη «σκλάβος» (αγγλ. slave) στο λεξιλόγιο των κατοίκων της δυτικής Ευρώπης.
Το ερώτημα που παραμένει είναι εάν η λέξη «Σλάβος» προσδιόριζε εξ αρχής όλες τις σλαβικές φυλές ή μόνο μερικές από αυτές. Οι Βυζαντινοί του 6ου αιώνα αναφέρονται μόνο στους νότιους Σλάβους και περιστασιακά επίσης στους Ρώσους οι οποίοι ζούσαν στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Για εκείνους, ο όρος δήλωνε μόνο τους νότιους Σλάβους. Ο ιστορικός Ιορδάνης στα «Γετικά» του (34,35) διαχωρίζει το σύνολο των Σλάβων σε τρείς ομάδες: στους Βενετούς, τους Σλάβους και τους Αντες. Αυτή η διάκριση ενδεχομένως αντιστοιχεί στη σημερινή διαίρεση σε δυτικούς, νότιους και ανατολικούς Σλάβους. Εντούτοις, αυτή η αναφορά φαίνεται να αποτελεί έναν αυθαίρετο συνδυασμό. Σε ένα άλλο σημείο δηλώνει τους ανατολικούς Σλάβους με το όνομα «Βένετοι». Είναι πιθανόν να είχε βρεί τον όρο αυτόν σε κάποιους παλαιούς συγγραφείς και να είχε μάθει ο ίδιος προσωπικά τα ονόματα «Σλάβοι» και «Αντες». Με αυτόν τον τρόπο προέκυψε η  τριπλή διαίρεση.
Όλα τα επίσημα κείμενα του 7ου αιώνα αποκαλούν όλες τις σλαβικές φυλές, συλλήβδην τους νότιους και τους δυτικούς Σλάβους που υπάγονταν στο βασίλειο του πρίγκιπα Σάμο, απλώς «Σλάβους». Αν και ο Σάμο καλείται «κυβερνήτης των Σλάβων», ο λαός του αποκαλείται «οι Σλάβοι που ονομάζονται Βίντοι» (Sclavi cognomento Winadi). Τον 8ο και 9ο αιώνα οι Τσέχοι και οι Σλάβοι του Ελβα καλούνται γενικά «Σλάβοι» (επίσης Wens/Βενδοι), από τους Γερμανούς και τους Λατίνους χρονογράφους. Κατά τον ίδιο τρόπο, την περίοδο που έδρασαν οι ιεραπόστολοι των Σλάβων, Κύριλλος και Μεθόδιος, όλα τα κράτη δίνουν το όνομα «Σλάβος» χωρίς καμιά διάκριση για τους νότιους και τους δυτικούς Σλάβους. Όσον αφορά τους ανατολικούς Σλάβους ή Ρώσους, ο Ιορδάνης σημειώνει ότι στην αρχή της μετανάστευσής τους οι Γότθοι βρίσκονταν σε πόλεμο με το «έθνος των Σλάβων» (μάλλον πρόκειται για το έθνος που κατοικούσε στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως νότια Ρωσία). Το «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό», το οποίο λανθασμένα αποδίδεται στο μοναχό Νέστορα, τους αποκαλεί πάντοτε συλλήβδην «Σλάβους». Όταν αρχίζει να διηγείται την ιστορία της Ρωσίας, αναφέρεται στους Ρώσους, στους οποίους δεν αποδίδει ποτέ τον χαρακτηρισμό του Σλάβου. Επίσης αναφέρεται σε «Σλάβους της νότιας Ρωσίας», σε «Σλάβους του Νόβγκοροντ» και σε άλλους. Οι φυλές οι οποίες είχαν ήδη ενσωματωθεί στο ρωσικό βασίλειο αποκαλούνται απλώς ρωσικές φυλές, ενώ οι Σλάβοι της βόρειας Ρωσίας, που διατήρησαν κατά κάποια έννοια την ανεξαρτησία τους, χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο «Σλάβοι».
Συνεπώς, από τον 6ο αιώνα η έκφραση «Σλάβος» αποτελούσε γενικό προσδιορισμό όλων των σλαβικών φυλών. Οπουδήποτε μια σλαβική φυλή αποκτούσε μεγαλύτερη πολιτική σημασία και ίδρυε δικό της βασίλειο, το όνομά της γινόταν περισσότερο γνωστό ως προσδιορισμός, απωθώντας το γενικότερο όνομα «Σλάβοι». Όπου, όμως, οι Σλάβοι δεν επέτυχαν να αποκτήσουν δική τους πολιτική οντότητα αλλά παρέμεναν κάτω από την διακυβέρνηση ξένων κυβερνητών, διατήρησαν τον εθνικό προσδιορισμό «Σλάβοι». Μεταξύ των φυλών που κατάφεραν να διακριθούν, να αποκτήσουν αυτονομία και να κυριαρχήσουν σε μια περιοχή σχηματίζοντας δικό τους ανεξάρτητο βασίλειο και αποκτώντας ιδιαίτερο όνομα, ήταν οι Ρώσοι, οι Πολωνοί, οι Τσέχοι, οι Κροάτες και το εκσλαβισμένο τουρανικό φύλο των Βουλγάρων. Η παλαιότερη ονομασία «Σλάβοι» επιβίωσε στους Σλοβένους στους Σλοβάκου, στην επαρχία της Σλαβονίας μεταξύ της Κροατίας και της Ουγγαρίας, στους κατοίκους της τους Σλαβόνους και στους Σλοβίντσι (Slovinci) της Πρωσίας. Έως τους πιο πρόσφατους χρόνους, το όνομα αυτό ήταν συνηθισμένο μεταξύ των κατοίκων της περίφημης Δημοκρατίας του Ντουμπρόβνικ (Ραγούσας). Μέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα διατηρήθηκε από τους Σλάβους του Νόβγκοροντ στη βόρεια Ρωσία και από τους Σλάβους στον νότο τη Χερσονήσου του Αίμου. Το παλαιότερο έντυπο που είναι γραμμένο στα παλαιά Σλαβικά και χρονολογείται από τον 9ο αιώνα χρησιμοποιεί τη λέξη Slovene. (Σημειώνουμε εδώ ότι το πρώτο φωνήεν είναι « ο » και όχι « α », όπως στα Ελληνικά και τα Λατινικά).
Οι Σλάβοι κατάγονται από λαούς της ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας. Παρά το γεγονός ότι έχουν κοινή καταγωγή, δεν έχουν ισχυρή φυλετική ενότητα, λόγω της μακραίωνης ανάμειξης τους με πολλούς άλλους λαούς, όπως οι Τούρκοι, οι Τάταροι, τα φιννικά φύλα, οι Μογγόλοι, οι Γερμανοί κ.ά. επιπλέον, υπάρχουν εκσλαβισμένοι λαοί οι οποίοι έχουν εντελώς διαφορετική καταγωγή, όπως οι Βούλγαροι. Γενικά θεωρούντο γεωργικοί και ειρηνικοί λαοί, αν και οι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν αποδέχονται ότι οι Σλάβοι είναι ειρηνόφιλοι διότι έγιναν μισθοφόροι, όπως οι Σκύθες, οι Σαρμάτες, οι Γότθοι, οι Ούνοι, οι Αλανοί και οι Αβαροι. Η αμφισβητούμενη καταγωγή των Σλάβων έχει γίνει αιτία εμφάνισης πολλών θεωριών σχετικά με τον τόπο καταγωγής τους. Μία από αυτές παρουσιάζει ως τόπο προέλευσής τους τις ελώδεις περιοχές του Polesie στη Γαλικία. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, πρόγονοι των Σλάβων ήταν νεολιθικές φυλές που κατέλαβαν την περιοχή λίγους αιώνες πριν από τη χριστιανική εποχή. Οι ομοιότητες αυτών των «πρωτοσλάβων» με τους «πρωτοβαλτικούς» πληθυσμούς οδήγησε στη γένεση της θεωρίας περί μιας « πρωτοβαλτικής – σλαβικής περιόδου ». όλες αυτές οι απόψεις δεν είναι δυνατόν να τεκμηριωθούν επιστημονικά και επομένως παραμένουν απλώς εικασίες.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ

Όσον αφορά την αρχική κοιτίδα των Σλάβων, έχουν διατυπωθεί δύο βασικές θεωρίες οι οποίες αλληλοσυγκρούονται. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι κοιτίδα τους ήταν η περιοχή του Δούναβη απ΄ όπου διεσπάρησαν κινούμενοι βορειοανατολικά, διασχίζοντας τα Καρπάθια, τον ποταμό Βόλγα, την λίμνη Ιλμεν και την Κασπία θάλασσα. Η δεύτερη θεωρία πρεσβεύει ότι πρωταρχική τους αφετηρία είναι οι περιοχές μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Δνείπερου, απ΄ όπου μετακινήθηκαν πέρα από τα Καρπάθια, στη Βαλκανική χερσόνησο και τις Άλπεις και από εκεί μέχρι τον Οντερ και τον Ελβα. Το «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό» είναι η αρχαιότερη πηγή στην οποία αναφέρεται ότι κοιτίδα των Σλάβων ήταν πιθανότατα η περιοχή του ποταμού Δούναβη. Σε αυτό το χρονικό περιγράφεται με λεπτομέρειες πώς οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν από τον κάτω ρου του Δούναβη όπου βρίσκονταν σε όλες τις περιοχές που καταλαμβάνουν μέχρι σήμερα.
Οι κάτοικοι του Νορικού (σημερινής Αυστρίας) και οι Ιλλυριοί θεωρούνται Σλάβοι. Ο απόστολος Παύλος θεωρείται ιεραπόστολος των Σλάβων. Αυτή η άποψη διατυπώθηκε από μεταγενέστερους χρονογράφους και ιστορικούς συγγραφείς όλων των σλαβικών λαών όπως οι Pole Kadlubek (1206), Boguchwal (πεθ. 1253), Dlugos, Matej Miechowa, Decius, κ.ά. Μεταξύ των Τσέχων, αυτή η θεωρία υποστηρίχθηκε από τον Kozmaz (πεθ.1125), Dalimir (πεθ.1324), Johann Marignola (1355-1362), Pribik Pulkava (1374), V. Hajek (1541). Οι Ρώσοι επίσης υιοθέτησαν αυτές τις θεωρίες στηριζόμενοι στους πρώτους χρονογράφους τους, ενώ ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης που έζησε τον 15ο αιώνα δεν τις αποδέχθηκε. Οι νότιοι Σλάβοι έχουν υιοθετήσει αυτές τις θέσεις με προφανή πρόθεση να βασίσουν σε αυτές τις αξιώσεις τους για μια Σλαβική εκκλησία με τελετουργίες στη σλαβική γλώσσα. Σε μια πρώιμη περίοδο, σε επιστολή του πάπα Ιωάννη Ι΄ (914-29) προς τον Κροάτη πρίγκιπα (μπάνο) Tomislav και κάποιον τοπικό ηγεμόνα με το όνομα Michael, αναφέρεται μία παράδοση με βάση την οποία ο Άγιος Ιερώνυμος εφηύρε το σλαβονικό αλφάβητο. Αυτή η εικασία επιβίωσε μέσω των αιώνων και βρίσκει μέχρι σήμερα υποστηρικτές ακόμη και πέρα από αυτές τις χώρες αλλά και στην ίδια τη Ρώμη. Συνεπώς, εάν θα έπρεπε να ακολουθήσουμε αυστηρά τις γραπτές πηγές, ορισμένες από τις οποίες είναι άκρως αξιόπιστες, θα έπρεπε να υποστηρίξουμε τη θεωρία ότι το αρχικό λίκνο των Σλάβων ήταν η περιοχή κατά μήκος του Δούναβη και οι ακτές της Αδριατικής.
Ωστόσο, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η περιοχή απ΄ όπου αρχικά μετανάστευσαν είναι η λεκάνη του ποταμού Δνείπερου και η περιοχή που εκτείνεται από εκεί μέχρι τα Καρπάθια και τον ποταμό Βιστούλα. Είναι εύκολο να εξηγηθεί η προέλευση αυτής της άποψης. Κατά τις απαρχές της παλαιάς σλαβικής φιλολογίας, μεταφράσθηκαν στη Σλαβική στο πρώτο βασίλειο των Βουλγάρων τα βυζαντινά χρονικά του Γεωργίου Μοναχού ή Αμαρτωλού και Μαλάλα, τα οποία είχαν πολύ μικρή ιστορική αξία. Αυτά περιέχουν περιγραφές για τις μεταναστεύσεις των εθνών από την περιοχή του Σενάρ μετά τον κατακλυσμό. Σύμφωνα με αυτές τις αφηγήσεις, οι Ευρωπαίοι είναι απόγονοι του Ιαπετού, που ταξίδευσε από το Σενάρ μέσω της Μικράς Ασίας στα Βαλκάνια. Κατόπιν διαιρέθηκαν σε διάφορα έθνη και ακολούθησαν διάφορες κατευθύνσεις. Συνεπώς, ο Σλάβος αναγνώστης αυτών των χρονικών θα πίστευε ότι το αφετηριακό σημείο των μεταναστεύσεων των Σλάβων ήταν τα Βαλκάνια και η περιοχή του κάτω ρου του Δούναβη. Καθώς οι ιστορικοί κύρους τοποθετούν τα αρχαία φύλα των Ιλλυρίων σε αυτή τη περιοχή, ήταν απαραίτητο να τοποθετηθούν σε αυτήν και τα σλαβικά φύλα. Κατά τους ύστερους αγώνες που έδωσαν οι Σλάβοι για να διατηρηθεί η χρήση της γλώσσας τους στην Θεία Λειτουργία, αυτή η θεωρία ήταν πολύ πρόσφορη, δεδομένου ότι η έκκλησή τους έγινε με επίκληση της αυθεντικότητας των υποτιθέμενων σλαβονικών κειμένων του αγίου Ιερωνύμου και του αποστόλου Παύλου ακόμη. Οι απόψεις αυτές, οι οποίες είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένες μεταξύ του σλαβικού κόσμου, δεν αντιστοιχούν στα γεγονότα, αν και συχνά υιοθετούνται από ιστορικούς συγγραφείς. Μεταξύ των σλαβολόγων που υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία συγκαταλέγονται οι Kopitar, August Schloetzer, Safarik, N. Arcybasef, Fr. Racki, Bielowski, M. Drinov, L. Stur, Ivan P. Filevic, Dm. Samaokvasov, M. Leopardov, N. Zakoski και J. Pic. Εδώ έχουμε την καταγραφή μιας παράδοσης η οποία είναι έντονα ριζωμένη και εκτείνεται σε βάθος πολλών αιώνων, ευρισκόμενη ταυτόχρονα σε όλες τις πρωταρχικές ιστορικές αφηγήσεις-χρονικά και η οποία δεν συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα.
Σήμερα, οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στην άποψη ότι η πρωταρχική εστία των Σλάβων στην νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν η περιοχή μεταξύ του Βιστούλα και του Δνείπερου. Οι λόγοι για τους οποίους υποστηρίζουν αυτή τη θέση είναι η εξής: Πρώτον, οι μαρτυρίες των παλαιότερων αφηγήσεων περί των Σλάβων, οι οποίες υπάρχουν στα έργα των Πλινίου, Τάκιτου και Πτολεμαίου. Δεύτερον, οι στενές σχέσεις μεταξύ των σλαβικών και των λεττονικών φυλών, με αφετηρία το γεγονός ότι αρχικά οι Σλάβοι ζούσαν πολύ κοντά στους Λεττονούς και τους Λιθουανούς. Τρίτον, κάποιες ενδείξεις που αποδεικνύουν ότι οι Σλάβοι πιθανότατα να γειτνίαζαν αρχικά με τις φιννικές και τουρανικές φυλές. Παράλληλα, οι ιστορικές έρευνες έχουν τεκμηριώσει ότι οι θρακοϊλλυρικές φυλές δεν υπήρξαν πρόγονοι των Σλάβων, αλλά αποτελούσαν ανεξάρτητες φυλετικές οικογένειες, οι οποίες σχετίζονταν περισσότερο με τους Έλληνες.
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι στην περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου και κατά μήκος του ποταμού Δούναβη έζησαν Σλάβοι πριν από τον 1ο αιώνα. Από την άλλη πλευρά, ανασκαφές στην περιοχή του Δνείπερου και αρχαιολογικές ανακαλύψεις έφεραν στο φώς μόνο ίχνη των Θρακών. Επιπλέον, η κατεύθυνση της γενικής πορείας των μεταναστεύσεων των εθνών ήταν πάντοτε από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά και ποτέ προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκείνοι που υποστηρίζουν και συντηρούν τη θεωρία ότι οι Σλάβοι ήρθαν από την περιοχή του Δούναβη, επιδίωξαν να ενισχύσουν τις απόψεις τους χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα τα ονόματα διαφόρων τοποθεσιών που βρίσκονται στις συγκεκριμένες περιοχές και υποδεικνύουν πιθανή σλαβική καταγωγή. Εντούτοις, η ετυμολογία αυτών των ονομάτων δεν είναι απολύτως σωστή ή βέβαιη. Αφενός, κάποια σλαβικά ονόματα δόθηκαν σε αυτές τις περιοχές πολλούς αιώνες αργότερα. Αφετέρου, μια ονομασία δεν αποδεικνύει εκ των πραγμάτων σλαβική κατοχή της περιοχής σε κάποια περίοδο.
Επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η πιο βεβαία γεωγραφική κοιτίδα των Σλάβων βρισκόταν στην περιοχή κατά μήκος του Δνείπερου, εκτεινόμενη βορειοδυτικά έως τον Βιστούλα. Από αυτές τις εκτάσεις μετακινήθηκαν και διεσπάρησαν δυτικά και νοτιοδυτικά. Επιπλέον, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η μετανάστευση πιθανώς πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα απ΄ ότι γενικώς εικάζεται. Ενδεχομένως, να συντελέσθηκε με αργούς ρυθμούς και βαθμιαία. Η μία φυλή ωθούσε την άλλη και όλες μαζί κατά κύματα συνωθούντο προς τις ευρείες κοιλάδες μεταξύ της Βόρειας θάλασσας, της Αδριατικής και του Αιγαίου πελάγους. Σε ορισμένες περιόδους σημειώθηκαν αναταραχές κατά τη μετακίνηση των Σλάβων λόγω της διείσδυσης ασιατικών λαών, όπως οι Σκύθες, οι Σαρμάτες, οι Αβαροι, οι Βούλγαροι και οι Μαγυάροι, καθώς και εξαιτίας της γερμανικής μετανάστευσης από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Αυτές οι εισβολές-διεισδύσεις χώρισαν συγγενικές φυλές ή εισήγαγαν νέα στοιχεία μεταξύ τους. Εντούτοις, εάν αυτή η εγκατάσταση ιδωθεί συνολικά, θα παρατηρήσουμε ότι δεν διαταράχθηκε τόσο πολύ η συμβίωση αφού σε γενικές γραμμές οι συγγενικές φυλές συνταξίδεψαν και κατοίκησαν η μία κοντά στην άλλη στις νέες περιοχές, κατά τρόπον ώστε και σήμερα ολόκληρη η σλαβική ομοεθνία να παρουσιάζει μια φυσιολογική αλληλουχία ως προς τις επιμέρους φυλές της. Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα κάποιες μεμονωμένες σλαβικές φυλές φαίνεται ότι είχαν διασχίσει τα όρια της πρωταρχικής τους κοιτίδας και εγκαταστάθηκαν κατά περιόδους μεταξύ ξένων φυλών σε μια μεγάλη απόσταση από το λίκνο τους. Κάποιες περιόδους πάλι, αυτές οι «προφυλακές» αναγκάζονταν λόγω των περιστάσεων να επιστρέψουν στην αρχική τους εστία και να ενσωματωθούν και πάλι στο έθνος τους, μέχρι τη στιγμή που θα έβρισκαν μια μία ευκαιρία να υπερβούν και πάλι τα όριά του. 
Η κεντρική Ευρώπη είχε κατοικηθεί πιθανότατα κατά ένα μεγάλο μέρος από τους Σλάβους από την εποχή του Ατίλλα ή των μεταναστεύσεων των γερμανικών φυλών των Γότθων, των Λομβάρδων κ.ά. Αυτοί οι λαοί συγκρότησαν πολεμοχαρείς κάστες και στρατιωτικούς οργανισμούς οι οποίοι διακρίθηκαν στην Ιστορία λόγω των μαχών που έδωσαν. Επομένως, έχουν αφήσει πολύ περισσότερα ιστορικά ίχνη από αυτά που κατέγραψαν οι ιστοριογράφοι. Εντούτοις, οι Σλάβοι αποτέλεσαν τα χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού της κεντρικής Ευρώπης. Οι μεταναστεύσεις των άλλων φυλών τους άφησαν ανεπηρέαστους και όταν οι χρόνοι έγιναν ειρηνικότεροι, οι Σλάβοι επανεμφανίστηκαν στην επιφάνεια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί η παρουσία μεγάλου αριθμού Σλάβων σε αυτή την περιοχή αμέσως μετά το τέλος της περιόδου των μεταναστεύσεων και χωρίς κάποια συγκεκριμένη ιστορική αναφορά που να καταγράφει από πού ήλθαν, πότε ήλθαν και ποια ήταν η αφετηρία της αποδημίας τους.
Ως προς τον υλικό πολιτισμό τους και ειδικότερα τον στρατιωτικο-πολιτικό τομέα, είχαν επηρεασθεί πάρα πολύ από τους Γότθους. Είναι πολύ πιθανόν να υπήρξε κάποια πρωτοσλαβική γλώσσα. Μάλλον επρόκειτο για έναν συνδυασμό φυλετικών διαλέκτων οι οποίες με την πάροδο του χρόνου προέκυψαν ως διαφοροποιημένες σλαβικές γλώσσες. Παρά τις διαφορές, το κυρίως ενοποιητικό στοιχείο των Σλάβων σήμερα είναι η γλώσσα. Αν και είναι πολυπληθείς λαοί, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ενιαίο κράτος. Καθόλη την ιστορική τους διαδρομή έζησαν χωρισμένοι σε πολυάριθμες φυλές και κάθε φυλή περιελάμβανε πολλά κοινά στοιχεία με τις άλλες. Σε περίπτωση πολέμου, συνασπίζονταν αυτές οι φυλές σε συμμαχίες, οι οποίες όμως δεν φημίζονταν ούτε για τη σταθερότητα ούτε για τη διάρκειά τους, γεγονός που εξηγεί την ασθενή αντίστασή τους στις διάφορες εισβολές.
Στηριζόμενοι στα παραπάνω και συνοψίζοντας, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα: Οι Σλάβοι ήταν μέλη μιας αγροτοποιμενικής κοινωνίας και ζούσαν σε αρκετά μεγάλα χωριά που συνήθως περιβάλλονταν από υποτυπώδη τείχη κατασκευασμένα από πασσάλους. Οι μεταναστεύσεις που επιχείρησαν ήταν πολλές και τα εδάφη τα οποία εποίκησαν είχαν κατοικηθεί παλαιότερα από πολλούς άλλους λαούς. Στα μέσα της 1ης χιλιετίας π.Χ. την περιοχή που κατοικούν οι Σλάβοι τη διέσχισαν οι Κέλτες και οι Γερμανοί από τη Δύση, καθώς και οι Σκύθες και οι Σαρμάτες από την Ανατολή, κατά την πορεία τους προς το Δέλτα του ποταμού Δούναβη. Κατά τους επόμενους αιώνες, οι Σλάβοι συμβίωσαν με αυτούς τους λαούς και ανέπτυξαν πολιτιστικές σχέσεις μαζί τους. Τα γερμανικά φύλα εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του άνω ρου του ποταμού Οντερ και του νότιου ρου των ποταμών Βιστούλα και Οντερ χωρίς να ενοχλούνται από τους Σλάβους που ζούσαν εκεί, τους οποίους και υπέταξαν.
Τον 3ο μ.Χ. αιώνα, οι Γότθοι και οι Γέπιδες εγκατέλειψαν την περιοχή του κάτω ρου του Βιστούλα και τον 4ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στον Εύξεινο Πόντο. Εκεί δημιούργησαν ένα νέο κράτος με τη σύμπραξη ενός σλαβικού φύλου. Το 370 μ.Χ. εισέβαλαν σε αυτό οι Ούννοι και υπέταξαν τους Σλάβους και τους Γερμανούς. Η αυτοκρατορία των Ούννων κατέρρευσε και οι νέες μεταναστεύσεις των γερμανικών φυλών προς τη Δύση σηματοδότησε την αρχή της μεγάλης μετανάστευσης των Σλάβων. Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, οι Σλάβοι τέθηκαν διαδοχικά υπό την κυριαρχία των Σκυθών και των Σαμαρτών, των Γότθων, των Ούννων και των Αβάρων, τους οποίους ακολούθησαν ως υποτελείς στην επέκτασή τους προς τα δυτικά. Από τον 6ο αιώνα φέρονται να έχουν εγκατασταθεί σε γερμανικές περιοχές κοντά στον ποταμό Ελβα. Στην Χερσόνησο του Αίμου άρχισαν να κατέρχονται το 576 και ξανά το 746, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές περιοχές.
Η διαφοροποίηση των σλαβικών φύλων ήταν αποτέλεσμα αυτής της μετανάστευσης των Σλάβων. Πλέον, ως γεωργικοί πληθυσμοί με μόνιμη εγκατάσταση, οι Σλάβοι αρχικά υιοθέτησαν μια δημοκρατική οργάνωση του πολιτικού και του κοινωνικού τους βίου.

Η ΣΛΑΒΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ                       

Η πρωτόγονη σλαβική θρησκεία φαίνεται ότι είχε δεχθεί ισχυρές ιρανικές επιδράσεις. Οι Σλάβοι ήταν ανιμιστές και ο ανώτερος θεός τους ήταν ο θεός του κεραυνού. Η θρησκεία των αρχαίων Σλάβων είχε ως βάση προχριστιανικές θρησκευτικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν μεταξύ των Σλάβων της ανατολικής Ευρώπης. Για τους θρύλους και τους μ’ύθους των ειδωλολατρών Σλάβων υπάρχουν μόνο αποσπασματικές και διάσπαρτες πληροφορίες, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να ανακατασκευασθεί το σύστημα της θρησκείας τους ή να καταγραφεί το σλαβικό πάνθεο στο σύνολό του.
Εντούτοις, είναι γνωστές ορισμένες κοινές πεποιθήσεις μεταξύ των περισσοτέρων προχριστιανικών Σλάβων. Σύμφωνα με τη σλαβική μυθολογία, ο Θεός διέταξε τον διάβολο να μεταφέρει μια χούφτα άμμο από τον βυθό της θάλασσας και να δημιουργήσει τη γη με αυτή. Η σλαβική θρησκεία χαρακτηρίζεται συχνά από έναν δυϊσμό, με έναν μαύρο θεό που μνημονεύεται στις κατάρες και έναν λευκό θεό, τον οποίο επικαλούντο για να προστατεύσει ή να ελεήσει. Οι θεοί της αστραπής και της φωτιάς ήταν επίσης κοινοί. Οι αρχαίοι Ρώσοι φαίνεται ότι έστηναν τα είδωλά τους σε υπαίθριους χώρους, αλλά οι Σλάβοι της Βαλτικής έκτιζαν ναούς και στέγαζαν τους ιερούς χώρους όπου τελούσαν τις εορτές τους με θυσίες ζώων και ανθρώπων. Τέτοιες τελετές περιελάμβαναν συχνά και κοινοτικά συμπόσια στα οποία καταναλωνόταν η σάρκα των θυσιασμένων ζώων.
Γενικά, θεωρείται ότι οι πιο πρώιμες σλαβικές θρησκευτικές πεποιθήσεις βασίσθηκαν στην αποδοχή ότι ολόκληρος ο φυσικός κόσμος κατοικείται και διευθύνεται από πνεύματα και μυστηριώδεις δυνάμεις. Αργότερα, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου οι Σλάβοι απέκτησαν οργανωμένη πολιτιστική ζωή και αναμείχθηκαν με άλλους λαούς, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους έγιναν λιγότερο ανιμιστικές. Τα ασαφή πνεύματα της φύσης «ενανθρωπίστηκαν» μετατρεπόμενα σε θεότητες με ειδικές δυνάμεις και υποχρεώσεις. Ο ανώτατος θεός των ανατολικών και νότιων Σλάβων ήταν ο Περούν (Perun), θεός της αστραπής και του κεραυνού. Επειδή ήλεγχε τα στοιχεία της φύσης, την προστασία του επικαλούντο κυρίως σε εποχές συγκομιδής και σιτοδείας. Ένα άγαλμα του Περούν υπήρξε στο Κίεβο μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα. Ο Σβάρογκ (Svarog), ένας άλλος θεός ο οποίος ήταν γνωστός στους περισσότερους σλαβικούς λαούς, θεωρείτο πατέρας των θεών και βασιλιάς των ουρανίων υπάρξεων. Μεταξύ των γιών του συμπεριλαμβάνονταν ο Μπαζμπόγκ (Dazhbog), θεός του ήλιου και ο Σβάραζιτς (Svarazic), θεός της φωτιάς. Δύο άλλοι σημαντικοί θεοί της σλαβικής θρησκείας ήταν οι Μπιέλομπογκ (Byelobog, ο «λευκός θεός») και ο Τσέρνομπογκ (Chernobog, ο «μαύρος θεός»). Αυτοί οι δύο θεοί αντιπροσώπευαν της αντιμαχόμενες δυνάμεις του Καλού και του Κακού και αντικατόπτριζαν τη σλαβική πίστη σε έναν φυσικό δυϊσμό του σύμπαντος. Εντούτοις, διάφοροι μύθοι και τελετουργικά στοιχεία αποκαλύπτουν τη λατρεία και πολλών άλλων θεών συμπεριλαμβανομένης της λατρείας των γήινων θεοτήτων.
Οι Σλάβοι της Βαλτικής είχαν μια ιδιαίτερα πλούσια παράδοση και μια καλά οργανωμένη θρησκευτική ζωή. Τα θρησκευτικά τους κέντρα, οι ναοί, τα μαντεία και το ιερατείο τους, δημιουργήθηκαν κάτω από την επιρροή άλλων θρησκειών και ιδιαιτέρως των σκανδιναβικών. Οι θεοί των Σλάβων της Βαλτικής επινοήθηκαν αργότερα από εκείνους των άλλων Σλάβων, εξυπηρετώντας πολιτικούς σκοπούς. Πιθανώς η πιο ισχυρή σλαβική λατρεία της Βαλτικής ήταν εκείνη του Ραντογκόστ-Σβάραζιτς, η οποία συνέβαλε στη διατήρηση της συνοχής πολλών σλαβικών φυλών. Όταν τον 12ο αιώνα η Αρκόνα έγινε το σημαντικότερο σλαβικό πολιτικό κέντρο, ο θεός της Σβάντοβιτ (Svantovit) έγινε ο κυρίαρχος σλαβικός θεός και η σημαντικότερη ηλιακή θεότητα. Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού, οι μεγάλες θεότητες των Σλάβων εξαφανίσθηκαν, αν και πολλά στοιχεία τους επιβίωσαν στη λαϊκή παράδοση, με αποτέλεσμα οι ειδωλολατρικές ιεροτελεστίες να γίνουν αναπόσπαστο μέρος των θρησκευτικών τελετών των Χριστιανών πλέον Σλάβων.
Η σλαβική μυθολογία και θρησκεία εξελίχθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια των ετών. Μερικοί Σλάβοι εξερευνητές υποθέτουν ότι ορισμένα στοιχεία τους προέρχονται από τη νεολιθική ή πιθανώς και από τη μεσολιθική εποχή. Η σλαβική θρησκεία έχει πολυάριθμα κοινά γνωρίσματα με άλλες, η προέλευση των οποίων ανάγεται πρωτοϊνδοευρωπαϊκή θρησκεία. Πολλές γενεές Σλάβων καλλιτεχνών έχουν εμπνευσθεί από αυτή. Σε αντίθεση με την ελληνική ή την αιγυπτιακή μυθολογία, δεν υπάρχει κανένα αυθεντικά πρωτότυπο αρχείο ή αναφορά για τη σλαβική μυθολογία, διότι δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα ότι οι Σλάβοι είχαν οποιοδήποτε σύστημα γραφής πριν από τον εκχριστιανισμό τους. Επομένως, όλες οι αρχικές θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι παραδόσεις τους είναι πιθανόν ότι μεταδόθηκαν προφορικά από γενεά σε γενεά και πιθανώς λησμονήθηκαν με την πάροδο των αιώνων, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Πριν από τον εκχριστιανισμό τους, τα διάσπαρτα αρχεία της σλαβικής θρησκείας καταγράφηκαν από μη Σλάβους χριστιανούς ιεραποστόλους, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την ακρίβεια των στοιχείων που περιελάμβαναν στο έργο τους, ούτε υπήρξαν αντικειμενικοί στις καταγραφές των ειδωλολατρικών πεποιθήσεων.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα των αρχαίων σλαβικών ειδώλων και λαρνακών που έχουν αποκαλυφθεί, δεν μας παρέχουν αρκετά στοιχεία. Κατάλοιπα των παλαιών μυθολογικών πεποιθήσεων και των ειδωλολατρικών τελετών επιβιώνουν μέχρι τις ημέρες μας σε λαϊκά έθιμα, τραγούδια και ιστορίες όλων των σλαβικών εθνών. Η ανασύσταση των αρχαίων μύθων από τα υπολείμματα που επιβίωσαν στη λαογραφία κατά τη διάρκεια 1.000 ετών είναι ένας σύνθετος και δύσκολος στόχος που ενδέχεται να οδηγήσει τους ερευνητές σε παρεκβάσεις, και κατ΄ επέκταση, σε παρερμηνείες, συγχύσεις ή ακόμη και σε σαφείς παραποιήσεις και επινοήσεις.

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΗΓΕΣ     

Όπως ήδη ειπώθηκε, δεν υπάρχουν γραπτές πηγές σχετικά με τη σλαβική μυθολογία που να προηγούνται του κατακερματισμού της ενιαίας πρωτοσλαβικής ομοεθνίας σε δυτικούς, ανατολικούς και νότιους Σλάβους. Μια πιθανή εξαίρεση αποτελεί πιθανώς μια σύντομη σημείωση στο ιστορικό έργο του Ηροδότου, που αναφέρει μια φυλή των Νεύρων στον μακρινό Βορρά, για τους οποίους αναφέρει ότι μεταμορφώνονταν σε λύκους για ορισμένες ημέρες του χρόνου. Κάποιοι ερευνητές έχουν συνδυάσει αυτή την αναφορά με τη σλαβική δοξασία για τους λυκανθρώπους, ωστόσο είναι μάλλον απίθανο ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός να αναφέρεται σε κάποια σλαβική φυλή.
Η πρώτη καθοριστική γραπτή αναφορά στους Σλάβους και στη μυθολογία τους γίνεται από τον Βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο, ο οποίος στο έργο του De Bello Gothico παραθέτει τις δοξασίες ορισμένων νοτιοσλαβικών φυλών που διέσχιζαν τον Δούναβη πραγματοποιώντας διήμερες επιδρομές. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, αυτοί οι Σλάβοι λάτρευαν έναν μόνο θεό, Κύριο των πάντων, ο οποίος δρούσε με όργανα την αστραπή και τον κεραυνό. Αν και ο ιστορικός δεν αναφέρει ρητά το όνομα της θεότητας , μπορεί να υποτεθεί ότι κάνει λόγο για τον θεό που αποκαλείται Περούν σε μεταγενέστερες ιστορικές πηγές, αφού σε πολλές σλαβικές διαλέκτους μέχρι σήμερα Περούν σημαίνει «αστραπή» ή «βροντή». Ο Προκόπιος καταγράφει επίσης την πίστη τους σε διάφορους δαίμονες και νύμφες, αλλά δεν αναφέρει ονόματα.
Το «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό» είναι ένα σημαντικό έργο με πολλές αξιόλογες αναφορές στην ιδεολογία των ανατολικών Σλάβων. Το χρονικό εξιστορεί κατά γράμμα την ιστορία του ανατολικού σλαβικού κράτους. Αν και το χειρόγραφο συντάχθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα, περιέχει αντιγραφές από παλαιότερα κείμενα και περιγράφει τα γεγονότα που προηγούνται του εκχριστιανισμού των Ρώσων του Κιέβου. Δύο θεοί, οι Περούν και Βέλες/Βόλος (Veles/Volos), αναφέρονται σε κείμενα του 10ου αιώνα, σε συνθήκες ειρήνης μεταξύ ειδωλολατρών ηγεμόνων των ανατολικών Σλάβων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Αργότερα, ο χρονογράφος Νέστωρ περιγράφει το πάνθεο το οποίο εισήχθη από τον πρίγκιπα Βλαδίμηρο στο Κίεβο το 980. το πάνθεο του Βλαδίμηρου περιλαμβάνει τους Περούν, Χορς, Νταζμπογκ, Στριμπόγκ, Σιμάργκλ και Mokosh.
Ο Υπατιανός Κώδικας του «Παλαιού Ρωσικού Χρονικού» μνημονεύει τον Svarog, συγκρίνοντάς τον με τον ελληνικό θεό Ήφαιστο. Επίσης, είναι πολύ σημαντικά τα χωρία στο ανατολικό σλαβικό έπος με τίτλο «Ιστορία της εκστρατείας του Ιγκόρ», στο οποίο καταγράφονται οι θεοί Βέλες, Νταζμπόγκ και Χορς. Το «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό» χρονολογείται περί τα τέλη του 12ου αιώνα, μολονότι η αυθεντικότητα αυτού του έργου είναι συζητήσιμη. Τα περισσότερα και πλουσιότερα γραπτά αρχεία αφορούν τη δυτική σλαβική ειδωλολατρία και ιδιαίτερα τις φυλές των Βένδων και των Πολάβιων, οι οποίες κατέστη δυνατόν να εκχριστιανισθούν μόλις κατά το τέλος του 12ου αιώνα. Οι Γερμανοί ιερείς και ιεραπόστολοι, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στις ειδωλολατρικές δοξασίες, μας κληροδότησαν εκτενείς αναφορές σχετικά με τα παλαιά μυθολογικά συστήματα τα οποία αγωνίσθηκαν να εξαλείψουν. Ωστόσο, αυτοαναιρούνται από τα «ευσεβή ψέματα» που χρησιμοποιούν προκειμένου να παρουσιάσουν τους ειδωλολάτρες Σλάβους ως αιμοδιψείς βαρβάρους. Δεδομένου ότι κανένας από εκείνους τους ιεραποστόλους δεν έμαθε τη σλαβική γλώσσα, τα γραπτά τους αποτελούν ένα μείγμα πολύτιμων πληροφοριών, λαθών, σύγχυσης, καθώς και εκτεταμένης υπερβολής.
Σημαντικές πληροφορίες περιλαμβάνει ένα χρονικό με συγγραφές τον Τίτμαρ του Μέρσεμπουργκ των αρχών του 11ου αιώνα, ο οποίος περιγράφει έναν ναό στην πόλη Ρίντεγκοστ ή Ράνταγκαστ όπου λατρευόταν ο μεγάλος θεός Ζουαράσιτς (Σβάρογιτς). Σύμφωνα με τον Τίτμαρ, αυτό ήταν το πιο ιερό μέρος στη γη των παγανιστών Σλάβων και για αυτούς ο θεός Σβάρογιτς ήταν μια από τις πιο σημαντικές θεότητες.
Ένα άλλο πολύτιμο έγγραφο είναι το Chronica Slavorum, γραμμένο προς τα τέλη του 12ου αιώνα από τον Helmold, έναν Γερμανό ιερέα. Αυτός αναφέρει τον «δαίμονα» Zerneboh (Crnobog), τον θεό Porenut, τη θεά Siwa, μερικές απροσδιόριστες θεότητες των οποίων τα αγάλματα είχαν πολλά κεφάλια. Τέλος, αναφέρει τον μεγάλο θεό Σβάντεβιτ, που λατρευόταν στη νήσο Ruegen και που ήταν, σύμφωνα με τον Helmod, ο πιο σημαντικός θεός όλων των δυτικών Σλάβων. Το τρίτο αναμφισβήτητα σημαντικό αρχείο προέρχεται από τον Δανό χρονογράφο Saxo Grammaticus, ο οποίος στο έργο του Gesta Danorum περιέγραψε τον πόλεμο που διεξήγαγε το 1168 ο Δανός βασιλιάς Βάλντεμαρ εναντίον των Βένδων του Ruegen, την κατάκτηση της πόλης τους στο ακρωτήριο Arcona και την καταστροφή του μεγάλου ναού του Σβάντεβιτ που υπήρχε εκεί. Ο Saxo περιέγραψε σχολαστικά τη λατρεία του Σβάντεβιτ, τα έθιμα που τη συνόδευαν, καθώς και το υψηλό, τετρακέφαλο άγαλμα του θεού. Επίσης ανέφερε τα πολυκέφαλα αγάλματα των θεών των άλλων σλαβικών φυλών και Rugievit, Porewit και Porentius.
Η τέταρτη σημαντική πηγή είναι τρείς βιογραφίες του Γερμανού πολεμιστή-επισκόπου αγίου Οττο, ο οποίος στις αρχές του 12ου αιώνα ηγήθηκε πολλών στρατιωτικο-ιεραποστολικών εκστρατειών στις περιοχές όπου ζούσαν τα σλαβικά φύλα της Βαλτικής θάλασσας. Σύμφωνα με αυτά τα χειρόγραφα, ο πιο σημαντικός σλαβικός θεός ήταν ο Triglav, του οποίου οι ναοί στο Στετίνο ήταν σεβαστά μαντεία. Σε ορισμένες πόλεις λατρευόταν ο πολεμικός θεός Gerovits (πιθανή παραφθορά του Jarovit), μια σλαβική θεότητα πιθανώς ταυτισμένη με τον Jarilo της ανατολικής σλαβικής παράδοσης.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ        

Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φώς πολλά αγάλματα προχριστιανικών σλαβικών θεών. Το 1848 στις όχθες του ποταμού Zbruch της Σλοβενίας βρέθηκε ένα υψηλό λίθινο άγαλμα, με τέσσερα πρόσωπα καλυμμένα από έναν λίθινο πίλο. Λόγω της ομοιότητάς του με την περιγραφεί που δίνει ο Saxo για το μεγάλο είδωλο που βρισκόταν στο ναό του Ruegen, το άγαλμα αυτό ταυτίσθηκε με μια αναπαράσταση του Svantevit, μολονότι δεν είναι βέβαιο ότι πρόκειται για το γνήσιο Svantevit του Ruegen. Ανακαλύφθηκαν και αλλού διάφορα πολυκέφαλα αγάλματα. Ένα μικροσκοπικό τετρακέφαλο άγαλμα του 10ου αιώνα, χαραγμένο επάνω σε οστό, ανακαλύφθηκε στα ερείπια της Πρεσθλάβας, πρωτεύουσας των μεσαιωνικών Βουλγάρων τσάρων. Ένα σχέδιο δικεφάλου ανθρώπου σε καθιστή στάση, εγχάρακτο σε ξύλο, ανακαλύφθηκε σε ένα νησί στη λίμνη Tollensesee κοντά στο Neubrandenburg. Κατά τον Μεσαίωνας σ΄ αυτή την περιοχή κατοικούσε η σλαβική φυλή Dolenain, της οποίας το όνομα επέζησε ως ονομασία για την ομώνυμη λίμνη. Επιπλέον, ένα τρικέφαλο άγαλμα ανακαλύφθηκε στη Δαλματία σε έναν λόφο που έφερε το όνομα Suvid, όχι μακριά από την κορυφή του όρους Dinara (Troglav).
Εκτός των άλλων, έχουν ανακαλυφθεί υπολείμματα διαφόρων σλαβικών λαρνακών. Αρχαιολογικές ανασκαφές στο ακρωτήριο Arcona της νήσου Ruegen έχουν ανακαλύψει τα ερείπια ενός μεγάλου ναού και μιας πόλης, η οποία ταυτίζεται με εκείνην που περιγράφει ο Saxo. Στο Νοβγκοροντ, στην αρχαία «σκήτη» του Περούν, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα απομεινάρια μιας λάρνακας η οποία πιθανότατα ήταν αφιερωμένη στον Περούν. Η λάρνακα αποτελείται από μια ευρεία κυκλική πλατφόρμα στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ένα άγαλμα. Η πλατφόρμα περιβάλλεται από μία τάφρο, στην οποία περιέχονται τα ερείπια θυσιαστικών βωμών. Τα απομεινάρια μιας ακρόπολης με παρόμοια αρχιτεκτονική ανακαλύφθηκαν σε μια τοποθεσία με το δηλωτικό όνομα Pohansko (Paganic), κοντά στη Πεσθλάβα.
Τα πολυκέφαλα αγάλματα και τα υπολείμματα των λαρνακών με τα πολλαπλά θυσιαστήρια επιβεβαιώνουν τις γραπτές αναφορές των Χριστιανών ιεραποστόλων σχετικά με τη λατρεία των πολυκέφαλων σλαβικών θεοτήτων και μαρτυρούν ότι η αρχαία σλαβική μυθολογία έδινε μεγάλη έμφαση στη λατρεία τέτοιας μορφής. Τέλος, σημαντικά είναι και τα θραύσματα διαφόρων αγγείων, δείγματα του πολιτισμού της Ρωσίας, τα οποία κατασκευάσθηκαν τον 4ο αιώνα. Ο Ρώσος αρχαιολόγος Μπόρις Ρυμπάκωφ (Boris Rybakov) ερμήνευσε ορισμένα σύμβολα που είναι χαραγμένα επάνω τους ως ντοκουμέντα του αρχαίου σλαβικού ημερολογίου.   


ΜΙΧΑΗΛ Σ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΘ. ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ SBS ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ


βιβλιογραφία: Όλη Ελληνική και ξενόγλωσση σχετική με το παρών θέμα



Ασπαρούχ( Βούλγαρος ηγεμόνας (χαν))


Στην επόμενη ανάρτηση : Η εθνοτική καταγωγή των βουλγάρων




Δεν υπάρχουν σχόλια: