Στον ποταμό Αξιό από κατοίκους της Χαλάστρας
Του Βαγγέλη Πλάκα
plakasv@gmail.com
Μία άγνωστη εν πολλοίς πτυχή της ιστορίας της χώρας και ειδικότερα
της Θεσσαλονίκης, που συνδέεται με την απελευθέρωσή της το 1912, συνέβη
στη Χαλάστρα και ήταν καταλυτική για την έγκαιρη είσοδο του ελληνικού
στρατού στη Θεσσαλονίκη. Κάτοικοι της περιοχής, χρησιμοποιώντας τις
βάρκες τους και ακόμη και τις πόρτες των σπιτιών τους, δημιούργησαν μία
αυτοσχέδια γέφυρα για να περάσει γρήγορα τον ποταμό Αξιό ο ελληνικός
στρατός και να προλάβει το βουλγαρικό -που επίσης κινούνταν ταυτόχρονα
προς τη Θεσσαλονίκη- στην είσοδο και να απελευθερώσει την πόλη.
Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα, στην προέλασή του προς τη
Θεσσαλονίκη, μετά τη νικηφόρα μάχη των Γιαννιτσών, ο ελληνικός στρατός
είχε μπροστά του το εμπόδιο της διέλευσης του «φουσκωμένου» Αξιού, τη
γέφυρα του οποίου είχαν ανατινάξει κατά την οπισθοχώρησή τους οι
οθωμανικές δυνάμεις. Δεδομένου ότι οι γεφυροσκευές του στρατού ήταν πολύ
πίσω και για να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος, αναζητούνταν λύση για τη
διέλευση του ποταμού. Ο καροποιός από τη Χαλάστρα Γιώργης Νταλιγκάρης με
τη βοήθεια μηχανικών του στρατού κατασκεύασαν τότε μία αυτοσχέδια
γέφυρα με τους κατοίκους του χωριού να συμβάλλουν καθοριστικά καθώς
πρόσφεραν εκτός από προσωπική εργασία και βάρκες, ξυλεία, βαρέλια,
σχοινιά και καρφιά, και δημιουργήθηκε μια αυτοσχέδια πλωτή γέφυρα. Βάση
της πλωτής γέφυρας ήταν οι βάρκες (πλάβες), που τοποθετήθηκαν δίπλα
δίπλα σε όλη τη διατομή του ποταμού και είχαν δεθεί σε πασσάλους για να
μην παρασυρθούν, ενώ το κατάστρωμα ήταν ξύλινο για το οποίο
χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και πόρτες των σπιτιών της Χαλάστρας. Έτσι, στις
24 Οκτωβρίου πέρασε ο ελληνικός στρατός από τον Αξιό και τρεις ημέρες
μετά έμπαινε απελευθερωτής στη Θεσσαλονίκη.
Ο καθηγητής και πρώην δήμαρχος Χαλάστρας Γρηγόρης Χαντές,
στηριζόμενος στα αρχεία του ΓΕΣ, τις τοπικές παραδόσεις και μαρτυρίες,
και στο διήγημα του Κωνσταντίνου Βαφείδη, περιγράφει: «Όταν
στρατοπέδευσε η 7η μεραρχία στη Χαλάστρα, για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη
έπρεπε να διαβεί τους δύο βραχίονες του Αξιού, οι οποίοι μάλιστα δεν
διέθεταν γέφυρες και ταυτόχρονα ήταν ‘φουσκωμένοι’ από τις
καταρρακτώδεις βροχές που είχαν προηγηθεί. […] Ο Κλεομένους αντίκρισε με
δέος τους πλημμυρισμένους βραχίονες του Αξιού, τις σημερινές
παλιομάνες. Έβλεπε με τις διόπτρες του τη Σαλονίκη απέναντι και
καθηλωμένος με τη μεραρχία του παρακαλούσε να γίνει το θαύμα, να έρθει
το Μηχανικό, για να φτάσει πρώτος στη Θεσσαλονίκη, πριν από τους
Βουλγάρους. […] Ο μέραρχος είχε στήσει το στρατηγείο του σε ένα σπίτι
στη Χαλάστρα. Η αγωνία του είχε μεταδοθεί σε όλους τους Κουλακιώτες. Τη
νύχτα της 22ας Οκτωβρίου συσκέπτονταν με τους αξιωματικούς του και
λύσεις δεν έβρισκαν. Όμως κάθε ελληνική τραγωδία είχε κι έναν από
μηχανής Θεό. Κι αυτός, το βράδυ εκείνο, ήταν ένας μικρόσωμος καροποιός.
Γιώργη τον έλεγαν. Γιώργη Νταλιγκάρη. Γράμματα πολλά δεν ήξερε. Μες στην
Τουρκιά είχε ζήσει, την τέχνη του όμως την ήξερε καλά. Παρουσιάστηκε
μπροστά στους απελπισμένους αξιωματικούς και με την κουλακιώτικη προφορά
του τους είπε: «κάντε με για μία νύχτα βασιλιά κι αύριο θα ’σαστε στην
πόλη!». […] Έβαλε τις κουλακιώτικες πλάβες (βάρκες) πλάι πλάι, τις
στερέωσε με σχοινιά και πάνω τους κάρφωσε σανίδια. Πάνω σ’ αυτόν τον
πλωτό διάδρομο πάτησαν τα πεζά τμήματα και το ιππικό, για να περάσουν
τον ποταμό».
Μετά τη διέλευση του ποταμού, οι ελληνικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν
στη Σίνδο και μία ημέρα μετά στο προσωρινό στρατηγείο που είχε στηθεί
στο σιδηροδρομικό σταθμό έφθασε και ο αρχιστράτηγος του στρατού,
διάδοχος Κωνσταντίνος, και συναντήθηκε με τους προξένους των μεγάλων
δυνάμεων και τον Σεφίκ πασά, εκπρόσωπο του Χασάν Ταχσίν πασά, με τους
οποίους είχε διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης. Αυτές
ολοκληρώθηκαν την επομένη οπότε και στο χώρο αυτό, το προσωρινό
στρατηγείο της Σίνδου, ο Κωνσταντίνος ενημερώθηκε για την αποδοχή από
τον Ταχσίν πασά των όρων συνθηκολόγησης και παράδοσης της Θεσσαλονίκης.
Ακολούθως οι Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρας Δούσμανης μετέβησαν στο
Διοικητήριο όπου και υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης
και την 27η Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη και υψώθηκε
η ελληνική σημαία.
Το υλικό για το κείμενο προέρχεται από το δήμο Δέλτα και στηρίχθηκε
κυρίως στην έρευνα του Θεόδωρου Γκλαβέρη, αλλά και στρατιωτικά έγγραφα
της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού και μαρτυρίες στρατιωτικών (Ίων
Δραγούμης, Σπ. Μελάς, Κ. Ζωρογιαννίδης, Β. Δούσμανης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου