Της
Ναταλίας Γρίβα
Διεθνολόγου
Το Μάιο του 2016, μια αντιπροσωπεία υψηλόβαθμων Τούρκων αξιωματούχων,
πιθανόν με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ahmet Davutoglu, πρόκειται να
επισκεφτεί τη Βοσνία για να παραστεί στην επαναλειτουργία του τζαμιού
Ferhadija στην περιοχή Banja Luka. Το τζαμί αυτό περιλαμβάνεται στον
Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO [1], χρονολογείται από
τον 16ο αιώνα και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πολιτιστικές απώλειες
του πολέμου στη Βοσνία την περίοδο 1992-1995, λόγω των καταστροφών που
αυτό υπέστη από τις σερβοβοσνιακές δυνάμεις. [2]
Ας σημειωθεί ακόμη ότι, ο Τουρκικός Οργανισμός Συνεργασίας και
Ανάπτυξης, (ΤİΚΑ) στήριξε την ανακατασκευή του τζαμιού Ferhadija, στα
πλαίσια της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής διείσδυσης που αυτός
επιδιώκει στην περιοχή των Βαλκανίων.
Όμως
τι σημαίνουν όλα αυτά και ποιες είναι οι επιδιώξεις της Άγκυρας;
Εάν κάποιος εξετάσει την ακόλουθη κατάσταση που περιγράφεται στις σελ.
63-65 του βιβλίου του Χρ. Μηνάγια με τίτλο: «Απόρρητος Φάκελος Τουρκία-Η
Εθνική Στρατηγική της Τουρκίας», η εικόνα που προκύπτει είναι σαφής.
Οι συνεργασίες που δημιουργεί η Τουρκία με τις χώρες του Καυκάσου, της
Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής αποσκοπούν
κατά βάση αφενός στην προβολή της στρατηγικής της ήπιας ισχύος μέσω μιας
ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, αφετέρου στην οικονομική διείσδυση σε
μια αγορά ενός δισ. κατοίκων με προφανή οικονομικά οφέλη.
Σημαντικό εργαλείο της στρατηγικής αυτής αποτελεί ο
Τουρκικός Οργανισμός Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΤİΚΑ),
ο οποίος ιδρύθηκε στις 24-01-1992, υπαγόμενος αρχικά στο υπουργείο
Εξωτερικών και στη συνέχεια το 1999 στην πρωθυπουργία. Ο ΤİΚΑ έχει ως
αποστολή την ανάπτυξη προγραμμάτων οικονομικής, εμπορικής, τεχνολογικής,
πολιτιστικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής συνεργασίας τόσο με
τουρκόφωνα, όσο με γειτονικά με την Τουρκία κράτη. Τα προγράμματα αυτά
αφορούν στη δημιουργία θεσμικών υποδομών σε όλους τους τομείς, βελτίωση
των υποδομών, αναβάθμιση του βιοτικού και κοινωνικού επιπέδου, διαφύλαξη
του κοινού ιστορικού και πολιτιστικού πλούτου (οθωμανικού-τουρκικού),
διάδοση της τουρκικής γλώσσας, βελτίωση των πολιτιστικών σχέσεων και
συνεργασία στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Σύμφωνα με τις Ετήσιες Εκθέσεις Δραστηριοτήτων του, ο ΤİΚΑ κατανέμει
τις περιφερειακές του δαπάνες στους τομείς: εκπαίδευση, υγεία, νερό και
υγιεινή ύδατος, διοίκηση και πολιτικές υποδομές, λοιπές κοινωνικές
υποδομές και υπηρεσίες, μεταφορές, αποθηκεύσεις προϊόντων, ανάπτυξη
υποδομών επικοινωνιών, ενέργεια, τραπεζικές εργασίες,
χρηματο-οικονομικά, εργασία, γεωργία, δασοπονία, αλιεία, βιομηχανία,
εξόρυξη μετάλλων, οικοδομικές εργασίες, εμπόριο, τουρισμός και προστασία
περιβάλλοντος.
Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η Άγκυρα χρησιμοποιεί τον ΤİΚΑ ως έναν
οργανισμό διείσδυσης στις κοινωνίες ενός γεωγραφικού χώρου που
εκτείνεται σε τρεις ηπείρους (Ευρώπη-Ασία-Αφρική) και σε περισσότερες
από 100 χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σημασίας που δίδει η
Τουρκία στη διείσδυση αυτή αποτελεί η λειτουργία γραφείων Συντονισμού
Προγραμμάτων του ΤİΚΑ στις ακόλουθες 27 χώρες: Αφγανιστάν, Αλβανία,
Αζερμπαϊτζάν, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Αιθιοπία, Παλαιστίνη, Γεωργία,
Μαυροβούνιο, Σερβία, Καζακστάν, Κιργιζία, Κοσσυφοπέδιο, Π.Γ.Δ..,
Μογγολία, Πακιστάν, Μολδαβία, Ουζμπεκιστάν, Σενεγάλη, Σουδάν, Σομαλία,
Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Ιράκ, Λίβανος, Υεμένη και Ουκρανία.
Πέραν των παραπάνω, ο ΤİΚΑ δίδει μεγάλη βαρύτητα στον τομέα της
τουρκολογίας με τη δημιουργία αντίστοιχων τμημάτων σε πανεπιστήμια του
Αφγανιστάν, της Αλβανίας, της Λευκορωσίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της
Βουλγαρίας, της Εσθονίας, της Παλαιστίνης, της Ινδίας, του Καζακστάν,
της Κιργιζίας, της Λιθουανίας, της Μογγολίας, της ΠΓΔ, του
Ουζμπεκιστάν, της Σλοβακίας, του Ταταριστάν, του Τουρκμενιστάν, της
Ουκρανίας και της Υεμένης. Επίσης, στα πλαίσια περιφερειακών συνεργασιών
υλοποιεί ένα διεθνές πρόγραμμα εκπαίδευσης αστυνομικών, αφενός με την
αποστολή Τούρκων εκπαιδευτών στις χώρες που το ζητούν π.χ. Αλβανία,
Παλαιστίνη, Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Μογγολία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη,
Αζερμπαϊτζάν και Ουζμπεκιστάν, αφετέρου με την εκπαίδευση αλλοδαπών
αστυνομικών στις τουρκικές αστυνομικές σχολές.
Στη συνέχεια, ο Χρ. Μηνάγιας επισημαίνει ότι, η βραχυπρόθεσμη και
μεσοπρόθεσμη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας για τα Βαλκάνια έχει δύο
κύριους στόχους. Ο πρώτος στόχος αφορά στην εδραίωση της σταθερότητας
σύμφωνα με την τουρκική αντίληψη, ενώ ο δεύτερος στόχος αφορά στη
δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου, στην ομπρέλα ασφαλείας του
οποίου θα ενταχθούν οι εθνικές μειονότητες της περιοχής. Εντός αυτού του
νομικού πλαισίου, η Τουρκία έχει ως διαρκή στόχο την απόκτηση του
δικαιώματος επέμβασης στα προβλήματα που έχουν σχέση με τις
μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων.
Είναι σημαντικό ότι, ο Ahmet Davutoglu χρησιμοποιεί ως παράδειγμα της
σύγχρονης ιστορίας, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η οποία, κατ’
αυτόν, νομιμοποιήθηκε στα πλαίσια ενός τέτοιου νομικού πλαισίου.
Επομένως, η Άγκυρα, αφενός για να μπορέσει στο μέλλον να αποκτήσει ένα
παρόμοιο δικαίωμα στα
Βαλκάνια,
αφετέρου για να μην απολέσει την δραστικότητά της στην περιοχή, να μη
βρεθεί απέναντι σ’ ένα «Βαλκανικό Μπλοκ» και να εξισορροπήσει το ρωσικό
παράγοντα, εφαρμόζει μια ενεργητική βαλκανική πολιτική, η οποία: α.
Προβάλλει συνεχώς τους πολιτιστικούς και ιστορικούς δεσμούς της Τουρκίας
με τις μουσουλμανικές μειονότητες και δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε
αυτή να μπορέσει στο μέλλον να αναλάβει νέες περιφερειακές αποστολές
που πηγάζουν από τις ιστορικές παραμέτρους.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο
Davutoglu χρησιμοποιεί τον όρο
«Οθωμανικό Κράτος»,
διότι το θεωρεί ως ένα μοντέλο διοίκησης που περιελάμβανε
δραστηριότητες εποικισμού, ανοικοδόμησης και ανάπτυξης, σε αντίθεση με
τον όρο «Οθωμανική Αυτοκρατορία», ο οποίος παραπέμπει στα μοντέλα της
αποικιοκρατικής διακυβέρνησης των Άγγλων, των Γάλλων, των Ισπανών και
των Πορτογάλων. β. Επικαλείται με δραστικό τρόπο τις εσωτερικές
ισορροπίες και τους εξωτερικούς παράγοντες της κάθε περιοχής. γ.
Αυτοπαρουσιάζεται ως το τελικό άσυλο στο οποίο θα προσφύγει κάποιος σε
περίπτωση προβλήματος και ως η δύναμη που εγγυάται είτε την εσωτερική
ασφάλεια, είτε και την εδαφική ακεραιότητα μερικών χωρών που διαβιούν οι
μειονότητες.
Διαπιστώνεται δηλαδή, ότι
η
Τουρκία όχι μόνο ταυτίζει την ασφάλεια των Βαλκανίων με τις παραμέτρους
ασφαλείας των δυτικών συνόρων της, αλλά επιδιώκει να μετατοπίσει τη
γραμμή ασφαλείας της ακόμη δυτικότερα, μέσω πολυμερών και
διμερών συμφωνιών ασφαλείας σε βαλκανικό επίπεδο. Ενδεικτικά αναφέρονται
οι στρατιωτικές συνεργασίες με την Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο και την'
Π.Γ.Δ.., οι οποίες δημιουργούν μια επιπλέον απειλή με ασύμμετρες
συνιστώσες στα βόρεια σύνορα της Ελλάδος. Τούτο οφείλεται στο γεγονός
ότι μέσω των συνεργασιών σε τεχνολογικό και επιστημονικό επίπεδο, σε
θέματα στρατιωτικής εκπαίδευσης και δωρεάν παροχής στρατιωτικού υλικού
έχει γίνει αποδεκτή και νομιμοποιήθηκε η μόνιμη παρουσία τουρκικών
στρατιωτικών τμημάτων στις εν λόγω περιοχές.
Ωστόσο, το γεγονός ότι οι εγγύς γειτονικές χώρες της Τουρκίας παρέμειναν
για αιώνες υπό το ζυγό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δημιουργεί
ψυχολογικές αντιδράσεις, οι οποίες αφενός έχουν αρνητικές επιπτώσεις
στον πολιτικό διάλογο, αφετέρου επιδρούν αρνητικά στην εξασφάλιση ενός
περιβάλλοντος ασφάλειας, η οποία αποτελεί την πρωταρχική απαίτηση για
διαπραγματεύσεις.
Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το Μεσογειακό Κέντρο Στρατηγικής Ανάλυσης και Πληροφοριών (ΜΕ.ΚΕ.Σ.Α.Π.)
Πηγη:Onalert