Η μάχη στο Κλειδί --1014--
Σχεδιάγραμμα της μάχης όπου φαίνεται η
κυκλωτική κίνηση του βυζαντινού αποσπάσματος και η ταυτόχρονη επίθεση των
βυζαντινών στρατευμάτων
|
Η μάχη στο Κλειδί (γνωστή και με το όνομα Μάχη της
οροσειράς Μπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας . Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της
πολύχρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου
του Βουλγαροκτόνου. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Βυζαντινών.
Η προετοιμασία - Τρεις χειμώνες προετοίμαζε ο Βασίλειος τη μάχη στο Κλειδί. Οι διαρκείς επιθέσεις του στα βουλγαρικά εδάφη είχαν κλονίσει την δύναμη του Σαμουήλ που αγωνιζόταν να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο κεντρικό τμήμα της ηγεμονίας του.
Εχοντας ως βάση και κέντρο ανεφοδιασμού τις Σέρρες συγκέντρωνε στρατό και οπλισμό. Την άνοιξη του 1014 ξεκίνησε για το Κλειδί, το σημερινό Ρούπελ. Η διάταξη του στρατεύματός του είχε πάντα την ίδια μορφή: δύο ίλες ιππικού ως εμπροσθοφυλακή, μία από κατάφρακτους και μία από μονόζωνους και ακολουθούσε το κύριο σώμα. Ο Βασίλειος επιδίωκε να φθάσει στο στενό ανάμεσα σε Κλειδί και Κίμβα Λόγγο, με απώτερο στόχο την κοιλάδα του Μελένικου και της Στρούμνιτζας, όπου υπήρχαν ακόμη τότε αρκετές βουλγαρικές κτήσεις. Η κατάκτησή τους θα του άνοιγε τον δρόμο για τις Πρέσπες και την Αχρίδα, την καρδιά του βουλγαρικού κράτους.
Η οργάνωση και ο αντιπερισπασμός των Βούλγαρων- Ο τσάρος Σαμουήλ γνωρίζοντας ότι το στενό στο Κλειδί αποτελούσε το σημείο από όπου διέβαινε κάθε φορά ο Βασίλειος, οσες φορές εκστράτευε κατά της Ανατολικής Βουλγαρίας, αποφάσισε να συγκεντρώσει το σύνολο του στρατού και να οχυρωθεί στο Κλειδί, που ήταν το στενότερο σημείο στην κοιλάδα του ποταμού Στρώμνιτσα (παραπόταμου του Στρυμόνα) και ανέμενε την επίθεση των Βυζαντινών.
Η προετοιμασία - Τρεις χειμώνες προετοίμαζε ο Βασίλειος τη μάχη στο Κλειδί. Οι διαρκείς επιθέσεις του στα βουλγαρικά εδάφη είχαν κλονίσει την δύναμη του Σαμουήλ που αγωνιζόταν να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο κεντρικό τμήμα της ηγεμονίας του.
Εχοντας ως βάση και κέντρο ανεφοδιασμού τις Σέρρες συγκέντρωνε στρατό και οπλισμό. Την άνοιξη του 1014 ξεκίνησε για το Κλειδί, το σημερινό Ρούπελ. Η διάταξη του στρατεύματός του είχε πάντα την ίδια μορφή: δύο ίλες ιππικού ως εμπροσθοφυλακή, μία από κατάφρακτους και μία από μονόζωνους και ακολουθούσε το κύριο σώμα. Ο Βασίλειος επιδίωκε να φθάσει στο στενό ανάμεσα σε Κλειδί και Κίμβα Λόγγο, με απώτερο στόχο την κοιλάδα του Μελένικου και της Στρούμνιτζας, όπου υπήρχαν ακόμη τότε αρκετές βουλγαρικές κτήσεις. Η κατάκτησή τους θα του άνοιγε τον δρόμο για τις Πρέσπες και την Αχρίδα, την καρδιά του βουλγαρικού κράτους.
Η οργάνωση και ο αντιπερισπασμός των Βούλγαρων- Ο τσάρος Σαμουήλ γνωρίζοντας ότι το στενό στο Κλειδί αποτελούσε το σημείο από όπου διέβαινε κάθε φορά ο Βασίλειος, οσες φορές εκστράτευε κατά της Ανατολικής Βουλγαρίας, αποφάσισε να συγκεντρώσει το σύνολο του στρατού και να οχυρωθεί στο Κλειδί, που ήταν το στενότερο σημείο στην κοιλάδα του ποταμού Στρώμνιτσα (παραπόταμου του Στρυμόνα) και ανέμενε την επίθεση των Βυζαντινών.
Πριν από την καθοριστική σύγκρουση επιχείρησε με
αντιπερισπασμό να διασπάσει την ενότητα των βυζαντινών δυνάμεων,
στέλνοντας έναν από τους πλέον έμπιστους στρατηγούς του, τον Δαβίδ
Νεστορίτση, με σημαντικές δυνάμεις νότια, με στόχο την κατάληψη της
Θεσσαλονίκης (Ιούλιος 1014).
Τη Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν τότε ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης. Ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης με τη σύμπραξη του γιου του Μιχαήλ κατόρθωσε να αναχαιτίσει τη βουλγαρική επίθεση, να συντρίψει το σώμα του Νεστορίτση έξω από τη Θεσσαλονίκη και να τρέψει τους Βουλγάρους σε φυγή, συλλαμβάνοντας πλήθος αιχμαλώτων και πολλά λάφυρα και τελικά να επιστρέψει στο Κλειδί για ενταχτεί στο κύριο σώμα του βυζαντινού στρατού .
Οι πρώτες επιθέσεις
Τη Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν τότε ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης. Ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης με τη σύμπραξη του γιου του Μιχαήλ κατόρθωσε να αναχαιτίσει τη βουλγαρική επίθεση, να συντρίψει το σώμα του Νεστορίτση έξω από τη Θεσσαλονίκη και να τρέψει τους Βουλγάρους σε φυγή, συλλαμβάνοντας πλήθος αιχμαλώτων και πολλά λάφυρα και τελικά να επιστρέψει στο Κλειδί για ενταχτεί στο κύριο σώμα του βυζαντινού στρατού .
Οι πρώτες επιθέσεις
Ο Βασίλειος, φθάνοντας στο Κλειδί, στρατοπέδευσε σε
απόσταση δύο ωρών από το στενό και έστειλε ανιχνευτές να εντοπίσουν τον
εχθρό. Αν και το στενό είχε κλείσει με πρόχειρα αναχώματα από πέτρες και
κορμούς, κάρα και βράχους, οι Βούλγαροι ήταν άφαντοι. Η απειλή ενέδρας
φόβισε τον Βασίλειο που αποφάσισε να αλλάξει τη διάταξη του στρατού και
να τοποθετήσει μπροστά το πεζικό και πίσω το ιππικό, θεωρώντας ότι οι
άνδρες του δεν θα ανακόπτονταν από πιθανά εμπόδια, σε αντίθεση με τα
άλογα.
Η διαταγή του αυτοκράτορα ήταν σαφής, το στράτευμα όφειλε να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, οπλισμένο, με πλήρη εξάρτυση, ετοιμοπόλεμο ανά πάσα στιγμή. Η πρώτη νύχτα κύλησε ήρεμα, οι Βούλγαροι δεν φαίνονταν πουθενά στις γύρω βουνοκορφές. Την επομένη ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή στον στρατό να προχωρήσει προς το στενό, ενώ ήταν σίγουρος ότι οι Βούλγαροι θα επετίθεντο όταν οι Βυζαντινοί θα πλησίαζαν τα αναχώματα.
Πράγματι, μόλις η εμπροσθοφυλακή του βυζαντινού στρατού ζύγωσε τα εμπόδια, εκδηλώθηκε η πρώτη επίθεση από τους Βουλγάρους, οι οποίοι έσπρωχναν βράχους από ψηλά, ενώ παράλληλα στόχευαν με βέλη και πέτρες τους Βυζαντινούς. Παρά την ορμή του βυζαντινού στρατού, και οι δύο προσπάθειές τους να περάσουν τα αναχώματα απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα πολυάριθμους νεκρούς και τραυματίες.
Ο αυτοκράτορας, βλέποντας τη δυσκολία του εγχειρήματος, διέταξε υποχώρηση του στρατεύματος. Κατανόησε ότι η αδυναμία ανάπτυξης των στρατευμάτων λόγω του στενού δε θα επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα με κατά μέτωπο επιθέσεις, ακόμα κι αν αυτές ήταν συνεχείς και επιπονες.
Η διαταγή του αυτοκράτορα ήταν σαφής, το στράτευμα όφειλε να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, οπλισμένο, με πλήρη εξάρτυση, ετοιμοπόλεμο ανά πάσα στιγμή. Η πρώτη νύχτα κύλησε ήρεμα, οι Βούλγαροι δεν φαίνονταν πουθενά στις γύρω βουνοκορφές. Την επομένη ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή στον στρατό να προχωρήσει προς το στενό, ενώ ήταν σίγουρος ότι οι Βούλγαροι θα επετίθεντο όταν οι Βυζαντινοί θα πλησίαζαν τα αναχώματα.
Πράγματι, μόλις η εμπροσθοφυλακή του βυζαντινού στρατού ζύγωσε τα εμπόδια, εκδηλώθηκε η πρώτη επίθεση από τους Βουλγάρους, οι οποίοι έσπρωχναν βράχους από ψηλά, ενώ παράλληλα στόχευαν με βέλη και πέτρες τους Βυζαντινούς. Παρά την ορμή του βυζαντινού στρατού, και οι δύο προσπάθειές τους να περάσουν τα αναχώματα απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα πολυάριθμους νεκρούς και τραυματίες.
Ο αυτοκράτορας, βλέποντας τη δυσκολία του εγχειρήματος, διέταξε υποχώρηση του στρατεύματος. Κατανόησε ότι η αδυναμία ανάπτυξης των στρατευμάτων λόγω του στενού δε θα επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα με κατά μέτωπο επιθέσεις, ακόμα κι αν αυτές ήταν συνεχείς και επιπονες.
Το νέο σχέδιο
Ως λύση προκρίθηκε ένα τολμηρό εγχείρημα για να αιφνιδιαστεί ο εχθρός. Την κρίσιμη αποστολή ανέλαβε ο στρατηγός του Θέματος της Μακεδονίας Νικηφόρος Ξιφίας με τρεις τούρμες ο οποίος επιχείρησε κυκλωτική κίνηση και ανέβηκε το ψηλότερο βουνό, νότια του Κλειδίου, τη Βελάσιτα, μέσα από δύσβατα μονοπάτια και με απόλυτη μυστικότητα. Στις 28 Ιουλίου του 1014 βρέθηκε στα νώτα των Βουλγάρων. Ο στρατηγός θα ειδοποιούσε, όταν το σώμα του θα είχε λάβει θέσεις μάχης με τριπλό σάλπισμα.
Το μεσημέρι της επομένης, της 29ης Ιουλίου 1014, εκδηλώθηκε η ταυτόχρονη επίθεση. Μόλις ακούστηκε το σύνθημα του στρατηγού Ξιφία, ξεκίνησε η ταυτόχρονη επίθεση,το αυτοκρατορικό φουσάτο, από νωρίς σε ετοιμότητα, όρμησε προς τα αναχώματα με ηγέτη τον ίδιο τον Βασίλειο, τον αυτοκράτορα-πολεμιστή, ο οποίος, παρά τα πενήντα του χρόνια, ήταν ακμαίος και δυνατός, πάντα στη πρώτη γραμμή, αποτελώντας παράδειγμα για αξιωματικούς και στρατιώτες.
Οι Βούλγαροι, βρισκόμενοι ανάμεσα σε δύο εχθρικές επιθέσεις, αιφνιδιάστηκαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν τη μάχη. Οι περισσότεροι πετούσαν τα όπλα τους και έτρεχαν να σωθούν. Λίγοι πολέμησαν μέχρι τέλους, μεταξύ αυτών και ο τσάρος Σαμουήλ με τον γιο του και την προσωπική φρουρά του, αλλά και αυτοί τελικά αναζήτησαν καταφύγιο την τελευταία στιγμή στο φρούριο Πρίλαπο (το σημερινό Περλεπέ).
Η τύφλωση των αιχμαλώτων
Η μάχη στο Κλειδί και η αποφασιστικής σημασίας για την υποταγή των Βουλγάρων νίκη του Βασιλείου είναι γνωστή με την τιμωρία τύφλωση των χιλιάδων αιχμαλώτων (15000) του βουλγαρικού στρατού.
Οι Βυζαντινοί χώριζαν τους αιχμαλώτους σε ομάδες των εκατό, και ανά χίλιους τους οδηγούσαν σε ειδικό χώρο του στρατοπέδου, όπου, αφού τους έδεναν, με πυρωμένες στη φωτιά σιδερένιες βέργες τύφλωναν τους ενενήντα εννέα και από τα δύο τους μάτια, ενώ τον εκατοστό μόνο από το ένα, ούτως ώστε να χρησιμεύσει, ως οδηγός των υπολοίπων. Αμέσως μετά την τιμωρία τους οι αιχμάλωτοι αφήνονταν ελεύθεροι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Για το γεγονός αυτό, υπάρχουν δεδομένα που αναθεωρούν κάποιες απόψεις. Πριν από τη σύγκρουση στο Κλειδί, είχαν συμβεί μεγαλύτερες συγκρούσεις, όπως η μάχη στο Σπερχειό το 997, και είναι δύσκολο οι Βυζαντινοί να δέχτηκαν στο Κλειδί μια τόσο πολυπληθή επίθεση, μια που και οι δυο αντίπαλοι είχαν απώλειες, πριν την τελική νίκη των Βυζαντινών.Οι αριθμοί λοιπόν που αναφέρονται από τους Βυζαντινούς ιστορικούς είναι υπερβολικοί.
Η βυζαντινή νομοθεσία προέβλεπε ως ποινή κολασμού τόσο την τύφλωση όσο και τον ακρωτηριασμό για κάθε βυζαντινό πολίτη που θα προέβαινε σε επαναστατική ενέργεια, συνωμοσία ή στάση κατά της νόμιμης βυζαντινής εξουσίας, φορέας της οποίας ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο Βασίλειος αντιμετώπισε και τιμώρησε τους βούλγαρους αιχμαλώτους, όχι ως εχθρούς της Αυτοκρατορίας αλλά ως υπηκόους του και βυζαντινούς πολίτες που είχαν επαναστατήσει, δεδομένου ότι ήδη από το 971 το σύνολο της σημερινής βουλγαρικής επικράτειας είχε κατακτηθεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή και υπαχθεί στη βυζαντινή διοίκηση.
Οι βουλγαρικές πηγές ιστορούν ότι η επιστροφή των αιχμαλώτων προκάλεσε μέγα πένθος στην Αχρίδα, η οποία ήταν τότε πρωτεύουσα του βουλγαρικού κράτους. Το φρικτό και τραγικό θέαμα της πορείας των τυφλών στρατιωτών συγκλόνισε τους πάντες . Ο Σαμουήλ δεν άντεξε την ταπείνωση αυτή και, δύο μέρες μετά, ξεψύχησε από τη συντριβή και τον ψυχικό κλονισμό.
Ως λύση προκρίθηκε ένα τολμηρό εγχείρημα για να αιφνιδιαστεί ο εχθρός. Την κρίσιμη αποστολή ανέλαβε ο στρατηγός του Θέματος της Μακεδονίας Νικηφόρος Ξιφίας με τρεις τούρμες ο οποίος επιχείρησε κυκλωτική κίνηση και ανέβηκε το ψηλότερο βουνό, νότια του Κλειδίου, τη Βελάσιτα, μέσα από δύσβατα μονοπάτια και με απόλυτη μυστικότητα. Στις 28 Ιουλίου του 1014 βρέθηκε στα νώτα των Βουλγάρων. Ο στρατηγός θα ειδοποιούσε, όταν το σώμα του θα είχε λάβει θέσεις μάχης με τριπλό σάλπισμα.
Το μεσημέρι της επομένης, της 29ης Ιουλίου 1014, εκδηλώθηκε η ταυτόχρονη επίθεση. Μόλις ακούστηκε το σύνθημα του στρατηγού Ξιφία, ξεκίνησε η ταυτόχρονη επίθεση,το αυτοκρατορικό φουσάτο, από νωρίς σε ετοιμότητα, όρμησε προς τα αναχώματα με ηγέτη τον ίδιο τον Βασίλειο, τον αυτοκράτορα-πολεμιστή, ο οποίος, παρά τα πενήντα του χρόνια, ήταν ακμαίος και δυνατός, πάντα στη πρώτη γραμμή, αποτελώντας παράδειγμα για αξιωματικούς και στρατιώτες.
Οι Βούλγαροι, βρισκόμενοι ανάμεσα σε δύο εχθρικές επιθέσεις, αιφνιδιάστηκαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν τη μάχη. Οι περισσότεροι πετούσαν τα όπλα τους και έτρεχαν να σωθούν. Λίγοι πολέμησαν μέχρι τέλους, μεταξύ αυτών και ο τσάρος Σαμουήλ με τον γιο του και την προσωπική φρουρά του, αλλά και αυτοί τελικά αναζήτησαν καταφύγιο την τελευταία στιγμή στο φρούριο Πρίλαπο (το σημερινό Περλεπέ).
Η τύφλωση των αιχμαλώτων
Η μάχη στο Κλειδί και η αποφασιστικής σημασίας για την υποταγή των Βουλγάρων νίκη του Βασιλείου είναι γνωστή με την τιμωρία τύφλωση των χιλιάδων αιχμαλώτων (15000) του βουλγαρικού στρατού.
Οι Βυζαντινοί χώριζαν τους αιχμαλώτους σε ομάδες των εκατό, και ανά χίλιους τους οδηγούσαν σε ειδικό χώρο του στρατοπέδου, όπου, αφού τους έδεναν, με πυρωμένες στη φωτιά σιδερένιες βέργες τύφλωναν τους ενενήντα εννέα και από τα δύο τους μάτια, ενώ τον εκατοστό μόνο από το ένα, ούτως ώστε να χρησιμεύσει, ως οδηγός των υπολοίπων. Αμέσως μετά την τιμωρία τους οι αιχμάλωτοι αφήνονταν ελεύθεροι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Για το γεγονός αυτό, υπάρχουν δεδομένα που αναθεωρούν κάποιες απόψεις. Πριν από τη σύγκρουση στο Κλειδί, είχαν συμβεί μεγαλύτερες συγκρούσεις, όπως η μάχη στο Σπερχειό το 997, και είναι δύσκολο οι Βυζαντινοί να δέχτηκαν στο Κλειδί μια τόσο πολυπληθή επίθεση, μια που και οι δυο αντίπαλοι είχαν απώλειες, πριν την τελική νίκη των Βυζαντινών.Οι αριθμοί λοιπόν που αναφέρονται από τους Βυζαντινούς ιστορικούς είναι υπερβολικοί.
Η βυζαντινή νομοθεσία προέβλεπε ως ποινή κολασμού τόσο την τύφλωση όσο και τον ακρωτηριασμό για κάθε βυζαντινό πολίτη που θα προέβαινε σε επαναστατική ενέργεια, συνωμοσία ή στάση κατά της νόμιμης βυζαντινής εξουσίας, φορέας της οποίας ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο Βασίλειος αντιμετώπισε και τιμώρησε τους βούλγαρους αιχμαλώτους, όχι ως εχθρούς της Αυτοκρατορίας αλλά ως υπηκόους του και βυζαντινούς πολίτες που είχαν επαναστατήσει, δεδομένου ότι ήδη από το 971 το σύνολο της σημερινής βουλγαρικής επικράτειας είχε κατακτηθεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή και υπαχθεί στη βυζαντινή διοίκηση.
Οι βουλγαρικές πηγές ιστορούν ότι η επιστροφή των αιχμαλώτων προκάλεσε μέγα πένθος στην Αχρίδα, η οποία ήταν τότε πρωτεύουσα του βουλγαρικού κράτους. Το φρικτό και τραγικό θέαμα της πορείας των τυφλών στρατιωτών συγκλόνισε τους πάντες . Ο Σαμουήλ δεν άντεξε την ταπείνωση αυτή και, δύο μέρες μετά, ξεψύχησε από τη συντριβή και τον ψυχικό κλονισμό.
Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος
Στα τέλη του 12ου αιώνα ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης
προσέδωσε στον Βασίλειο το επίθετο <<Βουλγαροκτόνος>>, για
να υπενθυμίσει τις παρατεταμένες εκστρατείες και νίκες του αυτοκράτορα. Η
προσωπικότητα και το μέγεθος του Βασιλείου του Β΄, τα τεράστια
στρατιωτικά του επιτεύγματα, ο εκχριστιανισμός των Ρως, το μεγάλο
κοινωνικό του έργο υπέρ των φτωχών, η εκκίνηση επί των ημερών του της
<<μακεδονικής αναγέννησης>> στις τέχνες και στο πολιτισμό,
παρ΄ότι ο ίδιος δεν ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, συνιστούν τη μορφή ενός
εκ των σπουδαιότερων αυτοκρατόρων της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας.
Ίσως τελικά για το Βασίλειο να ισχύει αυτό που
είπε από τη μεριά του ένας Βούλγαρος διανοητής, ο Αλεξάντερ Κιόσεφ:
<<Ο ήρωας ενός έθνους μπορεί να είναι ο κακός του γείτονά του
>>.
* Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περιοχή της τοποθεσίας <<Κλειδί>>, διεξήχθησαν μάχες τόσο κατά την περίοδο του β΄ βαλκανικού πολέμου μεταξύ της Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο και κατά την γερμανική επίθεση τον Απρίλη του 1941.
Πηγές
Ιστορία βυζαντινής αυτοκρατορίας Α.Α. Βασίλιεφ
Τι είναι το Βυζάντιο, Τζούντιθ Χέριν
Βυζαντινοβουλγαρικοί πόλεμοι, περιοδικό <<Στρατιωτική Ιστορία>>
Μεγάλοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, Ε- Ιστορικά
Η μάχη στο Κλειδί, εφημερίδα << Το Βήμα>>
http://vizantinonistorika.blogspot.gr/
1000 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΛΕΙΔΙΟΥ (1014)
Σαράντου Ι. Καργάκου,
Ἱστορικοῦ
Φέτος
συμπληρώνονται 1000 χρόνια ἀπὸ τὴ μάχη τοῦ Κλειδίου (29-7-1014), ἀλλ’ ὑποπτεύομαι
ὅτι τὸ γέγονος αὐτὸ θὰ περάσει ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὴν πολιτεία, λόγῳ τῆς «Μεττερνιχείου»
καὶ δαιμονίου, ὄντως, πολιτικῆς ποὺ ἀκολουθεῖ ἔναντι τῶν γειτόνων μας: να μὴ δυσαρεστήσουμε
τοὺς Βούλγαρους καὶ τοὺς Σκοπιανοὺς ἐν ὀνόματι τῆς καλῆς γειτονίας!
Καὶ
ὅμως ἡ μάχη τοῦ Κλειδίου εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα στρατιωτικὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας
τῆς Αὐτοκρατοριας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἀπὸ τοὺς Δυτικούς, καὶ συγκεκριμένα
ἀπὸ τὸν Ἱερώνυμο Βόλφ, τὸ 1562, ὀνομάσθηκε κακῶς Βυζαντινή.
Τὸν
ὅρο Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ Βολλανδιστές, Ἰησουίτες μοναχοί, ποὺ
ἐκδίδουν τὰ «Acta Sanctorum», ἔχουν κατακυρώσει ὑπὲρ τῶν Φραγκων ποὺ βασίλευσαν
στὴν Βασιλεύουσα μετὰ τὴν πρώτη ἅλωση (1204-1261). Τὶς ἐνστάσεις μας ὡς πρὸς αὐτὸ
διατυπώνουμε στὸ βιβλίο μας «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Ἀπὸ τὴν Ἁγία
Σοφία τοῦ Κωνσταντίνου στὴν Ἁγία Σοφία τοῦ Ἰουστινιανοῦ» (ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθῆνα
2012).
Ἐπανερχόμενοι
στὴν περιώνυμη αὐτὴ μάχη, πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἦταν ἕνα γεγονός ποὺ εἶχε τεράστιες
πολιτικὲς προεκτάσεις σὲ ὅλο τὸ χῶρο τῆς Βαλκανικῆς καί ποὺ ὁ ἀπόηχός του φθάνει
ὥς τὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ οἱ Σκοπιανοὶ καὶ οἱ φιλοσκοπιανοὶ ἱστορικοὶ θεωροῦν τὴ σύγκρουση
τοῦ Σαμουὴλ καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κων/πόλεως ὄχι σὰν σύγκρουση τῆς ἑλληνόφωνης
καὶ ἑλληνόμορφης κατ’ οὐσίαν καὶ παιδείαν αὐτοκρατορίας μὲ τὸ ἀρτισύστατο κράτος
τῆς Βουλγαρίας ἀλλὰ σὰν ἕναν πόλεμο ἐνάντιον τῶν … Μακεδόνων! Ποὺ ἦσαν πρόγονοι
αὐτῶν …! Καὶ ἀσφαλῶς ἦσαν πρόγονοι ὄχι, ὅμως, σὰν Μακεδόνες ἀλλ’ ὡς Σλάβοι καὶ πιὸ
εἰδικὰ Βούλγαροι. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ Σκοπιανοι θεωροῦν τὸν Σαμουὴλ σὰν «Μακεδόνα»,
ποὺ ἕνωσε, ὅπως οἱ «προπάτορές» τους Φίλιππος καὶ Ἀλέξανδρος ὑπὸ τὴν ἐξουσία του
ὅλα τὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἑλλάδος μέχρι τὸν Ἰσθμὸ καί, ἀκολουθώντας τὸ
παράδειγμά τους, ἄρχισε πόλεμο ἐναντίον τῆς Ἀνατολῆς!
Αὐτὸ
μᾶς ὑποχρεώνει νὰ κάνουμε μία ἀναγωγὴ στὰ περὶ τῆς καταγωγῆς τοῦ Σαμουήλ. Οἱ ἐγκυρότεροι
Ἕλληνες καὶ ξένοι ἱστορικοὶ ἀμφισβητοῦν καὶ τὴν βουλγαρικότητα τοῦ Σαμουήλ! Δὲν
δέχονται πὼς ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἀσπαροὺχ (πρώτου Βούλγαρου ἡγεμόνα), οὔτε πὼς ἡ
μάνα του ἦταν κόρη τοῦ φοβεροῦ βασιλιᾶ τῶν Βουλγάρων, τοῦ Συμεών. Ἡ ἐπικρατέστερη
ἄποψη ἦταν πὼς ὁ Σαμουὴλ ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς, ἄποψη ποὺ πρωτοδιατύπωσε ὁ Ἀρμένιος
ἱστορικὸς Στέφανος τοῦ Τωρόν,
ποὺ
ἦταν σύγχρονος τῶν γεγόνοτων. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι οἱ τέσσερις ἀδερφοί, οἱ
λεγόμενοι Κομητόπουλοι, ποὺ ἀναστάτωσαν τὴν Βαλκανικὴ καὶ ἀπείλησαν τὴν Αὐτοκρατορία,
ἦσαν παιδιὰ τοῦ «κόμη» Νικολάου καὶ τῆς Ῥιψίμης. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας εἶναι
δηλωτικὸ ἀρμενικῆς καταγωγῆς. Ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ πατέρα τους ὀνομάστηκαν
Κομητόπουλοι. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀδέλφια, ποὺ εἶχαν στασιαστικὲς τάσεις, τὰ τρία
σκοτώθηκαν: ὁ Δαβὶδ σκοτώθηκε στὴν τοποθεσία Καλὴ Δρῦς τῆς Δυτ. Μακεδονίας, ὁ
Μωυσῆς σκοτώθηκε ἀπὸ στρατιῶτες τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατηγοῦ Λέοντα Μελισσηνοῦ,
ἐνῶ ὁ Ἀαρών, ποὺ μετὰ ἀπὸ κάποιες ταλαντεύσεις, μεταπήδησε στὸ στρατόπεδο τῶν αὐτοκρατορικῶν,
δολοφονήθηκε ἀπὸ μέλη τῆς οἰκογένειάς του. Ἀπέμεινε μόνος ὁ ἰκανώτερος καὶ
πλέον ἐπίφοβος γιὰ τὴν Αὐτοκρατορία, ὁ τρομερὸς Σαμουήλ.
Ὁ
Σαμουὴλ ἦταν ὁ νεώτερος γυιὸς τοῦ κόμητος (διοικητὴ) τῆς Δυτ. Μακεδονίας
Νικολάου. Ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὶς συγκρούσεις τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκῆ
(969-976) ἐναντίον τῶν Ῥώσων, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὴν ἐμπλοκὴ τοῦ νέου αὐτοκράτορα
Βασιλείου Β΄ (976-1025) σὲ πόλεμο ἐναντίον τῶν ἰσχυρῶν στρατηγῶν Βάρδα Σκληροῦ
καὶ Βάρδα Φωκᾶ, ποὺ ἐκπροσωποῦσαν τὴν ἰσχυρὴ τάξη τῶν «Δυνατῶν»
(μεγαλογαιοκτημόνων), ξεσήκωσε τὸν βουλγαρικὸ πληθυσμὸ καὶ ὀργάνωσε ἰσχυρὸ
στρατό. Στὸν στρατὸ τοῦ Σαμουὴλ προσεχώρησαν ὁ εὐνοῦχος γυιὸς τοῦ Βούλγαρου
βασιλιᾶ Πέτρου, ὀνομαζόμενος Βόρις μὲ τὸν ἀδελφό του Ῥωμανό, ποὺ διέφυγαν ἀπὸ τὴν
Κων/πολη. Κέντρο τοῦ Σαμουὴλ ἦταν ἡ περιοχὴ Πρεσπῶν καὶ Ἀχρίδας. Σιγὰ-σιγὰ ἡ ἐξουσία
τοῦ Σαμουὴλ ἀπλώθηκε μέχρι τοῦ Ἰσθμοῦ. Κατὰ τὶς ἐπιδρομὲς κατελήφθη καὶ ἡ
Λάρισα· ὁ πληθυσμός της μεταφέρθηκε στὸν Βορρᾶ, ἐνῶ τὰ λείψανα τοῦ πολιούχου ἁγίου
τῆς πόλης, τοῦ Ἀχιλλίου, μεταφέρθηκαν στὴ νησῖδα τῆς Πρέσπας, ὅπου σῴζονται ἐρείπια
τῆς ὀμώνυμης Βασιλικῆς (ναὸς ῥυθμοῦ Βασιλικῆς).
Ὁ
Βασίλειος Β΄, ἀφοῦ τελείωσε ἐπιτυχῶς τὸν πόλεμο κατὰ τῶν στασιαστῶν στρατηγῶν, ἀνέλαβε
προσωπικὰ τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Σαμουὴλ ποὺ εἶχε αὐτοανακηρυχθεῖ «τσάρος τῶν
Βουλγάρων» (Τὸ πῶς οἱ Βούλγαροι βαφτίζονται «Μακεδόνες ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς
Σκοπιανοὺς πολιτικοὺς καὶ ἱστορικοὺς εἶναι κάτι ποὺ ἀνήκει ὄχι στὸν χῶρο τῆς ἱστορίας
ἀλλὰ τῆς πολιτικῆς ἀλχημείας). Κάθε χρόνο ὁ Βασίλειος διενεργοῦσε αὐτοπροσώπως ἐκστρατεῖες
ἐναντίον τοῦ Σαμουὴλ μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ νὰ περιορίσει τὸν χῶρο δράσης του, ὁ
ὁποῖος χῶρος σταδιακὰ περιορίστηκε στὶς δύσβατες περιοχὲς τῆς ΒΔ Μακεδονίας. Ἀπὸ
τὸ 1009 ὁ ἀγώνας γίνεται συνεχῶς σφοδρότερος. Ὁ Σαμουὴλ ὑποχώρει συνεχῶς καί, ἀδυνατώντας
νὰ πολεμήσει σὲ ἀνοικτὸ πεδίο, ὀχυρώνει διάφορα στενά, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴ
διάβαση τῶν στρατευμάτων τοῦ Βασιλείου. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καὶ τὸ Στενὸ τοῦ
Κλειδίου, μεταξὺ Σερρῶν καὶ Μελενίκου. Στο σημεῖο αὐτὸ ἐπρόκειτο νὰ δοθεῖ ἡ
μάχη ποὺ ἔκρινε τὸν πολυετῆ πόλεμο ἀνάμεσα στὴν Αὐτοκρατορία τῆς Κων/πόλεως καὶ
τοὺς Βουλγάρους.
Στὴν
κλεισωρεία αὐτὴ καιροφυλακτοῦσε ὁ Σαμουὴλ γιὰ νὰ παγιδεύσει τὸν αὐτοκρατορικὸ
στρατό. Ἀλλ’ ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος Ξιφίας, ἀντὶ νὰ μπεῖ στό στενό, πέρασε πάνω ἀπὸ
τὸ βουνό, ὑπερκέρασε τὶς βουλγαρικὲς δυνάμεις καὶ βρέθηκε στὰ νῶτα τους. Οἱ
Βούλγαροι, ὅπως ἦταν φυσικό, αἰφνιδιάστηκαν ἀπὸ τὸν ἐλιγμὸ καὶ τὴν ἀριστοτεχνικὴ
τακτικὴ τῆς ἐμμέσου προσπελάσεως. Ὁ ἱστοριογράφος Κεδρηνὸς ὀνομάζει τὸ βουνὸ
Βαλάθιστα. Ἡ μάχη διεξήχθη ὡς ἑξῆς: ὁ Βασίλειος κτύπησε τοὺς Βούλγαρους κατὰ
μέτωπον καὶ ὁ Νικηφόρος Ξιφίας ἀπὸ τὰ νῶτα. Στὴ μάχη σκοτώθηκε καὶ ὁ στρατηγὸς
Νικηφόρος Βοτανειάτης, παπποὺς τοῦ μετέπειτα αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Βασίλειος ἄρχισε
νὰ εἰσχωρεῖ στὸ στενό, οἱ Βούλγαροι κυριεύθηκαν ἀπὸ πανικό. Ἡ μάχη μεταβλήθηκε
σὲ σφαγή. Οἱ αἰχμάλωτοι ἦσαν χιλιάδες. Κατὰ τὸν Κεδρηνό, ὁ Βασίλειος, ἐφαρμόζοντας
παλαιὰ σκληρὴ πολεμικὴ τιμωρία, τύφλωσε 15.000, ἀφήνοντας ἀνὰ 100 τυφλοὺς ἕναν
μονόφθαλμο γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν Βουλγαρία.
Ὁ
Παπαρρηγόπουλος, ἐρμηνεύοντας τὴν πράξη τοῦ Βασιλείου, λέγει πὼς ἀνάλογα ἔπραξαν
σὲ νεωτέρους χρόνους οἱ Ἄγγλοι κατὰ τῶν καθολικῶν Ἰρλανδῶν, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ
Ἀγγλοι πρῶτα ἐδίκαζαν καὶ μετὰ ἐκτελοῦσαν, ἐνῶ γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ ἐπέβαλε ὁ
Βασίλειος γράφει πὼς ἐπρόκειτο «περὶ πράξεως γενομένης ἐν τῇ ἀκμῇ πολέμου μακροῦ,
ἐναγωνίου, καταστρεπτικοῦ, ὑπὸ τὸ κράτος πάθους ἀκαριαίου καὶ ἀκατασχέτου, ὑπὸ
τοῦ ὁποίου καταλαμβάνονται πολλάκις οἱ στρατηγοί» (Κων/νος Παπαρηγόπουλος: «Ἱστορία
τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ἐκδ. Ἐλευθερουδάκη, τ. Δ΄, σ. 194). Ὁ Γάλλος ἱστορικὸς
I. Brehier («Vie et mort de Byzance», σ. 230) ἀποδίδει τὸ γέγονος στὴν ἰδιοσυγκρασία
τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἑξαγριωνόταν καὶ γινόταν ἐκδικητικός, ὅταν ἀντιμετώπιζε
ἀντιπάλους ὠμοὺς καὶ ἀπίστους. Προσωπικὰ -χωρὶς να ἐπιδοκιμάζουμε τὴν
πράξη-πιστεύουμε ὅτι πρόκειται γιὰ μία ἐνέργεια σύγχρονου πολιτικοῦ ρεαλισμοῦ. Ὁ
Βασίλειος ἐφάρμοζε κάπως πιὸ πρωτόγονα-γιατὶ δὲν εἶχε τὰ σύγχρονα μέσα-αὐτό ποὺ
ἐφαρμόζεται καὶ στὰ νεοτέρα χρόνια, ὡς τὶς ἡμέρες μας.
Ἄλλωστε,
καὶ γιὰ τὰ σημερινὰ δεδομένα ἡ ἠθικὴ τῆς πολιτικῆς εἶναι ἡ ἀποτελεσματικότητα.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τότε ὑπῆρξε ἀκαριαῖο. Ὁ Σαμουήλ, ποὺ διασώθηκε στὴν Πρίλαπο
(Πέρλεπε), μόλις ἀντίκρυσε τὸ οἰκτρὸ θέαμα, πέθανε μετὰ λίγο ἀπὸ τὴ θλίψη του. Ὁ
Βασίλειος, μετὰ τὴ νίκη του καὶ τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς Βουλγαρίας, ὀνομάστηκε
Βουλγαροκτόνος. Ἂν πολεμοῦσε, νικοῦσε καὶ τιμωροῦσε ἀπηνῶς Μακεδόνες, ὅπως
διατείνονται οἱ Σκοπιανοί, θὰ ὀνομαζό-ταν…Μακεδονοκτόνος! Ἀλλὰ Μακεδὼν ὀνομάζεται
αὐτός, ὡς προερχόμενος ἀπὸ τὴ λεγομένη Μακεδονικὴ δυναστεία.
Ἡ
νικηφόρα πορεία τοῦ Βασιλείου συνεχίστηκε. Κατέλαβε τὸ Μελένικο, τὴν Πρίλαπον,
τὸ Στυπεῖον (σημ. Ἱστίω), τὰ Μογλενὰ (ἀρχαία Ἀλμωπία) καὶ προχώρησε ὡς τὴν Ἀχρίδα,
ὅπου βρίσκονταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Σαμουήλ. Παρὰ τὴν ἀντίσταση ποὺ συνάντησε στὰ
διάφορα φρούρια, φέρθηκε στὸ μετέπειτα διάστημα μεγαλόψυχα πρὸς τοὺς Βούλγαρους
αἰχμαλώτους καὶ πρὸς τὸν λαό. Τὴν ἴδια μεγαλοψυχία ἔδειξε πρὸς τοὺς συγγενεῖς
τοῦ Σαμουήλ.
Ἡ
ἀντίσταση τῶν Βουλγάρων κράτησε ὡς τὸ 1018. Μετὰ τὴν πλήρη ὑποταγή, ὁ Βασίλειος
χώρισε τὴ Βουλγαρία σὲ δύο «θέματα» (διοικήσεις): τὸ Παρίστριο θέμα καὶ τὸ θέμα
Βουλγαρίας, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας. Καταργήθηκε ἐπίσης
τὸ βουλγαρικὸ πατριαρχεῖο καὶ οἱ ἐπισκοπές του ὑπαχθήκανε στὴ νέα αὐτοκέφαλη Ἀρχιεπισκοπὴ
Ἀχρίδος. Ἐπειδή, ὅμως, στὸ θέμα Βουλγαρίας καὶ στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος ὑπαχθήκανε
ἑλληνικὲς περιοχὲς καὶ μητροπόλεις (μητρόπολη Λαρίσης), αὐτὸ ἔδωσε σὲ νεωτέρους
χρόνους λαβὴ στοὺς Βούλγαρους ἐθνικιστὲς γιὰ διεκδικήσεις εἰς βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Μετὰ
τὸν στρατιωτικὸ του θρίαμβο, ὁ Βασίλειος πραγματοποίησε περιοδεία ἀνὰ τὴν Αὐτοκρατορία.
Τότε ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Ἀθήνα καὶ προσευχήθηκε στὸν Παρθενῶνα, ποὺ εἶχε γίνει
χριστιανικὸς ναὸς (Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα). Ἡ συμβολικὴ αὐτὴ ἐνέργεια, τὴν ὁποία
ὕμνησε μὲ λαμπροὺς στίχους ὁ Παλαμᾶς στὴ «Φλόγα τοῦ Βασιλιᾶ», δείχνει πὼς ὁ
Βασίλειος εἶχε συνείδηση «ῥίζας». Μὲ τὸ προσκύνημά του στὸν Παρθενῶνα ἔδενε
μέσα του τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὸν Χριστιανισμό. Καὶ στὸν πόλεμο, ποὺ μόλις
τελείωσε, ἔδωσε ἕναν χαρακτῆρα οἰονεῖ ἐθνικό.
Ἡ
μάχη τοῦ Κλειδίου καὶ ἡ συντριβὴ τοῦ Σαμουὴλ ἀπήλλαξε τὴν Αὐτοκρατορία ἀπὸ ἕναν
ἐπίφοβο ἐχθρὸ γιὰ διάστημα δύο αἰώνων. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ Βασιλεύουσα ἀντιμετώπισε
πλῆθος ἐπιδρομῶν. Ἂν σὲ αὐτοὺς προσετίθεντο καὶ οἱ Βούλγαροι, τότε ἡ κατάρρευσή
της θὰ εἶχε ἐπέλθει πολὺ ἐνωρίτερα.
Προδημοσίευση,
περιοδικό ΄΄Ἑρῶ΄΄, τεῦχος ΑΠΡ. ΙΟΥΝ. 2014
enromiosini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου