![]() |
| ΧΩΡΙΟ ΤΡΙΓΩΝΟ(ΟΣΤΙΜΑ) |
Οι Αρματολοί και οι Κλέφτες τής Περιοχής Κορεστίων και ο Κωνσταντίνος Κώττας
Η ορεινή περιοχή των Κορεστίων υπήρξε καθ’ όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας καταφύγιον Κλεφτών και Αρματολών. Διαπρεπείς Κλέφται με σημαντικήν πολεμικήν δράσιν κατά τής Τουρκικής Διοικήσεως, ό Ζούρκας, ό Κολεγκίνας, ό Ναούμης, ό Νταλίπης*, την εχρησιμοποίησαν κατά καιρούς ως ορμητήριον. Η ηρωική δράσις αυτών παρέμενε ζωηρά εις τας αναμνήσεις και τα λαϊκά άσματα των κατοίκων τής περιοχής, πολλοί δε προσεπάθησαν να τους μιμηθούν. Ένας εξ αυτών υπήρξε και ό Κωνσταντίνος Κώττας. Εγεννήθη εις το χωρίον των Κορεστίων Ρούλια, το σημερινόν Κώττα, το 1863. Μέχρι τής εξόδου του εις τον Κλέφτικον βίον, έζη ήσυχον ζωήν εις το χωρίον του ως γεωργός, συμπληρώνων το πτωχόν εκ τής γεωργίας εισόδημά του διά τής εξασκήσεως και άλλων επαγγελμάτων. Ησχολήθη κατά καιρούς με την εκμετάλλευσιν ενός μικρού πανδοχείου και ενός παντοπωλείου. Συγχρόνως ήσκει και τα επαγγέλματα τού κηροποιού και τού επιδιορθωτού υποδημάτων, διατελέσας διά μικρόν διάστημα και Πρόεδρος τού χωρίου του. Από νεαράς ηλικίας επέδειξε άσπονδον μίσος και ακατάβλητον θάρρος κατά των Μπέηδων και των Αγάδων τής περιοχής. Ο Τουρκικός ζυγός υπήρξεν ιδιαιτέρως βαρύς διά τα Κορέστια, τα οποία ευρίσκοντο υπό την δικαιοδοσίαν αρκετά πιεστικών Τουρκαλβανών Μπέηδων. Οι ευρισκόμενοι εις την υπηρεσίαν τούτων Τουρκαλβανοί περιέτρεχον πάνοπλοι την περιοχήν αυτήν και ελεηλάτουν ασύδοτοι τούς πτωχούς χριστιανούς χωρικούς. Οι τελευταίοι υπηρέτουνκατά γενικόν κανόνα ως κολλήγοι ή δουλοπάροικοι εις τα Τουρκικά τσιφλίκια, υπό αναριθμήτους πιέσεις, ατασθαλίας και διωγμούς. Ούτε καν το οικογενειακόν άσυλον δεν τούς ανεγνωρίζετο, ούτε ακόμη και αυτή ή τιμή των συζύγων των και των θυγατέρων των. Εντός αυτού τού περιβάλλοντος, άνθρωπος με την φιλελευθέραν ιδιοσυγκρασίαν του Κώττα, δεν ήτο δυνατόν να ζήση ήσυχος. Το 1896 όταν ο Κώττας ήτο Πρόεδρος τού χωρίου τον, επανειλημμένως είχεν έλθει εις προστριβάς με τον Κασίμ Μπέη τής Καπεστίτσης, ό οποίος επωφθαλμιούσε το ανήκον εις την εκκλησίαν τού χωρίου του Πανδοχείον και επεθύμει να οικειοποιηθή το ποτιστικόν ύδωρ τής Ρούλιας, διά να το χρησιμοποιήση εις ένα εκ των υδρομύλων του. Αι προστριβαί αυταί και ή αγέρωχος στάσις
τού Κώττα έναντι τής Τουρκικής εξουσίας, κατέστησαν δύσκολον την ζωήν του πλησίον τής οικογενείας του. Διαρκώς δε κατεδιώκετο υπό των Αρχών και εξυλοκοπείτο αγρίως. Τελικώς την άνοιξιν τού 1898, μετά τού εκ Ζελόβου (Ανταρτικού) Παύλου Κύρου και μερικών άλλων ανδρών τής περιοχής, ενεδρεύσας μεταξύ Ζελόου και Πισοδερίου, εφόνευσε τον τρομερόν Κασίμ Μπέη
μεθ΄ όλων των σωματοφυλάκων του.
Εκ τού ανωτέρου λόγου, όταν μετά τον φόνον αι υποψίαι ήρχισαν να στρέφωνται εναντίον του, ηναγκάσθη ό Κώττας να εγκαταλείψη την οίκογενειάν του και με μερικούς άλλους εξ ίσου αποφασιστικούς άνδρας να εξέλθη εις τα όρη. Έκτοτε ή δράσις του κατά τής Τουρκικής εξουσίας υπήρξε πολύμορφος και πλουσία. Μετά τον Κασίμ Μπέην, εξετέλεσε διαδοχικώς τον Αμπετίν Μπέην τής Καστορίας, τον Νουρή Μπέην τού Άργους Ορεστικού τον Τζεμάλ Μπέην τής Κορυτσάς, τον Νουρή Καπετάν τής Φλωρίνης, τον Ταϊρ Αγά και πολλούς άλλους. Η εξόντωσις όλων αυτών των τυραννίσκων τής περιοχής ηύξησε την φήμην του μεταξύ των Χριστιανών κατοίκων, οι οποίοι προσέβλεπον τον Κώττα ως μοναδικόν προστάτην των έναντι των υπερβασιών και των κατατρεγμών τής τυραννικής Τουρκικής κυριαρχίας. Πολλά χωρία εζήτουν την προστασίαν του και γενικώς ή δράσις του ανεβίωσεν εις τα Κορέστια την παλαιάν παράδοσιν των Κλεφτών και των Αρματολών.
Το φθινόπωρον του 1898, όταν αι πρώται ένοπλοι ομάδες τής ΕΜΕΟ ενεφανίσθησαν εις τα Κορέστια, ή ανταρτική ομάς του Κώττα ήλεγχε πλήρως την περιοχήν και ό ίδιος εθωρείτο ως αναμφισβήτητος αρχηγός της. Οι πολυμήχανοι Βούλγαροι προπαγανδισταί εγνώριζον τούτο καλώς και προσεπάθησαν καταλλήλως να τον πλησιάσουν. Παρουσιάσθησαν ενώπιόν του κατεχόμενοι υπό μεγάλου ψυχικού πόνου διά την οικτράν κατάστασιν των χριστιανών και μετ’ ασπόνδου μίσους κατά τής τυραννικής κυριαρχίας των Τούρκων. Τον εβεβαίωσαν ότι ηγωνίζοντο διά μιαν ελευθέραν δήθεν Μακεδονίαν, Εις την οποίαν όλοι οι κάτοικοί της, Βούλγαροι, Έλληνες, Σέρβοι, Αλβανοί, Τούρκοι, θα απελάμβανον τα αυτά δικαιώματα, χωρίς διακρίσεις. Τον ύμνησαν ως πρόδρομον και διδάσκαλόν των, λέγοντες ότι εθαύμαζον το έργον του και την απέραντον πίστιν του προς την Χριστιανικήν θρησκείαν. Περί των απωτέρων σκοπών των, περί Βουλγαρισμού, περί Εξαρχίας, ουδέν ανέφερον και διά τού τρόπου αυτού ό Κώττας ενέπεσεν εις την εντέχνως στηθείσαν παγίδα. Εμυήθη εις την ΕΜΕΟ και ήρχισε να υπηρετή τούς φαινομενικούς μόνον σκοπούς της, όχι όμως επί μακρόν.
Με την πάροδον τού χρόνου, ό αγέρωχος υπερασπιστής των Κορεστίων Κώττας ήρχισε να διαβλέπη και τούς απωτέρους σκοπούς τής Βουλγαρικής αυτής Οργανώσεως. Οι αλλεπάλληλοι φόνοι Πατριαρχικών ιερέων και Ελληνοδιδασκάλων δεν συνεβιβάζοντο με τον απελευθερωτικόν και χριστιανικόν αγώνα, τον οποίον έλεγον ότι έκαμνον. Αι συνεχείς φορολογίαι των χωρικών υπό το πρόσχημα συνεισφορών διά τον αγώνα και η αποφυγή των ενόπλων συγκρούσεων με τα Τουρκικά καταδιωκτικά αποσπάσματα δεν ήσαν αρεστά εις τον γνήσιον αυτόν απόγονον των Κλεφτών τού 1821. Η γλώσσα των ηγετών τής ΕΜΕΟ δυνατόν να ήτο παρόμοιος με την ιδικήν του, αι ψυχαί των όμως διέφερον βασικώς. Ήρχισεν, ως ήτο φυσικόν, τας αντιδικίας μετ’ αυτών και αι δυστροπίαι τον προς την γραμμήν τής ΕΜΕΟ εδημιούργησαν δυσάρεστον δι’ αυτήν κατάστασιν. Κατόπιν τούτου απεφασίσθη υπ΄ αυτής η εξόντωσις τού Κώττα, αλλά με την επιρροήν πού είχεν επί των χωρικών των Κορεστίων, η εκτέλεσίς του δεν ήτο εύκολος υπόθεσις.
Ως αποκαλύπτει και ό περιφερειακός γραμματεύς τής ΕΜΕΟ εις τα Κορέστια Πάντο Κλιάσεφ, από τού Οκτωβρίου τού 1900 ήρχισαν αι απόπειραι δολοφονίας κατά τού Κώττα, ωργανωμέναι κατά τρόπον πού ό θάνατός του να αποδοθή εις τυχαίον γεγονός, διά να μη προκληθούν δυσαρέσκειαι και αναταραχή εις τούς χωρικούς. Εις μιαν περίπτωσιν μεταξύ Μπανίτσης (Βεύης) και Γκορνιτσόβου (Κέλης) επέτυχον να τον τραυματίσουν, ό Κώττας όμως κατώρθωσε να διαφύγη και να επιστρέψη εις τα πιστά εις αυτόν χωρία των Κορεστίων. Μετά από την απόπειραν αυτήν έρριψαν το βάρος εις τον διενεργήσαντα την απόπειραν βοεβόδα Τάνε και συνεβιβάσθησαν με τον Κώττα, ό οποίος συνέχισεν όμως να δρα ανεξαρτήτως τής ΕΜΕΟ. Μετ’ ολίγον επανελήφθησαν αι απόπειραι εναντίον του, ενώ παραλλήλως κατεβλήθη σύντονος προσπάθεια διά να επανέλθη ό Κώττας εντός των γραμμών τής ΕΜΕΟ. Προς τούτο έφθασεν εις τα Κορέστια και αυτός ακόμη ό Γκότσε Ντέλτσεφ, μέλος τής Κεντρικής Επιτροπής τής ΕΜΕΟ. 0 Κώττας όμως παρέμεινεν αμετάπειστος και συνέχισε την ανεξάρτητον δράσιν του, ως και την παροχήν προστασίας προς τούς Πατριαρχικούς και τούς Ελληνόφρονας κατοίκους.
Όλην αυτήν την διαμάχην μεταξύ Κώττα και ΕΜΕ0, ως και την προστατευτικήν πολιτικήν τού πρώτου έναντι των Ελληνοφρόνων και των Πατριαρχικών των Κορεστίων, την εγνώριζε πολύ καλώς ό Γερμανός Καραβαγγέλης. Περί τα μέσα δε τού 1901, διά τού Παύλου Κύρου, ήλθεν εις επαφήν με τον Κώττα, μετά τού οποίου και συνηντήθη εις το Τύρνοβον (Πράσινον). Κατά την αφήγησιν τού ιδίου τού Καραβαγγέλη, ή συνάντησις αυτή, διαρκέσασα από τού μεσονυκτίου μέχρι των πρωινών ωρών, έλαβε πολύ συγκινητικόν χαρακτήρα. Από την μιαν πλευράν ο σλαυόφωνος σταυραετός των βουνών με την ελληνικωτάτην συνείδησιν και από την άλλην ή επιβλητική μορφή τού ιεράρχου τής Ελληνοχριστιανικής Εκκλησίας. Τα λόγια τού Καραβαγγέλη ήσαν απλά και πλήρη σημασίας:
***
«Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και πέρασαν οι Σλαύοι και σάς εξεσλαύωσαν. Η μορφή σας είναι Ελληνική και ή γη πού πατούμε είναι Ελληνική. Το μαρτυρούνε τα αγάλματα πού είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά είναι Ελληνικά και τα νομίσματα πού βρίσκομε είναι Ελληνικά και οι επιγραφές είναι ‘Ελληνικές. Έπειτα ή εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. Η Βουλγαρία δεν στάθηκε ικανή ούτε η ίδια να ελευθερωθή, παρά την ελευθέρωσε η Ρωσία. Και συ περιμένεις τώρα να ελευθερώση και την Μακεδονία. Και φαντάζεσαι πώς είναι ποτέ δυνατόν η ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακυρώση την Μακεδονία στη Βουλγαρία και προ πάντων την Φλώρινα και την Καστοριά πού απέχουν μόλις δυο μέρες από τα Ελληνικά σύνορα, ενώ από, τα Βουλγαρικά απέχουν επτά. Το Βουλγαρικό Κομιτάτο αν εργαζόταν αληθινά για την ελευθερία, για ένα τόσο ιερό σκοπό, δε θα μπορούσε να κάνη τέτοια κακουργήματα, να παίρνη διά τής βίας χρήματα από τούς φτωχούς χωρικούς και να σκοτώνη αθώους. Από σήμερα θα είσαι μαζί μας, θα είσαι ό πρώτος. Θα σε στείλω κάτω στην Αθήνα να γνωρίσης τούς Έλληνες Βασιλείς και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν».
Κατά τον Καραβαγγέλη ό Κώττας συνεφώνησε να υπηρετήση την Ελληνικήν υπόθεσιν και εγένετο μεταξύ των γραπτή συμφωνία. Ο Μητροπολίτης ανέλαβε την οικονομικήν ενίσχυσιν τού σώματος και από τής στιγμής εκείνης ό Ελληνισμός των Κορεστίων απέκτησε και επισήμως τον υπερασπιστήν του. Η μετέπειτα δράσις τού Κώττα υπήρξεν αρκετά επιζημία διά την ΕΜΕΟ. Επανειλημμένως συνεκρούσθη το σώμα του με τας συμμορίας τής ΕΜΕΟ. Εφόνευσε τον βοεβόδα Πετρώφ και την 19ην Αυγούστου 1902, εξασφαλίσας την υποστήριξιν τού εκ Τύρσιας (Τριβούνου) Γκέλε, ό οποίος είχε μυηθή και αυτός από τον Καραβαγγέλη, συνεκρούσθη εις τα υψώματα τής Όστιμα (Τρίγωνον) με την ισχυρά Τσέτα των Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ και τής επέφερε βαρείας απωλείας. Κατά την Βουλγαρικήν ψευδεξέγερσιν τού Φθινοπώρου τού 1902, όταν αφίχθη εις την Δυτικήν Μακεδονίαν ό Συνταγματάρχης Γιαγκώφ, ό Κώττας προφανώς κατόπιν υποδείξεως τού Καραβαγγέλη και του Προξενείου Μοναστηρίου, υπεστήριξε τούτον εις τας αντιδικίας του με την ΕΜΕΟ. Την 8ην Ιουλίου 1903 το σώμα του Κώττα έδωσε σκληροτάτην μάχην προς την Τσέτα του Κορσάκωφ πλησίον του Σμαρδεσίου (Κρυσταλλοπηγής) και βαρέως ετραυμάτισε τον ίδιον τον Κορσάκωφ, ο οποίος έκτοτε απεμακρύνθη τής ενεργού δράσεως και δεν συμμετέσχεν εις την επανάστασιν τού Ηλί Ντεν. Κατά την διάρκειαν τής επαναστάσεως ό Κώττας επολέμησε κατά των Τούρκων και έδωσε σκληράς προς αυτούς μάχας εις Πόπλιν (Λευκώνα) και Γέρμαν (Αγ. Γερμανόν) των Πρεσπών, ως και εις την διάβασιν Βίγλα τού Πισοδερίου. Παραλλήλως δεν ελησμόνησε και το μίσος του κατά των ηγετών τής ΕΜΕΟ, οι οποίοι και κατά την διάρκειαν ακόμη τής επαναστάσεως δεν παρέλειπον να φονεύουν τούς Ελληνόφρονας.
Κατόπιν των ανωτέρω, την 22αν Αυγούστου 1903 οι Τσέται Ποπτράϊκωφ, Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ προσεπάθησαν να εισβάλουν εις την περιοχήν τού Κώττα. Εισελθούσαι εις Μπρέσνιτσαν (Βατοχώρι), επυρπόλησαν την οικίαν τού Ιωάννου Ζάϊκου, εφόνευσαν τον πατέρα του και τον αδελφόν του Λάμπρον και απηγχόνισαν τον Πρόεδρον Γεώργιον Καραολάνην και τον αγροφύλακα τού χωριού.
Μετ’ ολίγας ημέρας, την 24ην Αυγούστου, εκδικούμενος ο Κώττας, συνέλαβεν επί τού όρους Λέσιτς τον Ποπτράϊκωφ, μέλος τής περιφερειακής επιτροπής Μοναστηρίου και τον απεκεφάλισεν.
Μετά την ''επανάστασιν'' τού Ηλί Ντέν, με την έναρξιν τού χειμώνος, ό Κώττας μετά μιας μικράς ομάδος οπαδών του κατήλθεν εις τας Αθήνας διά να συσκεφθή με εκπροσώπους τής Ελληνικής Κυβερνήσεως και διά να επισκεφθή τούς υιούς του. Οι τελευταίοι είχον αποσταλή εις Αθήνας με την βοήθειαν τού Γερμανού Καραβαγγέλη καί εφοίτων εις το Λύκειον Δέλλιου, με δαπάνας τής Ελληνικής Κυβερνήσεως.
*Άσχετος προς τον Δημήτρη Νταλίπη.
Πηγή: Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, έκδ. ΓΕΣ, 1979.
http://www.e-istoria.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου