Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ – Η ΕΘΝΟΤΙΚΗ
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ
Ασπαρούχ( Βούλγαρος χαγάνος (ηγεμόνας))
«Μόνο οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι
καταβάλλουν φροντίδας διά την πολεμικήν ισχυροποίησιν αυτών και μάχονται υπό
ένα διοικητήν και κατά τρόπον σθεναρότερον απ΄ ότι τα έθνη των Σκυθών».
΄Τακτικά΄
Λέοντος ΣΤ΄ Σοφού, Βιβλίο ΙΙΙ, κεφάλαιο Δ΄, παράγραφος 43.
Ένα
από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα, το οποίο όπως απέδειξε αργότερα η εξέλιξη της
ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και την πορεία της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν και το φαινόμενο που συντελέσθηκε μέσα σε μια
περίοδο αιώνων, από τον 1ο αι. ως τον 8ο αι. μ.Χ. της
«Μεγάλης Μετανάστευσης» των λαών.
Από
τον 1ο αι. ως τον 4ο αι. μ.Χ. συννικά φύλα προερχόμενα
από τη νότια Σιβηρία και τα Αλτάια υψώματα παρέσυραν στο πέρασμα τους
πληθυσμούς προκαλώντας τη μεγάλη μετανάστευση των λαών. Κατά το διάστημα
370-376 κάποια από τα φύλα αυτά πέρασαν δυτικά του Βόλγα και εγκαταστάθηκαν εκατέρωθεν
του ποταμού Δνείστερου. Στα ανατολικά μεταξύ των ποταμών Δνείπερου και
Δνείστερου, εγκαταστάθηκαν οι Οστρογότθοι και στα δυτικά, μεταξύ των ποταμών
Δνείστερου και Δούναβη, οι Βησιγότθοι. Αυτοί οι λαοί κατά την κάθοδό τους προς
τα δυτικά παρέσυραν και σλαβικά φύλα.
Οι
Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική αποτελούσαν ένα σύνολο από φυλές και
γένη που συνενώνονταν, μόνιμα ή προσωρινά, σε μεγαλύτερες ομάδες υπό την ηγεσία
ενός ζουπάνου (αρχηγού της φατρίας), για πολεμικούς κυρίως, σκοπούς.
Τυπικά
σε κάθε περίοδο όλοι οι Σλάβοι ήταν πολεμιστές. Ήταν οπλισμένοι κυρίως με
δόρατα, ακόντια, ορθογώνιες ξύλινες ασπίδες, πελέκεις και τόξα με
δηλητηριασμένα βέλη. Οι αρχηγοί τους έφεραν αλυσιδωτούς θώρακες και ξίφη.
Προτιμούσαν τις ενέδρες σε ορεινά και δασωμένα περάσματα ή τις αψιμαχίες σε
ανώμαλα εδάφη. Κάθε φορά που αναγκάζονταν να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως ορμούσαν
με κραυγές εναντίον των εχθρών. Σε περίπτωση που οι τελευταίοι διατηρούσαν τις
θέσεις τους οι Σλάβοι υποχωρούσαν στους πρόποδες των λόφων ή στις παρυφές των
βουνών και από εκεί αμύνονταν.
Η
τακτική αυτή δεν μπορούσε να προκαλέσει πρόβλημα στον οργανωμένο βυζαντινό
στρατό.
Πολύ
γρήγορα όμως η εμφάνιση του πολεμικού λαού των Βουλγάρων και η υποταγή των
Σλάβων σε αυτόν μετέτρεψε τις παλαιές σλαβικές ενοχλήσεις σε θανάσιμο κίνδυνο
για την ίδια την ύπαρξη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
(*
χρησιμοποιούμε το δυτικό όρο ΄Βυζαντινή΄ αυτοκρατορία συμβατικά για να γίνουμε
κατανοητοί. Ενώ ο σωστός όρος ιστορικά είναι Ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία).
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ
ΟΙ
ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ
Οι
πρώτες πληροφορίες των βυζαντινών πηγών για τα βουλγαρικά φύλα (Ογούροι,
Ονόγουροι, Κουτρίγουροι κτλ.) σχετίζονται με τις εξελίξεις στην κεντρική Ασία,
χώρο προέλευσης των Βουλγάρων, στα μέσα του 5ου αιώνα. Γύρω στο έτος
460, οι επιθέσεις των Αβάρων που ζούσαν στην περιοχή γύρω από την έρημο Γκόμπι,
προκάλεσαν ένα κύμα μετανάστευσης λαών προς τα δυτικά. Η επίθεση των Αβάρων
προσέβαλε πρώτα τους Σαβείρους Ούννους, που ζούσαν στο δυτικά Τιεν-Σαν και την
περιοχή του ποταμού Ιλι. Οι Σαβείροι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν προς τα
δυτικά, στην καζακική στέπα και εκδίωξαν μέρος των ογουρικών φυλών που ζούσαν
εκεί. Οι ογουρικές και ονογουρικές φυλές μετανάστευσαν δυτικότερα και αφού
διέσχισαν τον Βόλγα και τις στέπες γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, εγκαταστάθηκαν
προσωρινά στην κεντρική Ευρώπη, όπου λίγο καιρό πριν υπήρχε το συννικό βασίλειο
του Αττίλα. Μετά τη διάλυση του συννικού βασιλείου, τα βουλγαρικά φύλα διέφυγαν
στην περιοχή βόρεια του Καυκάσου. Το 557 οι Αβάροι, ακολουθώντας τα βήματα των
Ονογούρων και των Σαβείρων, ήλθαν και αυτοί στην Ευρώπη. Οι απεσταλμένοι τους
πέρασαν τον Καύκασο και εμφανίσθηκαν στο Βυζάντιο στις αρχές του 558. ως
σύμμαχοι των Βυζαντινών, υπέταξαν τους νομάδες που ζούσαν μεταξύ του Βόλγα και
του Καυκάσου, ανάμεσά τους οι Ονογούροι και οι Σαβείροι. Μια δεκαετία αργότερα,
το 567, οι Τούρκοι εχθροί των Αβάρων, μετανάστευσαν προς την περιοχή τους. Οι
Αβάροι πέρασαν τον ποταμό Ντον και μετέβησαν δυτικά όπου ήλπιζαν να βρουν
καταφύγιο απέναντι στην επικείμενη απειλή. Οι λαοί της στέπας που ζούσαν
ανάμεσα στο Βόλγα, τον Ντον και τον Καύκασο πέρασαν υπό την τουρκική κυριαρχία.
Κάποιοι από αυτούς, όπως οι Ογούροι, είχαν υποταγεί εκουσίως στους Τούρκους,
ενώ άλλοι, όπως οι Ονογούροι και οι Αλανοί, υποτάχθηκαν με τη βία.
Η
πρώτη επαφή του Βυζαντίου με μια συγκροτημένη βουλγαρική ηγεμονία σχετίζεται με
την εξέγερση του Κουβράτου εναντίον των Αβάρων ή κατά μία άλλη εκδοχή, των
δυτικών Τούρκων, γύρω στο 635. Η επιτυχία της εξέγερσης οδήγησε στη σύσταση της
λεγόμενης «Μεγάλης Βουλγαρίας», η οποία είχε ως κέντρο τις περιοχές γύρω από
την Αζοφική Θάλασσα και εκτεινόταν στις στέπες που περικλείουν οι ποταμοί
Δνείπερος, Ντον και Κουμπάν μέχρι το Δέλτα του Δούναβη, ένας χώρος στενά
συνδεδεμένος με τα βυζαντινά γεωπολιτικά συμφέροντα βόρεια του Καυκάσου.
Η
περιοχή του Καυκάσου είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τη βυζαντινή διπλωματία, καθώς
παρείχε στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να παρακολουθεί και να αντιμετωπίζει
έγκαιρα τις κινήσεις των ασιατικών λαών εναντίον της και να προστατεύει
αποτελεσματικά τα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά της συμφέροντα. Για την
επίτευξη αυτού του στόχου, το Βυζάντιο δημιούργησε μια αλυσίδα συμμάχων ή
υποτελών κρατών στον χώρο του Καυκάσου, του κάτω Βόλγα και της Αζοφικής
θάλασσας, κυρίως χάρη στη διπλωματική δραστηριότητα του αυτοκράτορα
Ιουστινιανού Α΄. Σε αυτή τη γεωγραφική έκταση, η αυτοκρατορία προσέδιδε
ιδιαίτερη σημασία στις στέπες ανάμεσα στον κάτω Βόλγα και την Αζοφική θάλασσα,
οι οποίες παρείχαν εύκολη πρόσβαση στους νομάδες εισβολείς από την κεντρική
Ασία προς την Ευρώπη. Από τις σχέσεις που θα είχαν οι κάτοικοι των νοτιορωσικών
στεπών με το Βυζάντιο, εξαρτάτο το εάν θα προστάτευαν αυτόν τον χώρο για
λογαριασμό της αυτοκρατορίας και κατ΄ επέκταση εάν θα βοηθούσαν στη διατήρηση
της ισορροπίας δυνάμεων κατά μήκος του βορείου μετώπου της.
Από
τα τέλη του 5ου αιώνα, στην περιοχή βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, της
Αζοφικής και του κάτω Ντον, γνωστή μετέπειτα ως «Μεγάλη Βουλγαρία», κατοικούσαν
βουλγαρικά φύλα (οι Κουτρίγουροι στα δυτικά και οι Ουτίγουροι με τους
Ονο΄γούρους στα ανατολικά), τα οποία κατά καιρούς επέδραμαν στα εδάφη της
αυτοκρατορίας ή περιέρχονταν στη σφαίρα επιρροής της. Στα μέσα του 6ου
αιώνα, ολόκληρη η περιοχή περιήλθε υπό τον έλεγχο των Αβάρων, οι οποίοι
παρένειναν εκεί για μικρό χρονικό διάστημα, έως τη μετανάστευσή τους στο
λεκανοπέδιο των Καρπαθίων.
Στις
αρχές του 7ου αιώνα, η εξασφάλιση της ειρήνης στα βόρεια σύνορα του
Βυζαντίου αποτέλεσε για την Κωνσταντινούπολη επιτακτική ανάγκη εξαιτίας του
νέου κινδύνου που είχε να αντιμετωπίσει στην Ανατολή, τους Άραβες, καθώς και
των προβλημάτων που δημιούργησε η εγκατάσταση διαφόρων σλαβικών φυλών στα
βυζαντινά εδάφη της Βαλκανικής. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Πατριάρχη
Νικηφόρου και του Ιωάννη Νικίου, ο ηγεμόνας των Ονογούρων Ορχάν επισκέφθηκε
μαζί με το νεαρό ανιψιό του Κούβρατο την Κωνσταντινούπολη το 619 και κατά την
εκεί παραμονή τους βαπτίστηκαν χριστιανοί. Ο Οχράν απέκτησε τον τίτλο του
πατρικίου ενώ ο Κούβρατος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη για μεγαλύτερο
διάστημα μετά την αποχώρηση του Οχράν.
Πιθανότατα
το 635, αφού πρώτα είχε κατορθώσει να απελευθερώσει τον λαό του, ο Κούβρατος
έστειλε πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στη Συρία,
αποδέχθηκε την πιθανή πρόταση συμμαχίας του Κούβρατου και μεταξύ των δύο
ηγεμόνων υπογράφθηκε συνθήκη η οποία, σύμφωνα με τον Νικηφόρο, διατηρήθηκε
μέχρι τον θάνατο του Ηρακλείου το 641. στον ηγεμόνα των Ονογούρων Βουλγάρων
εστάλησαν πλούσια δώρα και του απονεμήθηκε από τον αυτοκράτορα ο τίτλος του
πατρικίου. Αν και ο Νικηφόρος, η μοναδική πηγή που αναφέρει την πρεσβεία του
Κουβράτου στην Κωνσταντινούπολη, δεν παρέχει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες όσον
αφορά το περιεχόμενο της συνθήκης με τον αυτοκράτορα Ηράκλειο. Εντούτοις η
συνθήκη αυτή πρέπει να ήταν αρκετά σημαντική, καθώς τα πλούσια δώρα και
ιδιαίτερα ο βυζαντινός τίτλος του πατρικίου είναι στοιχεία που φανερώνουν τις
στενές σχέσεις του Ονογούρου ηγεμόνα προς το Βυζάντιο. Το γεγονός αυτό συνέβαλε
στη σταθεροποίηση της πολιτικής θέσης του Κουβράτου στο εσωτερικό της χώρας του
και ενίσχυσε το γόητρό του εκτός των ορίων της ηγεμονίας του. Αν μάλιστα
δεχθούμε την περιγραφή του Ιωάννη Νικίου, οι σχέσεις του με τον Ηράκλειο ήταν
τόσο ισχυρές, ώστε μετά το θάνατο του αυτοκράτορα αναμείχθηκε στην έριδα της
διαδοχής, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα της χήρας του Ηρακλείου Μαρτίνας και του
γιού της Ηρακλωνά εναντίον του Κωνσταντίνου Γ΄ . Έχοντας πλέον ισχυροποιήσει τη
θέση του, ο Κούβρατος πέτυχε σταδιακά να ενώσει κάτω από την εξουσία του όλα τα
βουλγαρικά φύλα που ζούσαν βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, της Αζοφικής και του
Καυκάσου και να δημιουργήσει τη λεγόμενη «Μεγάλη ή παλαια Βουλγαρία». Το
Χαγανάτο της Μεγάλης Βουλγαρίας διαλύθηκε λίγο μετά το θάνατο του Κούβρατου, ο
οποίος χρονολογείται την εποχή του αυτοκράτορα Κώνσταντος Β΄ (641-668), από
εσωτερικές έριδες αλλά και την προέλευση των Χαζάρων. Ο Κούβρατος αποτελεί
χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ΄δορυφόρου ηγεμόνα΄ και φύλακα των συμφερόντων της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας στον ζωτικής σημασίας για αυτή χώρο βόρεια του Καυκάσου. Η
προσέγγισή του με την Κωνσταντινούπολη αποτελεί σημαντικό επίτευγμα της
βυζαντινής διπλωματίας, αφού η αυτοκρατορία απέκτησε έναν ισχυρό και έμπιστο
σύμμαχο, ο οποίος προστάτευε τα συμφέροντά της σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη
περιοχή.
Η
ΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
Παρά
τις παραινέσεις και τις συμβουλές του Κουβράτου προς τους πέντε γιούς του να
παραμείνουν ενωμένοι και να διατηρήσουν την ισχύ και την ανεξαρτησία της χώρας
τους, η διχόνοια που ξέσπασε ανάμεσα στους διαδόχους του λόγο μετά το θάνατο
του Κουβράτου, αλλά και η προέλαση των Χαζάρων στο χώρο της Μαύρης Θάλασσας,
διέλυσαν τη ΄Μεγάλη Βουλγαρία΄. Ο τρίτος γιός του Κουβράτου, ο Ασπαρούχ,
(635/640-περ. 700), ακολουθούμενος από ένα μέρος του λαού της, εγκατέλειψε τα
εδάφη της και αφού πέρασε τους ποταμούς Δνείπερο και Δνείστερο, εγκαταστάθηκε
στη σημερινή κάτω Βεσσαραβία (η περιοχή του Ογλου) πιθανότατα μεταξύ του
670-680, απ΄ όπου και διενεργούσε επιδρομές στη βαλκανική ενδοχώρα.
Η
απειλητική εμφάνιση του Ασπαρούχ ανάγκασε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο
Δ΄ τον Πωγωνάτο (668-685) να κινηθεί με το στρατό του το 680 για να αποτρέψει
την εγκατάσταση του Ασπαρούχ μέσα στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο Βυζαντινός
χρονογράφος Θεοφάνης περιγράφει ως εξής την πρώτη σύγκρουση του Βυζαντίου με
τους Βουλγάρους: « Ο αυτοκράτορας όταν
έμαθε πως ένας λαός ρυπαρός και ακάθαρτος εγκαταστάθηκε ξαφνικά βόρεια του
Δούναβη, στην περιοχή του Ογλου και κάνει επιδρομές και λεηλασίες στις περιοχές
κοντά στον Δούναβη, οργίστηκε και διέταξε να διαπεραιωθούν τα στρατεύματα όλων
των θεμάτων στη Θράκη. Αφού προετοίμασε και τον στόλο του ξεκίνησε την
εκστρατεία του από ξηρά και θάλασσα προκειμένου να τους διώξει. Ο στρατός
έφθασε στον χ΄βρο μεταξύ του Ογλου και του Δούναβη, ενώ ο στόλος βρισκόταν στα
κοντινά παράλια. Οι Βούλγαροι όταν ήδαν τον πολυάριθμο στρατό οχυρώθηκαν στις
ελώδεις περιοχές του Δέλτα του Δούναβη. Για τέσσερις μέρες παρέμειναν εκεί ενώ
οι Βυζαντινοί δεν κινήθηκαν εναντίον τους με δικαιολογία τα έλη της περιοχής.
Το γεγονός αυτό έδωσε θάρρος στους Βουλγάρους. Ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε
κάποια ασθένεια με τα πόδια του και βιαζόταν να επιστρέψει στη Μεσημβρία για τα
αναγκαία λουτρά. Αφού έφυγε με πέντε πλοία και την ακολουθία του έδωσε εντολή
στους στρατηγούς του να τους πολεμήσουν εάν οι Βούλγαροι αποφασίσουν να
εξέλθουν. Το ιππικό όμως θεώρησε ότι ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε το πεδίο της
μάχης και έφυγαν και αυτοί με τη σειρά τους δίχως να τους καταδιώκει κανείς.
Βλέποντας αυτή την εξέλιξη οι Βούλγαροιτους επιτέθηκαν και τους περισσότερους
τους εξόντωσαν ενώ τραυμάτισαν επίσης πολλούς. Και αφού τους καταδίωξαν μέχρι
τον Δούναβη και πέρασαν τον ποταμό έφτασαν μέχρι τη Βάρνα και τα εκεί παράλια.
Τότε είδαν ότι η περιοχή τους παρείχε αρκετή ασφάλεια, καθώς είχαν πίσω τους
τον Δούναβη ενώ μπροστά και στα πλευρά τους τις κλεισούρες του Αίμου και τη
Μαύρη Θάλασσα. Στη συνέχεια υπέταξαν τους γειτονικούς Σλάβους (τις λεγόμενες
επτά γενεές), εγκατέστησαν τους Σεβέρεις προς τα ανατολικά ενώ στα νότια και
στα δυτικά, μέχρι τα σύνορα με τους Αβάρους, εγκατέστησαν ως υποτελείς, τις
υπόλοιπες επτά γενεές. Η επέκταση αυτή τους έκανε πολύ τολμηρούς και άρχισαν να
επιτίθενται και να αιχμαλωτίζουν σε βυζαντινά κάστρα και οικισμούς. Έτσι ο
αυτοκράτορας αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη μαζί τους δίνοντάς τους ετήσιες
χρηματικές χορηγίες ».
Σύμφωνα
με τον Θεοφάνη, η νίκη των Βουλγάρων στην πρώτη τους σύγκρουση με τον βυζαντινό
στρατό οφειλόταν στην ξαφνική φυγή του αυτοκράτορα από το πεδίο της μάχης,
γεγονός που επέτρεψε στους Βουλγάρους να εκμεταλλευτούν τον πανικό των
Βυζαντινών και να τους νικήσουν. Με τη συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε το 681,
το Βυζάντιο αποδέχθηκε την εγκατάστασή τους βόρεια της οροσειράς του Αίμου. Το
βουλγαρικό χαγανάτο του Ασπαρούχ εκτεινόταν από τις εκβολές του Δνείσπερου ως
τον Αίμο. Περιλάμβανε τη Βεσσαράβια, τμήμα της πεδιάδας της Βλαχίας, τη
Δοβρουτσά και την παλαιά επαρχία της κάτω Μυσίας, ανάμεσα στην ακτή της Μαύρης
Θάλασσας και του ποταμού Ισκου (αργότερα έως τον Τιμόκ). Το πολιτικό και
οικονομικό κέντρο του νέου χαγανάτου βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα, καθώς εκεί
ο Ασπαρούχ εγκατέστησε την πρωτεύουσά του Πλίσκα. Η Πλίσκα δημιουργήθηκε στη
στρατηγική θέση της ρωμαϊκής Μαρκιανούπολης, αφού ήλεγχε την πρόσβαση από τον
Νότο προς τη Δοβρουτσά καθώς και το νότιο τμήμα της οδού που συνέδεε τον
Δούναβη με την Αγχίαλο και την Κωνσταντινούπολη μέσα από τα περάσματα του
Αίμου.
Σύμφωνα
με τις πληροφορίες της ΄Αρμενικής Γεωγραφίας΄ προκύπτει ότι υπήρξε πόλεμος και
ανάμεσα στον Ασπαρούχ με τους Αβάρους, πιθανόν μεταξύ του 680-685, με
αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να επεκταθούν και προς τα δυτικά. Οι Αβάροι εκδιώχθηκαν
από τον χώρο του κάτω Δούναβη και απελευθερώθηκαν από την κυριαρχία τους οι
Σλάβοι Τιμοτσάνοι που ζούσαν εκατέρωθεν του ποταμού. Τα δυτικά όρια των
Βουλγάρων έφθασαν μέχρι τις Σιδηρές Πύλες (ανατολικά του Βελιγραδίου),
περιορίζοντας έτσι την ισχύ του αβαρικού χαγανάτου. Στον χώρο που κατέλαβαν οι
Πρωτοβούλγαροι είχε εγκατασταθεί νωρίτερα πολυπληθέστερο σλαβικό στοιχείο, το
οποίο έμελλε να συμβιώσει με τους επήλυδες και να τους αφομοιώσει σταδιακά.
Αυτό ήταν το πλαίσιο της βουλγαρικής εθνογένεσης. Σχετικά με τους Σλάβους, ο
Θεοφάνης πληροφορεί ότι οι Βούλγαροι τους χρησιμοποίησαν για την ασφάλεια των
συνόρων τους αφού εγκατέστησαν τους Σεβέρεις ανατολικά, στα νέα σύνορά τους με
το Βυζάντιο, κοντά στα ορεινά περάσματα της Βερεγάβα (σημ. Ρις, ανατολικά του
Αίμου), ενώ μετακίνησαν επίσης τις λεγόμενες ΄επτά γενεές΄ (φυλές) στα νότια
και δυτικά τους όρια, όπου συνόρευαν με το αβαρικό χαγανάτο. Η εγκατάσταση του
Ασπαρούχ νότια του Δούναβη, η οποία επισημοποιήθηκε με τη συνθήκη του 681,
αποτελεί την απαρχή του ιστορικού βίου για το σημερινό βουλγαρικό κράτος.
Ταυτόχρονα, ολοκληρώθηκε για τα Βαλκάνια η εποχή των μεταναστεύσεων, αφού είχε
προηγηθεί τόσο η εγκατάσταση των Κροατών και των Σέρβων όσο και η αποχώρηση
παλαιότερα των γερμανικών φυλών προς τα δυτικά. Έτσι, στα τέλη του 7ου
αιώνα, διαμορφώθηκε από τις μεταναστεύσεις των παραπάνω λαών μια κατάσταση στη
Βαλκανική η οποία διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Σε
ό,τι αφορά τιε σχέσεις του Βυζαντίου με τους Βουλγάρους την εποχή του
Κωνσταντίνου του Δ΄ (γύρω στο 678-680), στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου
αναφέρεται το λεγόμενο επεισόδιο του Κούβερ, ο οποίος μετανάστευσε με το λαό
του από τον χώρο του αβαρικού χαγανάτου προς την περιοχή της ΠΓΔΜ. Ο λαός του
Κούβερ καταγόταν από πολυάριθμους Βυζαντινούς αιχμαλώτους που είχαν μεταφερθεί
στην κάτω Παννονία, στην ευρύτερη περιοχή του Σιρμίου, στα τέλη του 6ου
και τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, καθώς και από άλλους
πληθυσμούς που συμβίωναν μαζί τους στο αβαρικό χαγανάτο. Ο Κούβερ ήταν
πιθανότατα ο τέταρτος γιός του Κουβράτου, που μετά τη διάλυση της Μεγάλης
Βουλγαρίας κατέφυγε στην Παννονία με ένα τμήμα Βουλγάρων. Σύμφωνα με τα
Θαύματα, ο Κούβερ συγκρούστηκε με τους Αβάρους και αφού τους νίκησε σε πέντε ή έξι
συγκρούσεις κατευθύνθηκε με έναν μικτό εθνολογικά λαό προς τα νότια. Μέρος
αυτού του λαού κατονομάζεται ως ΄Ρωμαίοι΄, οι οποίοι επιθυμούσαν την επιστροφή
στα εδάφη των προγόνων τους. Ο λαός του Κούβερ εγκαταστλαθηκε στον Κεραμήσιο
κάμπο, μεταξύ του Μοναστηρίου (Βίτολα) και της Πρίλαπου. Τότε οι ΄Ρωμαίοι΄, που
είχαν αναμιχθεί με βουλγαρικά, αβαρικά και άλλα στοιχεία, ζήτησαν να φύγουν
προς τις πατρικές τους περιοχές, αίτημα το οποίο δεν αποδέχτηκε ο Κούβερ. Ο
ίδιος έστειλε πρεσβεία προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος δεν
κατονομάζεται, ζητώντας να παραμείνει με το λαό του στον Κεραμήσιο κάμπο και να
ανεφοδιάζεται από το σλαβικό φύλο των Δρογουβιτών. Όταν οι ΄Ρωμαίοι΄
πληροφορήθηκαν από τους Δρογουβίτες ότι η Θεσσαλονίκη δεν βρισκόταν μακριά
διέφυγαν σε αυτήν και στη συνέχεια οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στην
Κωνσταντινούπολη. Ο Κούβερ σχεδίασε τότε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και
έστειλε μέσα στην πόλη τον υπαρχηγό του Μαύρο. Ο αυτοκράτορας αντέδρασε γρήγορα
και διέταξε τον στρατηγό του θέματος των Καραβισιάνων Σισσίνιο να σπεύσει με
τον στόλο του στη Θεσσαλονίκη. Η επέμβαση του στόλου ματαίωσε τα σχέδια του
Κούβερ και ο Μαύρος έπεσε στα χέρια των Βυζαντινών.
Ο
Κωνσταντίνος Δ΄ δεν επιχείρησε στο υπόλοιπο της βασιλείας του κάποια εκστρατεία
εναντίον των Βουλγάρων, ενώ οι τελευταίοι έμειναν πιστοί στη συνθήκη του 681. η
διακοπή των ειρηνικών σχέσεων επήλθε μετά την άνοδο στον θρόνο του αυτοκράτορα
Ιουστινιανού Β΄ (685-695 και 705-711), του επονομαζόμενου και Ρινότμητου. Κατά
το τρίτο έτος της βασιλείας του (688), αφού παραβίασε τη συνθήκη ειρήνης,
εκστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων και των Σλάβων. Για την εκστρατεία του
χρησιμοποίησε μεγάλο αριθμό ιππέων, αφού μετέφερε στη Θράκη τα ΄καβαλλαρικά
θέματα΄ της Μικράς Ασίας. Ο αυτοκράτορας εκμεταλλεύθηκε το γεγονός της ειρήνης
στα ανατολικά σύνορα μετά τη νίκη του Κωνσταντίνου Δ΄ εναντίον των Αβάρων το
678 καθώς και την ανανέωση της συνθήκης ειρήνης με τους Άραβες το 685, σύμφωνα
με την οποία οι Άραβες υποχρεώθηκαν να αυξήσουν τον ετήσιο φόρο προς το Βυζάντιο
και ταυτόχρονα να παραχωρήσουν τους μισούς από τους φόρους της Κύπρου, της
Αρμενίας και της Ιβηρίας. Η αύξηση των εσόδων της αυτοκρατορίας μετά τη νέα
νίκη εναντίον των Αράβων το 686, δημιούργησε ευνοϊκές προϋποθέσεις για την
ανάληψη μιας εκστρατείας στα Βαλκάνια, προκειμένου να ανατραπεί το status quo του 681.
Από
τις αποσπασματικές πληροφορίες που διαθέτουμε, δεν γνωρίζουμε την πορεία των
βυζαντινών στρατευμάτων εναντίον των Βουλγάρων και των Σλάβων. Πιθανότατα,
εφόσον τα στρατεύματα του Ιουστινιανού συγκεντρώθηκαν στη Θράκη το ορμητήριο
του αυτοκράτορα ήταν η Ανδριανούπολη, από την οποία προχώρησε προς τα βόρεια.
Για την πρώτη σύγκρουση γνωρίζουμε ότι «απώθησε τους αντιπάλους του», δίχως
προφανώς να πετύχει μία αποφασιστικής σημασίας νίκη. Στη συνέχεια στράφηκε
δυτικότερα, προς τη Θεσσαλονίκη και στην πορεία του υπέταξε κάποια σλαβικά φύλα
ενώ κάποια άλλα παραδόθηκαν στον αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιανός μετέφερε μεγάλο
μέρος των Σλάβων στη Μικρά Ασία, στο θέμα του Οψικίου, μέσω της Αβύδου. Αυτοί
οι Σλάβοι συγκρότησαν μια στρατιωτική μονάδα με δικό τους αρχηγό και εντάχθηκαν
στην υπηρεσία του βυζαντινού στρατού.
Οι
αιτίες της αλλαγής πορείας του Ιουστινιανού από τα βουλγαρικά εδάφη προς τη
Θεσσαλονίκη σχετίζονταν πιθανότατα με τις συνθήκες του πολέμου που θα έπρεπε να
αντιμετωπίσει. Όπως φάνηκε από τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου Δ΄ με τον Ασπαρούχ
το 680, οι Βούλγαροι απέφευγαν ακόμη τις κατά μέτωπο συγκρούσεις με τον
βυζαντινό στρατό και ακολουθούσαν τακτική ανταρτοπόλεμου. Προτιμούσαν να
επιτίθενται αιφνιδιαστικά και να αποσύρονται γρήγορα. Αυτή η τακτική είχε αποδιοργανώσει
τους Βυζαντινούς το 680, όταν παρασύρθηκαν μέσα στο ελώδες Δέλτα του Δούναβη,
ηττήθηκαν και τελικά υποχώρησαν. Για να αποφύγει ίσως μια παρόμοια εξέλιξη εάν
συνέχιζε την πορεία του βαθύτερα στα βουλγαρικά εδάφη, ο Ιουστινιανός προτίμησε
να κινηθεί εναντίον των σλαβικών φύλων, καθώς η αντιμετώπισή τους από
στρατιωτικής πλευράς ήταν ευκολότερη. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε εναντίον των
Σλάβων του Στρυμόνα από τα βόρεια, αφου ο Ιουστινιανός κατευθύνθηκε εκεί μέσω
των σημερινών πόλεων Φιλιππούπολης, Μπέλοβο, Γιακορούντα, Μπελίτσα, Ραζλόγκ και
Σιμιτλί. Η μεταφορά των ηττημένων Σλάβων στη Μικρά Ασία συνέβαλε και στη μείωση
της παρουσίας τους στο χώρο της ανατολικής Μακεδονίας, όπου ο βυζαντινός
έλεγχος φαίνεται ότι εδραιώθηκε με την εκστρατεία του 688. Όταν ο αυτοκράτορας
εισήλθε ως νικητής στη Θεσσαλονίκη, δώρισε με διάταγμα μία αλυκή στον ναό του
αγίου Δημητρίου, στον οποίο απέδωσε την επιτυχία του. Ανάμνηση αυτής της
επιτυχίας αποτελεί και μία πολύ μεταγενέστερη επιγραφή της εποχής των
Παλαιολόγων, στην οποία ο Ιουστινιανός ζητά τη βοήθεια του Θεού μέσω του αγίου
Δημητρίου για να υποτάξει τους εχθρούς του.
Η
νίκη του Ιουστινιανού επί των Σλάβων μετριάστηκε από το πλήγμα που δέχθηκε ο
αυτοκρατορικός στρατός κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, όταν έπεσε
σε βουλγαρική ενέδρα και υπέστη βαριές απώλειες. Η ακριβής θέση της τοποθεσίας
δεν είναι γνωστή και υπάρχουν διάφορες υποθέσεις για την ταύτιση του γεγονότος
με κάποιο σημείο, όπως η εκβολή του ποταμού Ρεντίνα στην Εγνατία οδό, τα στενά
του Ακοντίσματος, μεταξύ Νέστου και Καβάλας, τα στενά του Στρυμόνα (Ρούπελ) ή
της Κρέσνας. Πιθανότατα, ο αυτοκράτορας ακολούθησε τον ίδιο δρόμο στην
επιστροφή του και δέχθηκε τη βουλγαρική επίθεση στα ορεινά περάσματα της
Φιλιππούπολης.
Το
695 ο Ιουστινιανός Β΄ έχασε το θρόνο του και εξορίστηκε στη Χερσώνα της
Κριμαίας, αφού πρώτα ρινοκοπήθηκε. Στο Βυζάντιο ακολούθησε περίοδος αστάθειας
μα συχνές εναλλαγές στο θρόνο μέχρι το 705, όταν ο αποφασιστικός Ιουστινιανός
επέστρεψε. Αφού δραπέτευσε από τον τόπο της εξορίας του στην Χερσώνα και αφού
επέζησε μιας μεγάλης τρικυμίας κοντά στις εκβολές του Δνείπερου και του
Δνείστερου, έφτασε στον Δούναβη. Από εκεί έστειλε έναν έμπιστό του, τον
Στέφανο, προς τον Βούλγαρο χαγάνο Τέρβελι ζητώντας τη βοήθειά του. Ως
αντάλλαγμα του πρόσφερε πολλά δώρα και μια κόρη του ως γυναίκα. Ο Τέρβελις
δέχθηκε και αφού συγκρότησε ένα ισχυρό στράτευμα από Βουλγάρους και Σλάβους
έφθασε την επόμενη χρονιά έξω από την Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός,
θέλοντας να καταλάβει την πόλη, στρατοπέδευσε με τον Τέρβελι και τους
Βουλγάρους του στην πύλη του Χαρσίου και παρέταξαν τις δυνάμεις τους μέχρι τις
Βλαχέρνες. Για τρείς μέρες δέχονταν τις ύβρεις των κατοίκων, οι οποίοι δεν
δέχονταν να τους ακούσουν. Τελικά, ο Ιουστινιανός με λίγους Βυζαντινούς
κατάφερε αναίμακτα και αθόρυβα να εισέλθει μέσα από έναν αγωγό στην πόλη και να
την καταλάβει. Στη συνέχεια έμεινε για λίγο στο παλάτι των Βλαχερνών. Ως
έκφραση ευγνωμοσύνης για την βοήθεια του Τέρβελι προκειμένου να καταλάβει τον
βυζαντινό θρόνο, απένειμε στον βούλγαρο χαγάνο το 705 τον τίτλο του καίσαρα,
δεύτερο στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα. Σε μία κίνηση δίχως προηγούμενο,
κάλεσε τον Τέρβελι στο παλάτι, του έδωσε μία αυτοκρατορική χλαμύδα και ζήτησε
από τη σύγκλητο να οφείλει υπακοή σε αυτόν. Οι φιλικές σχέσεις του Τέρβελι με
τον αυτοκράτορα αύξησαν το κύρος του νεοσύστατου βουλγαρικού χαγανάτου και
επέτρεψαν στον Βούλγαρο χαγάνο να επέμβει αργότερα, το 718, σε βοήθεια άλλου
αυτοκράτορα, του Λέοντα Γ΄ του Ισαυρου.
Οι
καλές σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν πάντοτε σταθερές. Το 708 ο Ιουστινιανός
παραβίασε την ειρήνη με τους Βουλγάρους και αφού διαπεραίωσε στη Θράκη το
ιππικό των θεμάτων και ετοίμασε στόλο επιτέθηκε εναντίον του Τέρβελι. Όταν
κατέβαλε την Αγχίαλο άφησε τον στόλο μπροστά από τις παράκτιες οχυρώσεις και
διέταξε το ιππικό να στρατοπεδεύσει άφοβα στις πεδιάδες έξω από την πόλη. Όταν
όμως οι στρατιώτες διασκορπίστηκαν για τη συλλογή χόρτου, που ήταν τροφή για τα
άλογα, οι κατάσκοποι των Βουλγάρων αντιλήφθηκαν από τα γύρω βουνά την χαλάρωση
του στρατεύματος. Αφού συγκεντρώθηκαν έπεσαν επάνω τους «σαν τα θηρία»,
σκότωσαν πολλούς Βυζαντινούς, συνέλαβαν αρκετούς αιχμαλώτους και αποκόμισαν τα
άλογα και τον οπλισμό όσων σκότωσαν. Ο Ιουστινιανός κατέφυγε με όσους
διασώθηκαν μέσα στο οχυρό και έμεινε εκεί για τρείς μέρες. Βλέποντας ότι οι
Βούλγαροι εξακολουθούσαν να παραμένουν έξω από την πόλη, θανάτωσε το άλογό του
και διέταξε τους πάντες να πράξουν το ίδιο. Τη νύχτα επιβιβάστηκαν στα πλοία
και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.
Εξαιτίας
της παρέμβασής του στις βυζαντινές έριδες, ο Τέρβελις έγινε αρκετά «αγαπητός»
στους βυζαντινούς ιστορικούς. Κάποια γεγονότα της βυζαντινής ιστορίας
σχετίζονται με αυτόν, στα οποία όμως η ιστορική αλήθεια εμπλέκεται με τους
μύθους.
Στις
αρχές του 8ου αιώνα το βουλγαρικό κράτος άρχισε να ισχυροποιείται
στο εσωτερικό αλλά και τον περίγυρό του. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε και η
εσωτερική αστάθεια στο Βυζάντιο με τις συνεχείς εναλλαγές στο θρόνο. Το 718
πιθανότατα ο Τέρβελις δεν βρισκόταν στην εξουσία και λανθασμένα αναφέρεται ότι
ο Αναστάσιος Β΄ που είχε εκθρονιστεί, ζήτησε τη βοήθειά του για να ανατρέψει
τον Λέοντα Γ΄. είναι άγνωστο το μέχρι πότε ήταν ηγεμόνας ο Τέρβελις, καθώς δεν
υπάρχουν αξιόπιστες μαρτυρίες για αυτόν μετά το 711. διάδοχός του ήταν ο
Κορμέσιος, τουλάχιστον από το 716. Έτσι, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστη η
μαρτυρία του Θεοφάνη που εμπλέκει τον Τέρβελι στη συνομωσία που οργάνωσε το 718
στη Θεσσαλονίκη ο εξόριστος Αρτέμιος, αυτοκράτορας κατά την περίοδο 713-715
(Αναστάσιος Β΄). Ο Θεοφάνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτό το έτος ο Νικήτας ο
Ξιλινίτης έγραψε στον Αρτέμιο, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, να πάει στον
Τέρβελι και με την βοήθεια των Βουλγάρων να κινηθεί εναντίον του Λέοντα. Αυτός τον άκουσε και πήγε στον Τέρβελι, που του έδωσε στρατιώτες και 50
κεντηνάρια χρυσού. Έχοντας αυτά στη διάθεσή του, ξεκίνησε για την
Κωνσταντινούπολη. Επειδή όμως η πόλη δεν τον δέχθηκε, οι Βούλγαροι τον
παρέδωσαν στον Λέοντα και αφού αμείφθηκαν, αποσύρθηκαν. Ο αυτοκράτορας τον
θανάτωσε μαζί με τον Ξιλινίτη, του οποίου δήμευσε την μεγάλη περιουσία, καθώς
ήταν μάγιστρος. Οι Βούλγαροι επίσης εκτέλεσαν τον πατρίκιο Σισίνιο, που
ονομαζόταν Ρενδάκις, ως συνεργάτη του Αρτέμιου. Παρέδωσαν επίσης στον
αυτοκράτορα τον αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης, που εκτελέστηκε μαζί με τον
Αρτέμιο».
Τον
χειμώνα του 717-718 το Βυζάντιο έδινε έναν σκληρό αγώνα εναντίον των Αράβων που
πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα. Ο Λέοντας Γ΄(717-741)
στράφηκε προς τους Βουλγάρους για να ζητήσει βοήθεια. Όλες οι πηγές αναφέρουν
μόνο το όνομα των Βουλγάρων, όχι όμως και του χαγάνου τους. Σύμφωνα με τον
Θεοφάνη, «οι Βούλγαροι επίσης πήραν μέρος
στη μάχη και έσφαξαν 22.000 χιλιάδες Άραβες». Ο πολύ μεταγενέστερος Ζωναράς
πληροφορεί ότι «οι Βούλγαροι επιτέθηκαν
στους Άραβες και έσφαξαν πολλές χιλιάδες». Μεγαλύτερους αριθμούς
φονευθέντων Αράβων από τους Βουλγάρους αναφέρουν δυτικές πηγές (30 και 32.000)
ενώ, όπως και στις βυζαντινές πηγές, δεν γίνεται καμία αναφορά στο όνομα του
Τέρβελι.
ΜΙΧΑΗΛ Σ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΘ. ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ –
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ SBS ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ