Αφηγείται ο Αντγος ε.α. Αθανάσιος Γαληνός (τότε διοικητής του 11ου Λόχου Κρούσεως της 31 Μοίρας Καταδρομών).
(Απόσπασμα από την ομιλία του στην Ημερίδα Ειδικών Δυνάμεων Νοεμβρίου 2016 στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών)
«Αντικειμενικός
σκοπός του λόχου μου (Νύκτα 20/21 Ιουλίου 1974) ήταν το δυτικό τμήμα
του υψώματος Κοτζά Καγιά, ακριβώς απέναντι από την Αετοφωλιά, απ’ την
οποία κάναμε τις αναγνωρίσεις μας, τόσο κατά τον καιρό της ειρήνης, όσο
και από την άφιξή μας για την εφαρμογή του σχεδίου. Η πλευρά αυτή του
υψώματος ήταν οργανωμένη με μεγάλο αριθμό πολυβολείων και άλλων έργων.
Λίγο
ψηλότερα υπήρχαν κτίριο λόχου και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις.
Σύμφωνα με το σχέδιο, ο λόχος μου έπρεπε να φθάσει, χωρίς να γίνει
αντιληπτός, ανατολικά και ψηλότερα από αυτές τις εγκαταστάσεις και στη
συνέχεια να στραφεί προς δυσμάς και την προκαθορισμένη ώρα να εκτοξεύσει
έφοδο, να καταστρέψει τον εγκατεστημένο εκεί εχθρό και να καταλάβει το
τμήμα εκείνο του υψώματος.
Κατά
τη φάση της διείσδυσης ο λόχος μου ήταν τελευταίος. Μαζί μας ήταν και ο
Διοικητής της Μοίρας. Από τις αναγνωρίσεις, που προηγήθηκαν, είχα
υπολογίσει το σημείο από το οποίο εγκαταλείψαμε το δασικό δρόμο και
στραφήκαμε προς νότο για να ανηφορίσουμε προς τον αντικειμενικό μας
σκοπό.
Ως σημεία συσχετίσεως για τον προσανατολισμό μου είχα τις
πυρκαγιές που είχαν εκδηλωθεί στο δάσος από τις βολές της ορειβατικής
πυροβολαρχίας. Δεν υπήρχε σεληνόφως, η σελήνη ήταν μόλις 2 ημερών.
Γρήγορα
όμως η όρασή μας προσαρμόστηκε στο αστρικό φως και μπορούσαμε να
διακρίνουμε τα βατά σημεία ανάμεσα στα βράχια, τα δένδρα και τους
θάμνους.
Φθάσαμε έτσι κοντά στη ράχη του υψώματος, όπου ανακόψαμε
την κίνησή μας για να προβώ σε αναγνώριση μέχρι να πλησιάσει η ώρα
κρούσεως. Είχαμε φθάσει στο επιθυμητό σημείο.
Μπροστά μας, πάνω
ακριβώς στη ράχη υπήρχε χωματόδρομος, που έρχονταν από τα ανατολικά και
άρχιζε να κατηφορίζει προς τις εγκαταστάσεις του αντικειμενικού μας
σκοπού. Πλησιάσαμε στο συρματόπλεγμα των εγκαταστάσεων και πήραμε θέσεις
για την εκτόξευση της εφόδου μας.
Στις
23.00 ο Διοικητής έριξε την πρώτη από τις 2 πράσινες φωτοβολίδες, που
ήταν το συνθηματικό άρσεως των πυρών υποστηρίξεως. Όταν επιχείρησε να
ρίξει και τη δεύτερη, αυτή σφήνωσε στη θαλάμη, γιατί ήταν φουσκωμένη και
ούτε έμπαινε ούτε έβγαινε από το πιστόλι. «Και τώρα τι θα κάνουμε;» μου λέει ο Διοικητής. «Τώρα θα κάνουμε έφοδο και ότι γίνει. Πιστεύω ότι ο Σταμάτης θα καταλάβει και θα σταματήσει τα πυρά.»
του απάντησα και διέταξα έφοδο. Η έφοδος άρχισε με κραυγές «αέρα» και
πυροβολισμούς και εξελίχθηκε χωρίς πρόβλημα μέχρι που φθάσαμε στις
σειρές των πολυβολείων.
Στο κτίριο και στις λοιπές εγκαταστάσεις
δεν υπήρχε προσωπικό. Ήταν όλοι στα πολυβολεία και στις θέσεις μάχης.
Όσο διαρκούσε η έφοδος, ακουγόταν από χαμηλά, δυτικά από τα πολυβολεία,
μια σφυρίχτρα που σφύριζε συνθηματικά.
Υποθέτω ότι καλούσε σε αποχώρηση προς την Αγύρτα. Καταλάβαμε σχεδόν χωρίς αντίσταση όλη την οργανωμένη αμυντικά τοποθεσία.
Η μοναδική μας απώλεια ήταν ο τραυματισμός στο κεφάλι του Καταδρομέα Χριστοφόρου Χριστόφορου. Οι Τούρκοι είχαν αρκετούς νεκρούς και συλλάβαμε και αρκετούς αιχμαλώτους.
Κάλεσα
τους Διμοιρίτες, τους όρισα τομείς ευθύνης και τους διέταξα να ελέγξουν
ένα προς ένα τα πολυβολεία για τυχόν κρυμμένους Τούρκους και στη
συνέχεια να εγκατασταθούν αμυντικά για περιμετρική ασφάλεια.
Στη
συνέχεια ήλεγξα προσωπικά όλο το χώρο και διαπίστωσα πόσο καλά ήταν
οργανωμένη η τοποθεσία. Τα πολυβολεία ήταν πολλά και σε σειρές. Ήταν
κατασκευασμένα με ξερολιθιά μεγάλου πάχους και ήταν ενωμένα μεταξύ τους
με ξερολιθιά του ίδιου πάχους.
Οι τοίχοι αυτοί είχαν διπλό ρόλο.
Αφ’ ενός παρείχαν ασφάλεια κατά τις μετακινήσεις, δηλαδή υποκαθιστούσαν
τα ορύγματα συγκοινωνίας, τα οποία έπρεπε να είχαν εκσκαφτεί στο βράχο
και αφ’ ετέρου παρείχαν θέσεις μάχης στους εκτός πολυβολείων μαχητές.
Μετά
τον έλεγχο και τη διαπίστωση ότι ασφαλίζαμε περιμετρικά το χώρο, πήγα
και κάθισα λίγα μέτρα απέναντι από το Διοικητή και συζητούσαμε. Το
σημείο αυτό ήταν πίσω από το τελευταίο αριστερά πολυβολείο της
τελευταίας σειράς.
Δίπλα μας ήταν ο γκρεμός που έπεφτε
προς το χωριό Αγύρτα. Η περιοχή μας δέχονταν πυρά ευθυτενούς τροχιάς από
το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα, όμως δεν ήταν φονικά λόγω της
απόστασης(1.000-1.200μ.). Αργότερα τα πυρά αυτά αραίωσαν, ίσως λόγω
εξαντλήσεως των διαθεσίμων πυρομαχικών.
Εν τω
μεταξύ άλλαξα θέση, γιατί σκέφθηκα ότι ήμασταν πολύ κοντά με το Διοικητή
και κινδυνεύαμε να τεθούμε και οι δύο εκτός μάχης, αν κάποιο βλήμα
καμπύλης τροχιάς έπεφτε ανάμεσά μας.
Στη θέση
που καθόμουν μέχρι εκείνη τη στιγμή πήγε και κάθισε ο τραυματίας
Καταδρομέας Χριστοφόρου Χριστόφορος, με το κεφάλι του τυλιγμένο στο ύψος
του μετώπου με τον άσπρο επίδεσμο. Τον είχε καλέσει ο Διοικητής για να
του δώσει εντολές, τις οποίες έπρεπε να μεταφέρει στο Λοχαγό Σταμάτη το
πρωί, που θα πήγαινε πίσω στην Αετοφωλιά.
Γύρω στις
03.45, όταν άρχισε σιγά-σιγά να φέγγει, ξεκίνησα να κάνω μια λεπτομερή
αναγνώριση της περιοχής. Στη διάρκεια αυτής της αναγνώρισης, βρήκα πίσω
από ένα τοίχο ένα μπαζούκας 2,36’’ και ένα σωρό βλημάτων με τις
συσκευασίες τους. Αυτό μου έδωσε την ιδέα ότι μπορούσαμε να βρούμε και
άλλα όπλα τα οποία μπορούσαν να μας φανούν χρήσιμα.
Γι’ αυτό
κάλεσα τους διμοιρίτες και τους έδωσα εντολή να ερευνήσουν τα πολυβολεία
και τον υπόλοιπο χώρο της ευθύνης τους για ανεύρεση χρήσιμων όπλων και
πυρομαχικών.
Στη διάρκεια αυτής της έρευνας ένας δεκανέας, που τον
φωνάζαμε «Αψιού», λόγω της καταγωγής του, κινήθηκε προς την είσοδο του
πολυβολείου δίπλα στο οποίο ήμασταν όλες αυτές τις ώρες.
Τότε
εκδηλώθηκαν ταυτόχρονα πυρά από τις δύο θυρίδες του πολυβολείου και από
την είσοδό του. Αποτέλεσμα ήταν να πέσει νεκρός ο τραυματίας Καταδρομέας
Χριστοφόρου Χριστόφορος, ενώ ο δεκανέας «Αψιού» έπεσε και καλύφθηκε
πίσω από τις πέτρες, που ήταν κοντά στην είσοδο. Ήταν αδύνατο να
πλησιάσουμε το πολυβολείο από οποιαδήποτε κατεύθυνση, γιατί οι τομείς
βολής του κάλυπταν όλη την περίμετρο.
Τότε δοκίμασα να κάνω χρήση
του μπαζούκας, που είχα βρει νωρίτερα, δυστυχώς όμως δε λειτούργησε,
γιατί προφανώς το είχε απενεργοποιήσει ο χειριστής του πριν το
εγκαταλείψει.
Δοκιμάσαμε να ρίξουμε χειροβομβίδες μέσα στις θυρίδες, καμιά όμως δεν έπεσε μέσα στο πολυβολείο.
Τη
λύση έδωσε ο «Αψιού», ο οποίος μου ζήτησε να του πετάξω μια
χειροβομβίδα, την οποία απασφάλισε και έριξε μέσα στο πολυβολείο από την
είσοδο, μπροστά στην οποία ήταν πεσμένος. Έτσι εξουδετερώθηκαν και οι τρείς τελευταίοι Τούρκοι μαχητές του Κοτζά Καγιά.
Λίγο
αργότερα ένα όχημα φάνηκε στο τέρμα του δρόμου προς το φρούριο του
Αγίου Ιλαρίωνα. Προφανώς τους μετέφερε εφόδια, γιατί μετά από λίγο
άρχισαν πάλι τα πυκνά πυρά.
Εν τω μεταξύ η κατάσταση είχε γίνει
αφόρητη. Η κόπωση, η υψηλή θερμοκρασία, οι πυκνοί καπνοί από τη
γειτονική πυρκαγιά στο δάσος σε συνδυασμό με την ψυχολογική φόρτιση από
το πρώτο βάπτισμα του πυρός μας έκαναν να αδειάσουμε γρήγορα το
περιεχόμενο του υδροδοχείου μας.
Αναζητήσαμε νερό, δυστυχώς όμως
τα πυρά της εφόδου μας είχαν τρυπήσει το βυτίο του μεταλλικού
υδατόπυργου των εγκαταστάσεων και το νερό είχε χυθεί. Το μόνο νερό που
βρήκαμε ήταν στο βαρέλι του πυροσβεστικού σημείου μπροστά στο κτίριο του
λόχου, το οποίο όμως ήταν ακατάλληλο.
Μοναδική παρηγοριά
μας ήταν η επικείμενη αντικατάστασή μας από Τάγμα Πεζικού, σύμφωνα με το
σχέδιο, η οποία θα μας έδινε την ευκαιρία να ανεφοδιαστούμε. Η
αντικατάσταση αυτή όμως δεν έγινε ποτέ.
Αντίθετα,
μετά από λίγο, ο Διοικητής της Μοίρας πήρε διαταγή από το Διοικητή
Καταδρομών, μέσω του μοναδικού ασυρμάτου που διαθέταμε, να αποχωρήσουμε
στις φίλιες γραμμές. Τη διαταγή αυτή διαβίβασε με αγγελιοφόρους και στους δύο άλλους λόχους που βρίσκονταν ανατολικότερα.
Έτσι με βαριά καρδιά και με ένα τεράστιο «γιατί;» πήραμε το δρόμο της επιστροφής,
η οποία εξελίχθηκε χωρίς συμβάντα. Συγκεντρωθήκαμε στον Προφήτη Ηλία,
όπου ανασυγκροτηθήκαμε, ανεφοδιαστήκαμε, αναπαυθήκαμε και
διανυκτερεύσαμε.»
Πηγη:Pronews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου