Στη λίστα των μαχών που διαμόρφωσαν την ιστορία της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας το Μαντζικέρτ κατέχει σημαντική θέση- και όχι για καλό
λόγο, καθώς η 26η Αυγούστου 1071 «είδε» μια από τις μεγαλύτερες ήττες
του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, καθορίζοντας την πορεία του μεσαιωνικού
ελληνισμού. Πρόκειται για το αποκορύφωμα της αναμέτρησης ανάμεσα στον
Ρωμανό Δ' Διογένη και τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν (το «βουνίσιο λιοντάρι»)
των Σελτζούκων Τούρκων, και η ήττα είχε ως συνέπεια την εδραίωση της
θέσης των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία.
Ο στρατηγός Ρωμανός Διογένης είχε επιλεγεί ως σύζυγος της Ευδοκίας,
χήρας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα. Η οικογένειά του ήταν από
την Καππαδοκία και βασικό κριτήριο για την επιλογή του προκειμένου να
αναλάβει το ανώτατο αξίωμα του αυτοκράτορα ήταν η γνώση των κινδύνων που
διέτρεχε η αυτοκρατορία από τις εξωτερικές απειλές και τη διάλυση του
στρατού (με την παραμέληση των αξιόμαχων και εμπειροπόλεμων στρατών των
Θεμάτων). Αποφάσισε να εισβάλει στην Αρμενία τον χειμώνα του 1071, καθώς
ο Αλπ Αρσλάν ήταν απασχολημένος πολιορκώντας τη βυζαντινή Έδεσσα
(σημερινή Σανλιούρφα), ενώ επεδίωκε μετέπειτα την επίθεση κατά του
Χαλεπίου (Χαλιφάτο των Φατιμιδών).
Η πορεία προς το Μαντζικέρτ
Συγκεντρώνοντας μεγάλο στράτευμα, ισχύος που σήμερα εκτιμάται στους
40.000 μάχιμους άνδρες, εισέβαλε το καλοκαίρι και κατευθύνθηκε προς τη
Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), κινούμενος στη συνέχεια προς το Μαντζικέρτ,
παρά τις συμβουλές των στρατηγών του, που δεν έβλεπαν θετικά την κίνηση
προς το εσωτερικό της Αρμενίας, που ελεγχόταν από τους Σελτζούκους. Το
συγκεκριμένο οχυρό έπρεπε να καταληφθεί για να έχει καλυμμένα τα νώτα
του- και πριν ξεκινήσει έβαλε επικεφαλής της οπισθοφυλακής τον Ανδρόνικο
Δούκα, ο οποίος ήταν γιος του κύριου πολιτικού του αντιπάλου.Παράλληλα,
ελάμβανε διαβεβαίωση ότι δεν υπήρχε εχθρικός στρατός μπροστά- αλλά στην
πραγματικότητα ο Αλπ Αρσλάν ήταν με τον στρατό του όχι άνω των 200 χλμ
μακριά από τη Θεοδοσιούπολη και ήταν ενήμερος για τις κινήσεις των
Βυζαντινών χάρη στους κατασκόπους του. Επίσης, ο Ρωμανός είχε κάνει το
λάθος να χωρίσει τον στρατό του σε δύο τμήματα, στέλνοντας το ένα-
20.000 άνδρες υπό τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη, μαζί με τους ιππότες του Ρουσέλ
ντε Μπαγιέλ- στα νότια του Μαντζικέρτ για να καταλάβει το Χλιάτ. Με το
τμήμα που διοικούσε ο ίδιος, κατέλαβε το φρούριο του Μαντζικέρτ και
περίμενε τον Ταρχανειώτη, ο οποίος όμως δεν πήγε στο Χλιάτ, αλλά
κατευθύνθηκε προς τη Μελιτηνή, απομακρυνόμενος από το πεδίο της μάχης.
χωρίς εξήγηση και χωρίς να ενημερωθεί αυτοκράτορας (θεωρείται ότι
επρόκειτο είτε για προδοσία, είτε για αναγκαστική κίνηση λόγω εμφάνισης
ισχυρής σελτζουκικής δύναμης).
Στις 24 Αυγούστου, Βυζαντινοί ανιχνευτές συγκρούστηκαν με Σελτζούκους
ανατολικά της λίμνης Βαν. Ο Ρωμανός, χωρίς να ξέρει ότι επρόκειτο για
την εμπροσθοφυλακή του Αλπ Αρσλάν, απέστειλε τον Νικηφόρο Βρυέννιο με
μικρή δύναμη για να τους απωθήσει, ο οποίος βλέποντας ότι μονάδες του
έπεσαν σε ενέδρες υποχώρησε- ωστόσο ο αυτοκράτορας δεν είχε πειστεί
ακόμα ότι επρόκειτο για την κύρια δύναμη των Σελτζούκων και απέστειλε
τον Νικηφόρο Βασιλάκιο, δούκα της Θεοδοσιούπολης, με δύναμη ιππικού
εναντίον των εχθρικών μονάδων. Οι Σελτζούκοι παρέσυραν τον Βασιλάκιο σε
ανεξέλεγκτη καταδίωξη με ψευδή υποχώρηση και εξόντωσαν τη δύναμή του.
Ο Ρωμανός απέστειλε ξανά τον Βρυέννιο εναντίον των Τούρκων, ο οποίος
αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τον στρατό του Αλπ Αρσλάν. Οι Σελτζούκοι
επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης σε παράταξη και προσπάθησαν να
περικυκλώσουν τον Βρυέννιο, ο οποίος υποχώρησε, εξαπολύοντας τοπικές
αντεπιθέσεις και απωθώντας τον εχθρό, οπότε και κατάφερε να επιστρέψει
στο βυζαντινό στρατόπεδο, αν και τραυματίας.
Ο αυτοκράτορας ετοιμάστηκε για μάχη, ωστόσο οι Σελτζούκοι είχαν
αποσυρθεί πάλι πέρα από τους λόφους, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στο
στρατόπεδο. Το βράδυ όμως ακολούθησε επίθεση εναντίον των Ογούζων
Τούρκων μισθοφόρων του Διογένη, με αποτέλεσμα την πρόκληση σύγχυσης,
καθώς οι Ογούζοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα και δεν διέφεραν εμφανισιακά
από τους Σελτζούκους. Οι επιτιθέμενοι αποσύρθηκαν, και το πρωί της 25ης
Αυγούστου προσπάθησαν να καταλάβουν την όχθη του ποταμού απέναντι από
το βυζαντινό στρατόπεδο. Ο αυτοκράτορας έστειλε βαρύ πεζικό που τους
απώθησε, ωστόσο η επιτυχία ανετράπη όταν μεγάλο μέρος των Ογούζων άλλαξε
στρατόπεδο και προσχώρησε στους Σελτζούκους. Την ίδια ημέρα έφτασε
στους Βυζαντινούς πρεσβεία για διαπραγματεύσεις, ωστόσο οι όροι που
ήθελε ο Ρωμανός δεν έγιναν αποδεκτοί.
Η παράταξη των δυνάμεων
Ο Αλπ Αρσλάν παρέταξε τις δυνάμεις του σε σχήμα ημισελήνου, σε τρία
τμήματα που αποτελούνταν κυρίως από ελαφρύ ιππικό, έχοντας από πίσω
ελαφρύ πεζικό. Ο Διογένης παρέταξε τον στρατό του σε δυο παράλληλες
γραμμές μετρίου πλάτους, βάθους 8 - 10 ανδρών για τους πεζούς και 3 - 4
για τους ιππείς. Τα 2/3 του στρατεύματος χωρίστηκαν σε τρία τμήματα ενώ
κράτησε το 1/3 του στρατεύματος ως εφεδρεία. Το αριστερό τμήμα το
κρατούσαν τα θεματικά στρατεύματα από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και
τη Θράκη μαζί με τους Σλάβους με επικεφαλής τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Το
κέντρο το διοικούσε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ρωμανός, με την αυτοκρατορική
φρουρά των 500 Βαράγγων. Οι οι υπόλοιπες δυνάμεις
ήταν Καππαδόκες στρατιώτες, Φράγκοι και Τουρκομάνοι.Τη διοίκηση της
δεξιάς πτέρυγας είχε ο Θεόδωρος Αλυάτης, διοικώντας τους Ίβηρες
της Αρμενίας, τους Χαζάρους και τους Σλάβους. Την εφεδρεία την διοικούσε
ο Ανδρόνικος Δούκας με τμήματα Χαζάρων, Γερμανών, Φράγκων και ιδιωτικών
στρατών.
Η μάχη
Η μάχη άρχισε στις 26 Αυγούστου, με τους Σελτζούκους να επιτίθενται
με τη συνήθη τακτική της βροχής από βέλη και του ανοίγματος των άκρων
για να κυκλώσουν τον αντίπαλο. Τα βυζαντινά άκρα άρχισαν την καταδίωξη,
ενώ τα δύο κέντρα συγκρούονταν, με τους Σελτζούκους να αρχίζουν να
οπισθοχωρούν, συνεχίζοντας τη «βροχή»- οπότε και η συνοχή των πιο
βραδυκίνητων βυζαντινών δυνάμεων άρχισε να σπάει, με τους Σελτζούκους να
κυκλώνουν και να καταστρέφουν αποκομμένες μονάδες. Καθώς πλησίαζε η
νύχτα και οι απώλειες αυξάνονταν για τις αυτοκρατορικές δυνάμεις, ο
Ρωμανός διέταξε απεμπλοκή και συντεταγμένη οπισθοχώρηση, ωστόσο ο
Βρυέννιος και ο Αλυάτης θεώρησαν ότι ήταν το σήμα της ήττας, οπότε και
πολλοί στρατιώτες «έσπασαν» και τράπηκαν σε φυγή. Ο Αλπ Αρσλάν έριξε στη
μάχη την εφεδρεία του, οπότε και η απεμπλοκή ήταν αδύνατη για τον
Ρωμανό, που άρχισε αναγκαστικά ξανά την επίθεση. Στο πεδίο της μάχης
επεκράτησε χάος- και εκεί το αποτέλεσμα καθορίστηκε από τη μη επέμβαση
της εφεδρείας, με επικεφαλής τον Ανδρόνικο Δούκα, είτε από προδοσία,
είτε επειδή θεώρησε ότι η μάχη είχε κριθεί.
Ο Βρυέννιος διέσπασε τον κλοιό του κατάφερε να διαφύγει, ωστόσο ο
Αλυάτης αιχμαλωτίστηκε, με το βυζαντινό κέντρο να καταρρέει. Η φρουρά
των Βαράγγων, προστατεύοντας τον Ρωμανό, πολέμησε μέχρι τέλους, με τους
επίλεκτους πολεμιστές να πέφτουν μέχρι ενός. Ο αυτοκράτορας
αιχμαλωτίστηκε τραυματισμένος και οδηγήθηκε στον σουλτάνο- το πιο βαρύ
πλήγμα για την αυτοκρατορία, πέραν του καθαρά στρατιωτικού σκέλους της
μάχης. Οι απώλειες του βυζαντινού στρατού έφτασαν τους 8.000 άνδρες
περίπου- σχετικά ελαφρές (οπότε και θεωρείται υπερβολική η γενικότερη
αντίληψη περί «τρομακτικής καταστροφής»- άλλωστε πολλές μονάδες
επιβίωσαν και ήταν σε θέση να πολεμούν ξανά μετά από λίγο καιρό, ενώ οι
περισσότεροι αιχμάλωτοι αφέθηκαν ελεύθεροι, μεταξύ τους και ο Ρωμανός)
ωστόσο οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την αυτοκρατορία ήταν βαριές.
Ο Ρωμανός, τραυματισμένος και έχοντας πάνω του τα σημάδια της μάχης,
οδηγήθηκε στον Αλπ Αρσλάν, ο οποίος τον ρώτησε τι θα έκανε εάν είχε
πιαστεί ο ίδιος αιχμάλωτος. Ο Ρωμανός απάντησε ότι μάλλον θα τον σκότωνε
ή θα τον εξέθετε στους δρόμους της Πόλης. Ο Αλπ Αρσλάν ωστόσο του
απάντησε ότι η τιμωρία του θα ήταν βαρύτερη: Θα τον άφηνε ελεύθερο. Στη
συνέχεια του προσέφερε τους ίδιους όρους που είχε προσφέρει και πριν τη
μάχη. Ο αυτοκράτορας έμεινε αιχμάλωτος του Σελτζούκου σουλτάνου για μία
εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας αντιμετωπίστηκε με σεβασμό,
συντρώγοντας με τον Αλπ Αρσλάν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων,
στις οποίες συμφωνήθηκαν οι παραχωρήσεις: Η Αντιόχεια, η Έδεσσα, η
Ιεράπολη και το Μαντζικέρτ πέρασαν στους Σελτζούκους, και συμφωνήθηκαν
τα λύτρα για την επιστροφή του αυτοκράτορα (προκαταβολή 1,5 εκατ. χρυσών
νομισμάτων και 360.000 ετησίως) και ο γάμος μεταξύ του γιου του Αλπ
Αρσλάν και της κόρης του Ρωμανού. Στη συνέχεια του έδωσε δώρα και τον
έστειλε πίσω στην Κωνσταντινούπολη με τη συνοδεία δύο εμίρηδων και 100
Μαμελούκων.
Οι επιπτώσεις της ήττας
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της ήττας ήταν ίσως μεγαλύτερες: Ο
Ρωμανός, επιστρέφοντας από την αιχμαλωσία, βρέθηκε αντιμέτωπος με
μεγάλες απειλές απέναντι στη βασιλεία του. Η αυτοκρατορία μπήκε σε
εμφύλιο, με τον αυτοκράτορα να ηττάται τρεις φορές από τους βασικούς
αντιπάλους του- την οικογένεια Δούκα – και να χάνει τον θρόνο. Τυφλώθηκε
και εξορίστηκε στο νησί της Πρώτης, όπου και πέθανε από μόλυνση το
1072. Οι εμφύλιοι έλαβαν τέλος όταν ανέβηκε στον θρόνο Αλέξιος Α'
Κομνηνός.
Η κύρια συνέπεια της ήττας του Μαντζικέρτ ήταν η εδραίωση του
τουρκικού κράτους στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία- του Σουλτανάτου του
Ικονίου, ή Σουλτανάτου του Ρουμ. Βασικό αίτιο της ήττας (σε ευρύτερο
πλαίσιο) θεωρείται η αντιπαράθεση μεταξύ του Ρωμανού και των μεγάλων
φεουδαρχικών οικογενειών της Μικράς Ασίας, που οδήγησε σε συστηματική
υπονόμευσή του, ακόμα και απέναντι στην απειλή των Σελτζούκων. Ο Ρωμανός
επεδίωκε δικαιότερο φορολογικό σύστημα (με σκοπό την ενίσχυση του
στρατού, που έφτασε να βασίζεται σε ξένους μισθοφόρους, λόγω της
παραμέλησης των θεματικών δυνάμεων), κατάργηση των δουλοπάροικων και
ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας. Οι φεουδάρχες δεν ήθελαν φορολόγηση,
ενώ επιθυμούσαν να διατηρούν ιδιωτικούς στρατούς, επιδιώκοντας
αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.
Μακροπρόθεσμα, οι Βυζαντινοί χάνοντας τις οδούς που οδηγούσαν στις
ανατολικές επαρχίες και ειδικότερα στην Αρμενία έχασαν τον έλεγχο και
των κατοίκων τους, που αποτελούσαν σημαντική πηγή επάνδρωσης για τον
στρατό. Ο δρόμος για τον εκτουρκισμό των περιοχών είχε ανοίξει.
Η βυζαντινή «ρεβάνς»
Ωστόσο, το Μαντζικέρτ, παρά τις επιπτώσεις του, δεν σήμαινε ότι η
αυτοκρατορία είχε «καταθέσει τα όπλα»: Η άνοδος των Κομνηνών στην
εξουσία σήμανε τη δυναμική επιστροφή του Βυζαντίου στην αντιπαράθεση με
τους Σελτζούκους, με τον Αλέξιο Α' Κομνηνό να παίρνει τη «ρεβάνς» για το
Μαντζικέρτ στη μάχη του Φιλομηλίου το 1117, νικώντας τους Σελτζούκους
του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ, ο οποίος ζήτησε ειρήνη. Κατά τραγική ειρωνεία, η
μοίρα του σουλτάνου μετά την ήττα ήταν παρόμοια με αυτή του Ρωμανού
Διογένη: έχασε τον θρόνο του, τυφλώθηκε και αργότερα δολοφονήθηκε από
τον αδελφό του.
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου