Σκλάβοι μακριά απ᾽ το σπίτι του Πατέρα
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιωτου
«Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν …καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (Λουκ. 15,13-14)
Σήμερα,
ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἀκούσαμε τὴν ἐξαίσια
παραβολή, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ ὁποία εἶνε
ἄφθαστη σὲ νοήματα, ἀνεξάντλητη σὲ διδάγματα. Κάθε φράσι της δίνει
ἀφορμὴ νὰ σκεφτῇ κανεὶς πολύ, νὰ ἐμβαθύνῃ σὲ μεγάλες ἀλήθειες.
Ἂς προσέξουμε σήμερα τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ λέει ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἄσωτο καὶ τὰ ὁποῖα περιγράφουν τὴν κατάντια τοῦ νεαροῦ ἀποστάτου· «Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν», λέει, καὶ ἐκεῖ «αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (Λουκ. 15,13-14). Ἐγκατέλειψε δηλαδὴ τὸ πατρικό του σπίτι, ὅπου εἶχε ὅλα τ᾽ ἀγαθά, ταξίδεψε σὲ χώρα μακρινή, κ᾽ ἐκεῖ, ἀφοῦ δαπάνησε τὴν περιουσία ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἔπεσε πλέον σὲ μεγάλη φτώχεια, τοῦ ἔλειψαν καὶ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα, ὣς καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί· ἔτσι ἀναγκάστηκε νὰ μπῇ στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἀφέντη πλουσίου καὶ νὰ γίνῃ χοιροβοσκός.
Ἂς προσέξουμε σήμερα τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ λέει ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἄσωτο καὶ τὰ ὁποῖα περιγράφουν τὴν κατάντια τοῦ νεαροῦ ἀποστάτου· «Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν», λέει, καὶ ἐκεῖ «αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (Λουκ. 15,13-14). Ἐγκατέλειψε δηλαδὴ τὸ πατρικό του σπίτι, ὅπου εἶχε ὅλα τ᾽ ἀγαθά, ταξίδεψε σὲ χώρα μακρινή, κ᾽ ἐκεῖ, ἀφοῦ δαπάνησε τὴν περιουσία ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἔπεσε πλέον σὲ μεγάλη φτώχεια, τοῦ ἔλειψαν καὶ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα, ὣς καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί· ἔτσι ἀναγκάστηκε νὰ μπῇ στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἀφέντη πλουσίου καὶ νὰ γίνῃ χοιροβοσκός.
* * *
Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀσώτου, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε ὅλοι τὸν ἑαυτό μας.
Κάποτε
ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἦταν κοντὰ στὸ Θεό· ἐκεῖ
ἔνιωθε ἐλεύθερη, ἀνέπνεε τὸ καθαρὸ ὀξυγόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἔπειτα ὅμως ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό της σπίτι, ἔφυγε σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ
λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι – τὸ παλάτι
τοῦ Θεοῦ…
Παλάτι
τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Σπίτι – οἶκος τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ναός. Ἂν τὸ
πιστεύῃς, τότε νά ᾽ρχεσαι· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα,
πήγαινε ὅπου θέλεις. Ὁ ναὸς εἶνε σπίτι τοῦ Θεοῦ. «Ὡς φοβερὸς ὁ
τόπος οὗτος…» (Γέν. 28,17). Ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ, αὐτὸ τὸ τετράγωνο, δὲν
εἶνε ὅπως κάθε ἄλλο οἰκόπεδο τῆς γῆς· εἶνε ἕνα κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ,
εἶνε ὁ οἶκος Κυρίου, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Γιά
ῥίξτε μιὰ ματιά, πόσοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται σήμερα στὴν ἐκκλησία,
πόσοι εἶνε οἱ ἐκκλησιαζόμενοι; Κάθε ἐνορία ἔχει ἕναν ἀριθμὸ ἐνοριτῶν,
μικρὸ ἢ μεγάλο. Μερικὲς ἐνορίες ἔχουν χιλιάδες ἐνορῖτες. Πόσα σπίτια
καὶ πόσες οἰκογένειες ἔχει ἡ ἐνορία σας; κι ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ πλῆθος πόσοι
μαζεύονται τὴν Κυριακὴ γιὰ τὴ λειτουργία; Ἀπ᾽ ὅλα τὰ σπίτια, μικρὰ –
μεγάλα, ποιοί βρίσκονται μέσα, πόσοι μείναμε στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; Γιά
μετρηθῆτε. Οἱ πολλοὶ ἔφυγαν δυστυχῶς ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα. Ἀπὸ τοὺς
ἑκατὸ Χριστιανοὺς μόλις δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι; Ἄσωτοι.
Μὰ
κι αὐτοὶ πού ᾽νε μέσα εἶνε σὰν τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς (Λουκ.
15,25), ποὺ δὲν εἶχε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἀδελφό του, δὲν τοῦ καιγόταν
καρφί. Θὰ κολαστοῦμε ὅλοι, κι αὐτοὶ ποὺ εἶνε ἔξω ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ
κ᾽ ἐμεῖς ποὺ λέμε πὼς εἴμαστε μέσα. Γιατὶ ποιός ἀπὸ μᾶς πονάει γιὰ
τοὺς 98 ποὺ μένουν ἔξω; Οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίτροπος οὔτε
λαϊκός· δὲν μᾶς πονάει ποὺ ὁ ναὸς μένει ἀδειανός. Εἶνε ἔλεγχος γιὰ
μᾶς ὁ καταστηματάρχης ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει πὼς ἀραιώνει ἡ πελατεία του
καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν αὐξήσῃ, ἐνῷ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει ἂν ἡ ἐκκλησία
μένει ἀδειανή. Ἐσὺ ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία μόνος; Ὄχι, Χριστιανέ μου,
δὲν θὰ ἔρχεσαι μόνος· νὰ πᾷς νὰ φέρῃς καὶ τοὺς ἄλλους. Ὅταν πρόκειται
γιὰ κινηματογράφο, φωνάζεις τὴ γειτονιὰ ὁλόκληρη νὰ ἔρθουν νὰ δοῦν
τὸ ἔργο· ἀλλὰ ὑπάρχει πιὸ σπουδαῖο «ἔργο» ἀπὸ αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ
τελεῖται ἐδῶ;
Λοιπόν,
ἀδελφοί μου, –γιὰ νὰ ἐπανέλθω– οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ
Θεοῦ. Καὶ τώρα ποῦ εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἂν πᾶτε αὐτὴ τὴν ὥρα ἔξω, θὰ
τοὺς βρῆτε δεξιὰ κι ἀριστερά, σὲ διάφορα κέντρα, σὲ μεγάλα σπίτια ἢ σὲ
καλύβες· παίζουν, πίνουν, κάνουν ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται τώρα, ἀσωτεύουν.
Γεμᾶτα τὰ σπίτια τοῦ διαβόλου, καὶ ἄδειασε τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Μακριὰ
ὅμως ἀπὸ τὸ Θεὸ τί ὑπάρχει; Κάθε ψυχὴ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε
σκλαβωμένη. Σκλάβα ἡ ψυχὴ κάτω ἀπὸ διάφορα πάθη· στὸ ἀλκοόλ, στὸ χαρτί,
στὸ ποτήρι, στὴ μπάλλα, σὲ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ἀτιμίες. Ἀναστενάζει ἡ
ψυχή. Ποιός θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ;
Σήμερα
ἰδίως φθάσαμε πλέον στὸ ἀπροχώρητο. Ἐγὼ φοβᾶμαι. Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, «δὲν
εἶμαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ
πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ χρυσὸ βιβλίο ποὺ εἶνε πάνω στὴν ἁγία
τράπεζα, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἂν δὲν διορθωθοῦμε, ἀλλοίμονό μας. Ἀδειάσαμε
τὰ χωριουδάκια μας τὰ εὐλογημένα, τὶς καλυβοῦλες ποὺ ἔζησαν οἱ ἅγιοι
παπποῦδες μας, φύγαμε καὶ χορτάριασαν οἱ αὐλές τους. Μαζευτήκαμε στὰ
ἀστικὰ κέντρα, στὴ λακκούβα τῆς ἁμαρτίας, μέσα σὲ μιὰ χαβούζα,
ἑκατομμύρια μυρμήγκια καὶ σκουλήκια ἀκάθαρτα. Τί ἐπικρατεῖ στὰ μεγάλα
κέντρα; Βασιλεύει ἡ ἁμαρτία, ἡ πορνεία. –Μὴ λὲς τέτοιες λέξεις, θὰ ποῦν
μερικοὶ μοντέρνοι θεολόγοι, δὲν κάνει, σοκάρουν… Οἱ πράξεις σοκάρουν,
ὄχι οἱ λέξεις. Σήμερα κυριαρχεῖ στὸν κόσμο ἡ πορνεία, τὸ πορνικὸ
πνεῦμα. Τὸ λέει ἄλλωστε σήμερα τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 15,30).
Καὶ ἂν δὲν μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, καμμιὰ νύχτα «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ
τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται»
(Ψαλμ. 103,32), θὰ μᾶς σείσῃ ἐκ θεμελίων, νὰ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου
γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά μας.
Οἱ
μὲν γίναμε ἄσωτοι, ἀμετανόητοι ἄσωτοι, οἱ δὲ ἄλλοι εἴμαστε
«πρεσβύτεροι ἀδελφοί» (Λουκ. 15,25), μὲ μιὰ ψυχὴ κακιὰ – μοχθηρή, ἀφοῦ
δὲν ποθοῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὸν ἄλλο κοντὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μας
τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα νὰ μὴ γυρίσῃ στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα.
Κι
ὅταν δὲν κλείνουμε τὴν πόρτα, πάντως ἀδιαφοροῦμε γι᾽ αὐτόν, δὲν μᾶς
πονάει ἡ ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας του. Γιὰ παράδειγμα· ἐσὺ ὁ ἄντρας·
ἦρθες μόνος σου σήμερα στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὴ γυναῖκα
σου; ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἦρθες μόνη σου στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ
τὸν ἄντρα σου; Γιά προσπάθησε. Ὅταν θέλῃς, ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἔχεις
τρόπους νὰ τὸν ἐπηρεάζῃς. Κάποτε μάλιστα, γιὰ ἄλλα θελήματα, τὸν κάνεις
σκουπίδι στὰ πόδια σου· στὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως δὲν ἐξήσκησες τὴν ἐπιρροή
σου, ὥστε νὰ φέρῃς τὸν ἄνθρωπό σου στὴν ἐκκλησία· τὸ ἴδιο κ᾽ ἐσὺ ὁ
ἄντρας. Προσπαθῆστε ὅλοι, ὥστε νὰ φθάσετε νὰ ἐκκλησιάζεστε
οἰκογενειακῶς, νὰ γίνῃ χαρὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ἡ
χαρὰ αὐτὴ φαίνεται μέσα στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἀπὸ τὴ μεγάλη χαρά
του, λέει, ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἔσφαξε «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν» (ἔ.ἀ.
15,23,27,30). Τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό, ποὺ ἔσφαξε καὶ παραθέτει καὶ μᾶς
καλεῖ ὅλους στὸ τραπέζι, ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ἐλᾶτε πάλι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Ὄχι μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς
ἀνέστη» ν᾽ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες· νὰ μείνῃς μέχρι τὸ τέλος τῆς
λειτουργίας, καὶ τότε θ᾽ ἀκούσῃς ἐκεῖνο τὸν λόγο τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόμου· «Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς,
μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν». Ὁ «μόσχος ὁ σιτευτός», ποὺ λέει σήμερα τὸ
εὐαγγέλιο, εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
* * *
Βλέπετε,
ἀδελφοί μου, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Χριστοῦ; Ὅταν καθήσῃς κάτω καὶ σκεφθῇς τὰ
πράγματα αὐτά, ὅταν σκεφθῇς ὅτι μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ
Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε πάνω στὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου καὶ στὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή
σου, ἔγινε πέλαγος καὶ Ἰορδάνης καὶ καταρράκτης Νιαγάρας καὶ ἔπλυνε τὰ
ἁμαρτήματά μας, ὅταν τὰ σκεφθῇς αὐτά, ἡ καρδιά σου γεμίζει ἀπὸ
εὐσπλαχνία, ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, καὶ λές· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ.
Πῶς ἀλλιῶς θὰ ξεπληρώσουμε, μὲ τί τρόπο θὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη – τὴν
εὐγνωμοσύνη μας στὸ Χριστό, μὲ ποιό μέσο; Ὄχι μιὰ ζωὴ ἀλλὰ καὶ χίλιες
ζωὲς νὰ εἴχαμε καὶ νὰ τὶς θυσιάζαμε γιὰ τὸ Χριστό, δὲν ξεπληρώναμε τὸ
χρέος ποὺ ἔχουμε ἀπέναντί του. Τί ζητάει ἀπὸ μᾶς; Νὰ ποῦμε ἕνα
εὐχαριστῶ. Ἄνθρωπε· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο,
δουλειά· ἔλα λοιπὸν τὴν Κυριακή, στάσου μιὰ ὥρα μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ
πές· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ.
Ὦ
ἀδελφοί μου· ἂν δὲν μετανοήσουμε σὰν τὸν ἄσωτο, ἂν δὲν ποῦμε τὸ
«Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21), ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Μνήσθητί μου…» (ἔ.ἀ. 23,42),
καμμιὰ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ κοιμώμαστε, σπίτια παλάτια δικαστήρια στρατῶνες,
τὰ πάντα, θὰ γίνουν γῆς Μαδιάμ. Ἂς προλάβουμε, ἂς μετανοήσουμε, ἂς
πέσουμε στὰ γόνατα ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ. Καὶ ὅπως ὁ ἄσωτος εἶπε τὸ «Ἥμαρτον», νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Χριστέ,
ἥμαρτον· ἥμαρτον, Χριστέ»· ἵνα διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου
καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ομιλία εις την Κυριακήν του Ασώτου (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)
Ιδού
ευαγγέλιο που αφορά στο νου και το σώμα του καθενός μας. Είναι το
ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην
οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του
καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο
άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το
μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει
τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον
κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή
και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος!
Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και
όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμένη για την
αιωνιότητα...
Ακούσατε
τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω»
(Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή,
για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια,
για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι
και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και
πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.
Εμείς
όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά;
Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου, και την
ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες
ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον
Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;»
Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου.
Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο δια των
παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον
παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα.
Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μέσα σ’ αυτή την τρέλλα, μέχρις ότου
συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθή με την μετάνοια.
Ακούσατε
πως ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μέσα στην αμαρτία, ζωή
μέσα στις ηδονές και τα πάθη αυτού του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν και εσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιος σου».
Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον
των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»!
Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος
χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την
οποία εσύ μου έδωσες να γίνη αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα,
εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!
Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν»
–αφού ήταν εκτός εαυτού, στην τρέλλα, στις ηδονές και στα πάθη αυτού
του κόσμου– δια της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Και ο πατέρας τον
αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την
εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο
πατέρας του σαν δούλο, και ο πατέρας λέγει στους υπηρέτες του: «Φέρετε
την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του
και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό,
σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν».
Για πιο λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Για ποιο λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Για ποιο λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στους αγγέλους!
Ο
άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μέσα στις αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός
των αγγέλων και έσπευσε προς τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και
ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ
εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των
χοίρων, στην αγέλη των παθών. Και να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμένος, όλος
κουρελιασμένος. Και η ψυχή και το σώμα κουρελιασμένα. Όλα εξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια;
Ο Κύριος τρέχει να συναντήση τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και
τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι
ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι»
αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιο λόγο χαίρεσθε
εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά
πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμένα αδέλφια,
τους ανθρώπους, πως πνίγονται μέσα στις αμαρτίες και τις ηδονές και τα
πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτού του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ην και ανέζησε».
Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της
Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η
επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι
ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ην και ευρέθη».
Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μέσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει
τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτού.
«Εις εαυτόν δε ελθών»,
λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του
Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Του Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα
δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιος είμαι σαν άνθρωπος; Του Θεού, όλος του
Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο
Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Και το
σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με
το σώμα και με την ψυχή. Του Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μη
νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Και
συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μέσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον Άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γαρ ποτέ και ημείς ανόητοι»
(Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε Άγιε Απόστολε;
Υποδουλωμένοι στις διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε
είμασταν τρελλοί και ανόητοι.
Δεν θέλει ο Κύριος δια της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ίδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!»
Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την
προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία
για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω
στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού
Χριστού στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν
μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν
μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί
να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε,
όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου».
Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα.
Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις
σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της
μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους.
Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση.
Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση
τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος
Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μέσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία,
την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την
Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για
να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους
μέσα μας και γύρω μας.
Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές,
πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες
τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον
Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μέσα στη συνείδηση, μέσα στη ψυχή.
Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια
τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί
μαζί τους δια της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και
όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.
Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το Άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστούμε για την αγαθή είδηση αυτή.
Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και
κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις
τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγη:KRANOSGR
Κάποτε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἦταν κοντὰ στὸ Θεό· ἐκεῖ ἔνιωθε ἐλεύθερη, ἀνέπνεε τὸ καθαρὸ ὀξυγόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα ὅμως ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό της σπίτι, ἔφυγε σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι – τὸ παλάτι τοῦ Θεοῦ…
Παλάτι τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Σπίτι – οἶκος τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ναός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, τότε νά ᾽ρχεσαι· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα, πήγαινε ὅπου θέλεις. Ὁ ναὸς εἶνε σπίτι τοῦ Θεοῦ. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος…» (Γέν. 28,17). Ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ, αὐτὸ τὸ τετράγωνο, δὲν εἶνε ὅπως κάθε ἄλλο οἰκόπεδο τῆς γῆς· εἶνε ἕνα κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ, εἶνε ὁ οἶκος Κυρίου, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Γιά ῥίξτε μιὰ ματιά, πόσοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται σήμερα στὴν ἐκκλησία, πόσοι εἶνε οἱ ἐκκλησιαζόμενοι; Κάθε ἐνορία ἔχει ἕναν ἀριθμὸ ἐνοριτῶν, μικρὸ ἢ μεγάλο. Μερικὲς ἐνορίες ἔχουν χιλιάδες ἐνορῖτες. Πόσα σπίτια καὶ πόσες οἰκογένειες ἔχει ἡ ἐνορία σας; κι ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ πλῆθος πόσοι μαζεύονται τὴν Κυριακὴ γιὰ τὴ λειτουργία; Ἀπ᾽ ὅλα τὰ σπίτια, μικρὰ – μεγάλα, ποιοί βρίσκονται μέσα, πόσοι μείναμε στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; Γιά μετρηθῆτε. Οἱ πολλοὶ ἔφυγαν δυστυχῶς ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς μόλις δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι; Ἄσωτοι.
Μὰ κι αὐτοὶ πού ᾽νε μέσα εἶνε σὰν τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς (Λουκ. 15,25), ποὺ δὲν εἶχε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἀδελφό του, δὲν τοῦ καιγόταν καρφί. Θὰ κολαστοῦμε ὅλοι, κι αὐτοὶ ποὺ εἶνε ἔξω ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς ποὺ λέμε πὼς εἴμαστε μέσα. Γιατὶ ποιός ἀπὸ μᾶς πονάει γιὰ τοὺς 98 ποὺ μένουν ἔξω; Οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίτροπος οὔτε λαϊκός· δὲν μᾶς πονάει ποὺ ὁ ναὸς μένει ἀδειανός. Εἶνε ἔλεγχος γιὰ μᾶς ὁ καταστηματάρχης ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει πὼς ἀραιώνει ἡ πελατεία του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν αὐξήσῃ, ἐνῷ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει ἂν ἡ ἐκκλησία μένει ἀδειανή. Ἐσὺ ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία μόνος; Ὄχι, Χριστιανέ μου, δὲν θὰ ἔρχεσαι μόνος· νὰ πᾷς νὰ φέρῃς καὶ τοὺς ἄλλους. Ὅταν πρόκειται γιὰ κινηματογράφο, φωνάζεις τὴ γειτονιὰ ὁλόκληρη νὰ ἔρθουν νὰ δοῦν τὸ ἔργο· ἀλλὰ ὑπάρχει πιὸ σπουδαῖο «ἔργο» ἀπὸ αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ τελεῖται ἐδῶ;
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, –γιὰ νὰ ἐπανέλθω– οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τώρα ποῦ εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἂν πᾶτε αὐτὴ τὴν ὥρα ἔξω, θὰ τοὺς βρῆτε δεξιὰ κι ἀριστερά, σὲ διάφορα κέντρα, σὲ μεγάλα σπίτια ἢ σὲ καλύβες· παίζουν, πίνουν, κάνουν ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται τώρα, ἀσωτεύουν. Γεμᾶτα τὰ σπίτια τοῦ διαβόλου, καὶ ἄδειασε τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Μακριὰ ὅμως ἀπὸ τὸ Θεὸ τί ὑπάρχει; Κάθε ψυχὴ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε σκλαβωμένη. Σκλάβα ἡ ψυχὴ κάτω ἀπὸ διάφορα πάθη· στὸ ἀλκοόλ, στὸ χαρτί, στὸ ποτήρι, στὴ μπάλλα, σὲ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ἀτιμίες. Ἀναστενάζει ἡ ψυχή. Ποιός θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ;
Σήμερα ἰδίως φθάσαμε πλέον στὸ ἀπροχώρητο. Ἐγὼ φοβᾶμαι. Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, «δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ χρυσὸ βιβλίο ποὺ εἶνε πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἂν δὲν διορθωθοῦμε, ἀλλοίμονό μας. Ἀδειάσαμε τὰ χωριουδάκια μας τὰ εὐλογημένα, τὶς καλυβοῦλες ποὺ ἔζησαν οἱ ἅγιοι παπποῦδες μας, φύγαμε καὶ χορτάριασαν οἱ αὐλές τους. Μαζευτήκαμε στὰ ἀστικὰ κέντρα, στὴ λακκούβα τῆς ἁμαρτίας, μέσα σὲ μιὰ χαβούζα, ἑκατομμύρια μυρμήγκια καὶ σκουλήκια ἀκάθαρτα. Τί ἐπικρατεῖ στὰ μεγάλα κέντρα; Βασιλεύει ἡ ἁμαρτία, ἡ πορνεία. –Μὴ λὲς τέτοιες λέξεις, θὰ ποῦν μερικοὶ μοντέρνοι θεολόγοι, δὲν κάνει, σοκάρουν… Οἱ πράξεις σοκάρουν, ὄχι οἱ λέξεις. Σήμερα κυριαρχεῖ στὸν κόσμο ἡ πορνεία, τὸ πορνικὸ πνεῦμα. Τὸ λέει ἄλλωστε σήμερα τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 15,30). Καὶ ἂν δὲν μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, καμμιὰ νύχτα «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ. 103,32), θὰ μᾶς σείσῃ ἐκ θεμελίων, νὰ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά μας.
Οἱ μὲν γίναμε ἄσωτοι, ἀμετανόητοι ἄσωτοι, οἱ δὲ ἄλλοι εἴμαστε «πρεσβύτεροι ἀδελφοί» (Λουκ. 15,25), μὲ μιὰ ψυχὴ κακιὰ – μοχθηρή, ἀφοῦ δὲν ποθοῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὸν ἄλλο κοντὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μας τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα νὰ μὴ γυρίσῃ στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα.
Κι ὅταν δὲν κλείνουμε τὴν πόρτα, πάντως ἀδιαφοροῦμε γι᾽ αὐτόν, δὲν μᾶς πονάει ἡ ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας του. Γιὰ παράδειγμα· ἐσὺ ὁ ἄντρας· ἦρθες μόνος σου σήμερα στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὴ γυναῖκα σου; ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἦρθες μόνη σου στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὸν ἄντρα σου; Γιά προσπάθησε. Ὅταν θέλῃς, ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἔχεις τρόπους νὰ τὸν ἐπηρεάζῃς. Κάποτε μάλιστα, γιὰ ἄλλα θελήματα, τὸν κάνεις σκουπίδι στὰ πόδια σου· στὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως δὲν ἐξήσκησες τὴν ἐπιρροή σου, ὥστε νὰ φέρῃς τὸν ἄνθρωπό σου στὴν ἐκκλησία· τὸ ἴδιο κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄντρας. Προσπαθῆστε ὅλοι, ὥστε νὰ φθάσετε νὰ ἐκκλησιάζεστε οἰκογενειακῶς, νὰ γίνῃ χαρὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ἡ χαρὰ αὐτὴ φαίνεται μέσα στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἀπὸ τὴ μεγάλη χαρά του, λέει, ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἔσφαξε «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν» (ἔ.ἀ. 15,23,27,30). Τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό, ποὺ ἔσφαξε καὶ παραθέτει καὶ μᾶς καλεῖ ὅλους στὸ τραπέζι, ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐλᾶτε πάλι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Ὄχι μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ν᾽ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες· νὰ μείνῃς μέχρι τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, καὶ τότε θ᾽ ἀκούσῃς ἐκεῖνο τὸν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου· «Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν». Ὁ «μόσχος ὁ σιτευτός», ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Ὦ ἀδελφοί μου· ἂν δὲν μετανοήσουμε σὰν τὸν ἄσωτο, ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21), ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Μνήσθητί μου…» (ἔ.ἀ. 23,42), καμμιὰ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ κοιμώμαστε, σπίτια παλάτια δικαστήρια στρατῶνες, τὰ πάντα, θὰ γίνουν γῆς Μαδιάμ. Ἂς προλάβουμε, ἂς μετανοήσουμε, ἂς πέσουμε στὰ γόνατα ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως ὁ ἄσωτος εἶπε τὸ «Ἥμαρτον», νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Χριστέ, ἥμαρτον· ἥμαρτον, Χριστέ»· ἵνα διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.
Ομιλία εις την Κυριακήν του Ασώτου (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)
Ιδού
ευαγγέλιο που αφορά στο νου και το σώμα του καθενός μας. Είναι το
ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην
οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του
καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο
άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το
μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει
τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον
κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή
και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος!
Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και
όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμένη για την
αιωνιότητα...
Ακούσατε
τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω»
(Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή,
για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια,
για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι
και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και
πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.
Εμείς
όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά;
Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου, και την
ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες
ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον
Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;»
Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου.
Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο δια των
παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον
παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα.
Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μέσα σ’ αυτή την τρέλλα, μέχρις ότου
συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθή με την μετάνοια.
Ακούσατε
πως ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μέσα στην αμαρτία, ζωή
μέσα στις ηδονές και τα πάθη αυτού του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν και εσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιος σου».
Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον
των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»!
Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος
χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την
οποία εσύ μου έδωσες να γίνη αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα,
εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!
Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν»
–αφού ήταν εκτός εαυτού, στην τρέλλα, στις ηδονές και στα πάθη αυτού
του κόσμου– δια της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Και ο πατέρας τον
αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την
εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο
πατέρας του σαν δούλο, και ο πατέρας λέγει στους υπηρέτες του: «Φέρετε
την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του
και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό,
σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν».
Για πιο λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Για ποιο λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Για ποιο λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στους αγγέλους!
Ο
άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μέσα στις αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός
των αγγέλων και έσπευσε προς τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και
ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ
εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των
χοίρων, στην αγέλη των παθών. Και να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμένος, όλος
κουρελιασμένος. Και η ψυχή και το σώμα κουρελιασμένα. Όλα εξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήση τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιο λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμένα αδέλφια, τους ανθρώπους, πως πνίγονται μέσα στις αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτού του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ην και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ην και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μέσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτού.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήση τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιο λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμένα αδέλφια, τους ανθρώπους, πως πνίγονται μέσα στις αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτού του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ην και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ην και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μέσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτού.
«Εις εαυτόν δε ελθών»,
λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του
Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Του Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα
δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιος είμαι σαν άνθρωπος; Του Θεού, όλος του
Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο
Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Και το
σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με
το σώμα και με την ψυχή. Του Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μη
νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Και
συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μέσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον Άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γαρ ποτέ και ημείς ανόητοι»
(Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε Άγιε Απόστολε;
Υποδουλωμένοι στις διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε
είμασταν τρελλοί και ανόητοι.
Δεν θέλει ο Κύριος δια της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ίδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!»
Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την
προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία
για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω
στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού
Χριστού στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν
μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν
μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί
να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε,
όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου».
Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα.
Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις
σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της
μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους.
Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση.
Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση
τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος
Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μέσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία,
την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την
Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για
να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους
μέσα μας και γύρω μας.
Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές,
πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες
τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον
Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μέσα στη συνείδηση, μέσα στη ψυχή.
Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια
τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί
μαζί τους δια της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και
όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.
Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το Άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστούμε για την αγαθή είδηση αυτή.
Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και
κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις
τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγη:KRANOSGR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου